Выбрать главу

Το άγριο άλογο δέχτηκε.

Ο κυνηγός το σέλωσε, του 'βαλε χαλινάρι, το καβαλίκεψε, κυνήγησε το αγριογούρουνο και το σκότωσε.

Έπειτα, όμως, πήρε το άγριο άλογο και το 'κλείσε στο στάβλο

του.

Το καημένο το άγριο άλογο, που είχε συνηθίσει να ζει ελεύθερο, απελπίστηκε και μετάνιωσε γιατί, πάνω στο θυμό του, και για να γλιτώσει από το αγριογούρουνο, έπεσε σε παντοτινή σκλαβιά.

Το Ελάφι με το ένα μάτι

Ένα ελάφι είχε χάσει το ένα του μάτι γιατί, μια μέρα, που το κυνηγούσαν κάτι κυνηγοί κι έτρεχε να τους ξεφύγει, ένα ξερόκλαδο μπήκε στο μάτι του κι έχασε το φως του.

Έβλεπε λοιπόν μόνο με το ένα του μάτι κι αυτό το δυσκόλευε πολύ, γιατί όταν στεκότανε για να βοσκήσει, έπρεπει να στρέφει διαρκώς το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, για να βλέπει μήπως το κυνηγούνε.

Μια μέρα, λοιπόν, καθώς κατέβαινε την πλαγιά του πυκνόφυτου βουνού, πρόσεξε πως τα δεντράκια κι η πρασινάδα έφταναν ως κάτω, στην ακρογιαλιά της θάλασσας.

«Εδώ θα μπορώ να βόσκω ήσυχα», σκέφτηκε το ελάφι.

Και, πραγματικά, άρχισε πια να βόσκει σ' εκείνο το μέρος, έχοντας στραμμένο το γερό του μάτι προς τη στεριά και το χαλασμένο προς τη θάλασσα, απ' όπου δεν φοβότανε κανένα κίνδυνο. Τώρα πια δεν ήταν αναγκασμένο να στρέφει διαρκώς το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, μια που ήξερε πως από τη στεριά κινδύνευε πάντοτε και, προς εκείνο το μέρος είχε στραμμένο το γερό του μάτι κι έτσι θα 'βλεπε αμέσως τον κίνδυνο, που θα το απειλούσε.

Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι, όπως τα λογάριαζε το καημένο το ελάφι. Μια βάρκα, με κάτι κυνηγούς, που πήγαιναν σ' ένα κοντινό νησί, έτυχε να περνάει κοντά σ' εκείνη την ακρογιαλιά. Οι κυνηγοί είδανε το ελάφι, που έβοσκε αμέριμνο και το σαΐτεψαν.

Το δυστυχισμένο το αγρίμι σωριάστηκε, βαριά πληγωμένο, στο χώμα, και μουρμούρισε, καθώς ξεψυχούσε:

– Αλίμονο μου! Φυλαγόμουν από τη στεριά και την έπαθα από τη θάλασσα….

Ο Βοσκός κι ο Λύκος, που τον έτρεφε μαζί με τα σκυλιά του

Κάποτε ένας βοσκός, καθώς τριγυρνούσε μέσα στο δάσος, βρήκε ένα μικρούλικο λυκόπουλο, νεογέννητο, που ήτανε τόσο χαριτωμένο κι έμοιαζε τόσο πολύ με σκυλάκι, ώστε λυπήθηκε να το σκοτώσει και το πήρε μαζί του.

Ίσια – ίσια, εκείνες τις μέρες είχε γεννήσει μια σκύλα στο μαντρί κι ο βοσκός έβαλε το λυκόπουλο μαζί με τα κουταβάκια της να το θηλάσει.

Η σκύλα το θήλαζε, χωρίς να το ξεχωρίζει από τα δικά της παιδιά κι έτσι το λυκόπουλο μεγάλωσε μαζί με τα κουταβάκια, που έπαιζαν μαζί του.

Το λυκόπουλο μεγάλωσε και, μαζί με τα σκυλιά, φύλαγε τα πρόβατα του βοσκού. Αν κανένας λύκος έπεφτε στο κοπάδι κι άρπαζε ένα πρόβατο, το λυκόπουλο τον κυνηγούσε μαζί με τ' άλλα τα σκυλιά.

Τύχαινε όμως, μερικές φορές, να κουραστούνε τα σκυλιά και να παρατήσουν το κυνηγητό. Το λυκόπουλο, που δεν κουραζότανε τόσο εύκολα, συνέχιζε το κυνήγημα του λύκου, ώσπου τον έφτανε.

Και τότε, κι οι δυο μαζί, ο λύκος και το λυκόπουλο, κάθονταν κι έτρωγαν τ' αρπαγμένο πρόβατο.

Περνούσαν όμως μέρες, χωρίς να πέσει κανένας λύκος στο κοπάδι. Τότε το λυκόπουλο άρπαζε κρυφά ένα πρόβατο, το καταξέσχιζε με τα δόντια του κι έπειτα το 'τρωγε, μαζί με τα σκυλιά, που είχαν μεγαλώσει μαζί του και που συνήθισαν κι αυτά να νοστιμεύονται το κλεμμένο κρέας.

Πέρασε καιρός, ώσπου να καταλάβει ο βοσκός τι γινότανε. Τέλος όμως, είδε πως ο λύκος μένει λύκος, ακόμα κι αν ανατραφεί από μικρός μαζί με σκυλιά, και τότε θύμωσε, άρπαξε το λυκόπουλο, το κρέμασε σ' ένα δέντρο και το σκότωσε.

Από τότε, ορκίστηκε να μην ξαναλυπηθεί λύκο, γιατί ένας που είναι από φυσικού του κακός, ό,τι κι αν του κάνεις δεν διορθώνεται.

Η Καμήλα, ο Ελέφαντας και η Μαϊμού

Κάποτε, τα ζώα του δάσους αποφάσισαν να διαλέξουν καινούριο βασιλιά.

Ως τότε, είχανε βασιλιά τους το λιοντάρι, αλλά δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένα απ' αυτό. Γιατί, ενώ το είχανε βγάλει βασιλιά για να τα προστατεύει, το λιοντάρι τα κυνηγούσε και τα 'τρωγε.

Κι όποτε τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν γι' αυτή την κατάσταση, το λιοντάρι τους απαντούσε:

– Είμαι βασιλιάς σας και μου ανήκετε. Μπορώ, λοιπόν, να σας κάνω ό,τι θέλω!

Είδαν κι απόειδαν τα ζώα του δάσους κι αποφάσισαν όλα μαζί -γιατί όλα είχαν παράπονα από το λιοντάρι- να το εκθρονίσουν και να κάνουν βασιλιά άλλο ζώο.

Μια που είχαν όλα μαζί, αποφασίσει, μπόρεσαν εύκολα να πετάξουν το λιοντάρι από το θρόνο του κι έπειτα συγκεντρώθηκαν για να διαλέξουν τον καινούριο βασιλιά. Δυο υποψήφιοι παρουσιάστηκαν για το θρόνο: Η καμήλα κι ο ελέφαντας.

– Εγώ, είπε η καμήλα, είμαι πολύ δυνατή και μπορώ να σκοτώσω και λιοντάρι ακόμα με κλοτσιές και δαγκωνιές. Κι αν χρειαστεί να περπατήσω στην έρημο, μπορώ να κάνω μέρες ολόκληρες χωρίς να πιω νερό.