Выбрать главу

Μέσα σ' εκείνη την κοσμοχαλασιά, ο ταξιδιώτης, που έμενε στην πρύμνη, έπιασε τον καπετάνιο και τον ρώτησε:

– Αν βουλιάξει το καράβι, ποιο μέρος του θα βυθιστεί πρώτο στα νερά;

– Η πλώρη, του αποκρίθηκε εκείνος.

– Τότε δεν με νοιάζει που θα πνιγώ, μια που ο εχθρός μου θα πνιγεί πρώτος! είπε ανατενάζοντας με ανακούφιση ο ταξιδιώτης.

Τόση έχθρα του είχε, ώστε αδιαφορούσε και για το δικό του θάνατο!

Το Κατσίκι που στεκόταν σε μια στέγη και ο Λύκος

Ένα κατσίκι πήδησε μια μέρα πάνω στο φράχτη κι από κει σκαρφάλωσε πάνω στη στέγη του χωριάτικου σπιτιού, για να φάει λίγη πρασινάδα, που είχε φυτρώσει ανάμεσα στα κεραμίδια.

Η γυναίκα που είχε το σπίτι, έλειπε στα χωράφια της, κανένας διαβάτης δεν περνούσε, γιατί το μέρος ήταν ερημικό, κοντά σ' ένα δάσος, κι έτσι το κατσίκι χαιρότανε την ελευθερία του και του φαινότανε πως βρισκότανε ψηλά, πολύ ψηλά και πως όλος ο κόσμος απλωνότανε κάτω από τα πόδια του.

Ξαφνικά, μέσα από τα δέντρα του δάσους, βγήκε ένας λύκος. Οσμίστηκε το κατσίκι και, με λίγα πηδήματα, βρέθηκε μπροστά στο χωριάτικο σπιτάκι.

Αλλ' η στέγη ήταν ψηλή, δεν την έφτανε μ' ένα πήδημα κι όταν θέλησε να δοκιμάσει ν' ανεβεί από το φράχτη, τον τρύπησαν τα παλούκια και ξανάπεσε στο δρόμο.

Το κατσίκι που, πάνω από τη στέγη, παρακολουθούσε τις μάταιες προσπάθειές του, άρχισε να τον κοροϊδεύει και να τον βρίζει.

– Άντε να χαθείς, παλιολύκε! του είπε. Δεν είσαι άξιος ούτε σ' ένα φράχτη να σκαρφαλώσεις. Είσαι ένα αδιάντροπο και φοβιτσιάρικο αγρίμι, που μόνο με τα κουτά τα πρόβατα τα βάζεις, επειδή σε φοβούνται και στέκονται να τα φας. Με μένα όμως δεν μπορείς να τα βάλεις κι άδικα πασχίζεις.

Ο λύκος κούνησε τότε το κεφάλι του και του αποκρίθηκε:

– Δεν με βρίζεις εσύ, ανόητο κατσίκι, αλλ' ο τόπος που βρίσκεσαι. Ας μην ήσουν απάνω στη στέγη και σου 'λεγα εγώ….

Και, πραγματικά, το κατσίκι δε θα φερνότανε τόσο τολμηρά, αν δεν βρισκότανε σ' εκείνο το μέρος, όπου δεν μπορούσε ο λύκος να το φτάσει.

Το Λιοντάρι, ο Λύκος κι η Αλεπού

Ένα γέρικο λιοντάρι αρρώστησε και δεν ξαναβγήκε στο κυνήγι, μόνο έμενε πλαγιασμένο στη σπηλιά του.

Τ' άλλα τα ζώα του δάσους, που το φοβόντουσαν, ακόμα και τώρα, που ήταν άρρωστο, πήγαιναν να το δουν, να ρωτήσουν πώς είναι, να του ευχηθούν να γίνει σύντομα καλά. Πήγαν όλα, εκτός από την αλεπού.

Όταν πήγε κι ο λύκος, που είχε μάθει, στο μεταξύ, πως η αλεπού δεν είχε φανεί, βρήκε την ευκαιρία να την κατηγορήσει:

– Εμείς όλα τ' αγρίμια του λόγγου σε σεβόμαστε, βασιλιά μου, είπε στο λιοντάρι, κι ευχόμαστε μ' όλη μας την καρδιά να γίνεις γρήγορα καλά, γιατί σαν και σένα βασιλιά δε θα βρούμε άλλον. Μονάχα εκείνη η καταραμένη αλεπού δεν σε σέβεται καθόλου, κι ούτε ήρθε να δει τι κάνεις κι αν χρειάζεσαι τίποτα.

Εκείνη τη στιγμή, έμπαινε στη σπηλιά του άρρωστου λιονταριού κι η αλεπού. Άκουσε τι είπε ο λύκος, αλλά προσποιήθηκε πως ερχότανε λαχανιασμένη από μακρύ δρόμο και πως δεν είχε ακούσει τίποτα.

– Να με συγχωρείς, βασιλιά μου, άρχισε να λέει, που άργησα να 'ρθω να σε δω! Σκέφτηκα όμως πως ήταν προτιμότερο, αντί να ρωτάω πώς είσαι, να πάω να βρω ένα γιατρό, να μου πει τι πρέπει να κάνεις για να γίνεις καλά.

– Και τι σου είπε ο γιατρός;

– Μου είπε, ότι, για να γίνεις αμέσως καλά, πρέπει να γδάρεις ένα λύκο και να τυλιχτείς στο τομάρι του όσο είναι ζεστό ακόμα!

Ώσπου να προφτάσει ο λύκος να φύγει, το λιοντάρι τον είχε κιόλας σκοτώσει κι άρχισε να τον γδέρνει.

Την είχε πάθει, βλέπετε, κι είχε πέσει στην παγίδα, που είχε στήσει για την αλεπού.

Οι Οδοιπόροι κι ο Πλάτανος

Κάποτε, είχαν ξεκινήσει μερικοί χωρικοί για να πάνε στην πολιτεία, να τελειώσουν κάτι δουλειές τους.

Ήτανε καλοκαίρι, ο ήλιος έκαιγε κι ο δρόμος περνούσε όλο από κάμπους, με πολύ λιγοστά δέντρα.

Οι οδοιπόροι είχαν κουραστεί, ήταν καταϊδρωμένοι και δεν έβλεπαν την ώρα να φτάσουν σε κανένα δέντρο, να ξεκουραστούν στον ίσκιο του. Τέλος, είδαν από μακριά έναν μεγάλο πλάτανο.

– Εκεί θα 'χει παχύ ίσκιο, είπε ένας τους.

– Και θα χει και νερό σίγουρα, πρόσθεσε άλλος.

Και τάχυναν το βήμα τους, ώσπου έφτασαν κάτω από το θεόρατο πλάτανο.

Πραγματικά, εκεί από κάτω ήταν ίσκιος παχύς, γιατί το φύλλωμα του πλάτανου ήταν πολύ πυκνό και δεν το περνούσαν οι αχτίνες του ήλιου κι έκανε και πολλή δροσιά, γιατί στη ρίζα του έβγαινε νερό πεντακάθαρο και κρύο.

Οι οδοιπόροι κάθισαν, έφαγαν, ξεδίψασαν κι έπειτα ξάπλωσαν λίγη ώρα για να ξεκουραστούν κι έπειτα να συνεχίσουν το δρόμο τους.

Εκεί που ήταν ξαπλωμένοι και κοιτούσαν τα κλαδιά και τα φύλλα του πλάτανου, λέει ένας απ' αυτούς.