Выбрать главу

– Κρίμα, ένα τόσο μεγάλο δέντρο να είναι άχρηστο κι ανώφελο στους ανθρώπους. Ούτε καρπούς βγάζει, ούτε ρετσίνι…

Τότε ο πλάτανος έγειρε την κορφή του και τους είπε πειραγμένος:

– Είσαστε πολύ αχάριστοι, σεις οι άνθρωποι. Κάθεστε κάτω από τον ίσκιο μου, ξεκουράζεστε από τη ζέστη κι από το δρόμο και με κατηγορείτε πως είμαι ένα δέντρο άχρηστο κι ανώφελο.

Μήπως δεν είχε δίκιο ο καημένος ο πλάτανος να πειραχτεί με την αχαριστία τους;

Ο Γάιδαρος που φόρεσε λιονταροτόμαρο κι η Αλεπού

Ένας γάιδαρος, καθώς τριγυρνούσε μια μέρα στα χωράφια, πέρασε έξω από ένα σπίτι, όπου είχαν απλωμένο ένα τομάρι λιονταριού για ν' αεριστεί. Όταν το είδε ο γάιδαρος, στην αρχή, τρόμαξε, γιατί του φάνηκε πως ήτανε λιοντάρι ζωντανό.

Μόλις κατάλαβε όμως το λάθος του, είπε μέσα του: «Το λιοντάρι μας τρομάζει ακόμα και με το τομάρι του, ενώ εγώ, που είμαι ζωντανός, το πολύ – πολύ να τρομάξω καμιά κότα ή καμιά γάτα».

Έπειτα του ήρθε μια άλλη ιδέα. «Αν φορούσα αυτά το τομάρι, θα με περνούσαν όλοι για λιοντάρι και θα το 'βαζαν στα πόδια, μόλις μ' αντίκριζαν», είπε μέσα του.

Φόρεσε λοιπόν το τομάρι του λιονταριού και μπήκε μέσα στο δάσος.

Τα ζώα, που συναντούσε στο δρόμο του, μόλις αντίκριζαν εκείνο το «λιοντάρι», έφευγαν τρομαγμένα κι έτρεχαν σαν τρελά να βρούνε καταφύγιο.

Ο γάιδαρος χαιρότανε για την επιτυχία του κι από τη χαρά του άρχισε να γκαρίζει δυνατά. Όπου, εκείνη τη στιγμή, παρουσιάζεται μπροστά του μια αλεπού. Ο γάιδαρος έκανε πως θα χυμούσε απάνω της, για να την τρομάξει. Αλλ' η αλεπού στάθηκε ατάραχη στη θέση της και του είπε:

– Άδικα χάνεις τον κόπο σου. Θα σε φοβόμουνα κι εγώ, αλλά σ' άκουσα που γκάριζες και κατάλαβα πως είσαι γάιδαρος κι όχι λιοντάρι.

Ο Βοσκός κι η Θάλασσα

Ένας βοσκός κατέβασε, κάποτε, τα πρόβατά του να βοσκήσουν σε μια χορταριασμένη πλαγιά, αντίκρυ στη θάλασσα.

Το χορτάρι ήτανε παχύ, τα πρόβατα βοσκούσαν ήσυχα, κι ο βοσκός, ανεβασμένος σ' ένα βράχο, για να τα προσέχει, κοιτούσε κάθε τόσο την απέραντη θάλασσα.

– Όμορφη που είναι η θάλασσα! μουρμούρισε. Θα 'ναι περίφημα να ταξιδεύει κανείς πάνω σ' αυτή, να βλέπει ξένους τόπους, να κάνει εμπόριο, να κερδίζει πολλά χρήματα… Τι καταλαβαίνω εγώ από τη ζωή, βόσκοντας κάθε μέρα τα πρόβατά μου; Τίποτα.

Κι αποφάσισε να γίνει έμπορας και να ταξιδέψει. Πούλησε λοιπόν τα πρόβατά του, αγόρασε πολλά τσουβάλια χουρμάδες, τα φόρτωσε σ' ένα καράβι, και κίνησε να πάει να δει άλλα μέρη, να πουλήσει με κέρδος τους χουρμάδες του και να κάνει εμπόριο.

Στο ταξίδι όμως τον έπιασε μεγάλη φουρτούνα και, για να μη βουλιάξει το καράβι, αναγκάστηκε να πετάξει στη θάλασσα όλα τα τσουβάλια με τους χουρμάδες κι έτσι μπόρεσε να γλιτώσει και να γυρίσει στη στεριά.

Τώρα που δεν είχε πια δικό του κοπάδι, μπήκε βοσκός σε ξένα πρόβατα.

Μια μέρα που τα βοσκούσε στην πλαγιά, που αντίκριζε τη θάλασσα, πέρασε ένας οδοιπόρος και, βλέποντας την απέραντη θάλασσα, που έμοιαζε με κάμπο, γιατί ήταν ακύμαντη και τα νερά της λαμπύριζαν κάτω από τον ήλιο, αναστέναξε και είπε με καημό:

– Όμορφη που είναι η θάλασσα! Θα 'ναι περίφημα να ταξιδεύει κανείς πάνω σ' αυτήν….

Κι ο βοσκός, που τον άκουσε, του λέει:

– Η θάλασσα, φίλε μου, πεθύμησε, φαίνεται, να ξαναφάει χουρμάδες και γι' αυτό παριστάνει την ήσυχη.

Ο Κύκνος που τον επήραν αντί για Χήνα

Ήτανε κάποτε ένας πλούσιος άνθρωπος, που είχε αγοράσει έναν περίφημο ολόασπρο κύκνο, που τον έτρεφε μαζί με μια χήνα.

Στον κήπο του είχε φτιάσει μια σωστή λιμνούλα, με λιμανάκια, με βραχάκια, με καλαμιές και μ' ένα φάρο και, στην όχθη της, είχε χτίσει ένα καλυβάκι.

Όλη την ημέρα, ο κύκνος κι η χήνα κολυμπούσανε στα νερά της λιμνούλας και, τα βράδια, κοιμόντουσαν μέσα στο καλυβάκι.

Είχαν άφθονη τροφή, κανένας δεν τα πείραζε, και καλοπερνούσαν.

Ο πλούσιος, που τα είχε, συνήθιζε να 'ρχεται τα πρωινά, να κάθεται στις όχθες της λιμνούλας και να θαυμάζει ώρα ολόκληρη, τον υπέροχο κάτασπρο κύκνο, με το μακρύτατο, λυγερό λαιμό του, που έπλεε στα ήμερα νερά ανάμεσα στις καλαμιές και στα νούφαρα.

Άλλωστε, γι' αυτό έτρεφε τον κύκνο, για την ομορφιά του!

Κοιτούσε καμιά φορά και τη χήνα, αλλ' αυτήν την κοιτούσε για να δει αν είχε παχύνει αρκετά. Γι' αυτό άλλωστε, έτρεφε τη χήνα: για να την παχύνει και να την φάει!

Μια μέρα, που θαύμαζε, όπως συνήθιζε, τον κύκνο, πρόσεξε πως η χήνα με δυσκολία έπλεε πάνω στο νερό γιατί είχε γίνει τετράπαχη.

Είπε λοιπόν στο μάγειρο του να τη σφάξει το βράδυ και να του την μαγειρέψει.

Όταν νύχτωσε, ο μάγειρος ανάθεσε στο μικρό το βοηθό του να πάει να σφάξει τη χήνα και να την φέρει να την ψήσουν. Ο μικρός πήγε στο καλυβάκι και καθώς ήτανε σκοτάδι και δεν έβλεπε καλά, έπιασε τον κύκνο αντί τη χήνα κι ετοιμάστηκε να τον σφάξει.