Выбрать главу

– Εγώ, είπε ο ελέφαντας, είμαι ο πιο δυνατός απ' όλα τα ζώα του δάσους και μπορώ να πιάσω με την προβοσκίδα μου το λιοντάρι και να το κάνω λιώμα με τα πόδια μου. Εμένα μου αξίζει να γίνω βασιλιάς σας.

Αλλά βγήκε στη μέση η μαϊμού και τους είπε:

– Ούτε η καμήλα είναι καλή για το θρόνο γιατί ανέχεται όλους να την πειράζουν, ούτε ο ελέφαντας, γιατί φοβάται το γουρουνόπουλο.

Κι έτσι γι' αυτές τις τιποτένιες αφορμές, έχασαν την ευκαιρία να πάρουν το θρόνο.

Το Μερμήγκι

Στα πολύ παλιά χρόνια, την εποχή που ζούσαν στον Όλυμπο οι δώδεκα θεοί κι είχαν βασιλιά τους το Δία, το μερμήγκι δεν ήταν ακόμα μερμήγκι, αλλά ήταν άνθρωπος.

Η δουλειά του ήτανε γεωργός. Είχε κάτι χωράφια και τα καλλιεργούσε, κι επειδή ήτανε πολύ δουλευτάρης, οι σοδειές του ήταν πάντοτε καλές.

Αλλ' ήταν άπληστος. Όσα κι αν έβγαζε από τα χτήματά του νόμιζε πάντοτε πως ήταν λίγα κι όλο παρακολουθούσε τους γείτονες του κι όλο του φαινότανε πως τα χωράφια τους ήταν καλύτερα από τα δικά του.

Από το κακό του δεν μπορούσε να κοιμηθεί, κι ενώ δούλευε όλη την ημέρα στα χωράφια του, τις νύχτες έμενε άγρυπνος κι έμπαινε στα χωράφια των γειτόνων του για ν' αρπάξει, πότε λίγο στάρι, πότε λίγο καλαμπόκι, πότε κανένα δεμάτι άχυρο, που τα κουβαλούσε στις αποθήκες του.

Ο Δίας που, από τον Όλυμπο, παρακολουθούσε όλα όσα γίνονταν κάτω στη γη, είδε κι εκείνο το γεωργό να κλέβει, κάθε νύχτα από τα χωράφια των γειτόνων του και, για να τον κάνει ν' αφήσει τις κλεψιές, αύξησε τη δική του τη σοδειά. Αλλ' ο άπληστος γεωργός, μόλο που μάζευε κάθε χρόνο περισσότερο καρπό από τα χωράφια του, δεν έπαυε ν' αρπάζει κι από τα χωράφια τα γειτονικά.

Από την αγωνία του να μην του λείψει τίποτα κι από τη δουλειά που έκανε μέρα – νύχτα, είχε γίνει πετσί και κόκαλο, αλλά δεν εννοούσε να σταματήσει.

Τότε θύμωσε μαζί του ο Δίας και τον έκανε μερμήγκι. Μόλο, όμως, που, από άνθρωπος, έγινε μερμήγκι, εκείνος εξακολουθεί ακόμα ν' αρπάζει, μέρα – νύχτα, στάρι, κριθάρι, άχυρο, απ' τα ξένα χωράφια και να τα σοδιάζει στην αποθήκη του.

Το Λιοντάρι, ο Γάιδαρος κι η Αλεπού

Μια φορά, το λιοντάρι, ο γάιδαρος κι η αλεπού αποφάσισαν να βγαίνουν κι οι τρεις μαζί στο κυνήγι και να μοιράζονται όσα πιάνουν.

Το λιοντάρι είχε αρχίσει να γερνάει και σκέφτηκε πως του χρειάζονταν σύντροφοι πιστοί, για να βοηθούνε την ώρα που κυνηγούσε, μια που ένιωθε τις δυνάμεις του να λιγοστεύουν σιγά – σιγά.

Σκέφτηκε όμως πολύ, προτού διαλέξει τους συντρόφους του γιατί δεν ήθελε να είναι ούτε πολύ δυνατοί, ούτε πολύ άγριοι, μήπως το κοροϊδέψουν στη μοιρασιά.

Γι' αυτό πήρε το γάιδαρο, που ήταν δυνατός μόνο στις κλοτσιές και στην αγριοφωνάρα του, και την αλεπού, γιατί ήτανε παμπόνηρη και γρήγορη στο τρέξιμο.

Την πρώτη μέρα, το κυνήγι τους πήγε καλά. Το λιοντάρι που είχε κουραστεί, λέει στο γάιδαρο:

– Μοίρασε συ όσα πιάσαμε!

Ο γάιδαρος, που ήτανε ζώο τίμιο, κάθισε και μοίρασε σε τρία ίσα μέρη το κυνήγι. Όταν το είδε αυτό, το λιοντάρι θύμωσε.

– Παλιογάιδαρε! του φώναξε. Δεν ξέρεις να μοιράζεις.

Και, πέφτοντας απάνω του, τον έφαγε. Έπειτα ξαπλώθηκε κάτω από ένα δέντρο και λέει στην αλεπού:

– Μοίρασε συ τώρα το κυνήγι, κυρά αλεπού.

Εκείνη έβαλε τότε μπροστά του όλο το κυνήγι και κράτησε για τον εαυτό της μόνο δυο κότες.

– Ποιος σ' έμαθε να μοιράζεις τόσο σωστά, κυρά αλεπού; την ρώτησε παραξενεμένο το θηρίο.

– Η συμφορά του γάιδαρου, λιοντάρι μου! αποκρίθηκε θαρρετά η αλεπού.

Η Αλεπού κι ο Ξυλοκόπος

Μια αλεπού είχε ξεμακρύνει από τη φωλιά της ένα πρωί και βρέθηκε σ' ένα μέρος του δάσους, όπου τα δέντρα ήταν αραιά γιατί, εκεί κοντά, καθόταν ένας ξυλοκόπος που δουλειά του ήταν να κόβει δέντρα και να τα πουλάει.

Η αλεπού κοιτούσε γύρω της, ν' ανακαλύψει κανένα κοτέτσι, για να πάει τη νύχτα να το ρημάξει. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα, γιατί εκεί κοντά δεν ήτανε κανένα χωριό.

Στενοχωρεμένη για την ατυχία της, σκέφτηκε να γυρίσει μέσα στο πυκνό δάσος, με την ελπίδα πως θα 'πιανε κανένα πουλί.

Αλλά, καθώς ετοιμαζότανε να μπει στο δάσος, άκουσε μια ντουφεκιά και τινάχτηκε τρομαγμένη, στυλώνοντας τ' αυτιά της. Σε λίγο, μέσα από τα δέντρα του δάσους είδε να 'ρχονται δυο κυνηγοί, με τα τουφέκια τους στα χέρια.

Να μπει μέσα στο δάσος και να κρυφτεί σε τίποτα πυκνούς θάμνους, δεν θα πρόφταινε, γιατί θα την έβλεπαν οι κυνηγοί και θα την τουφεκούσαν.

Ν' απομακρυνθεί από το δάσος, δεν τολμούσε, γιατί ήτανε χειμώνας, κι όλα τα χωράφια γύρω ήταν γυμνά κι οι κυνηγοί θα την έβλεπαν και θα της έριχναν με τα τουφέκια τους.