Выбрать главу

Στριφογυρνούσε σαν τρελή, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά για ένα καταφύγιο και, τέλος, αποφάσισε να πάει στο λοτόμο, που στεκόταν έξω από την καλύβα του και πελεκούσε ένα δέντρο.

– Καλημέρα, κύριε άνθρωπε, του είπε λαχανιασμένη.

– Καλημέρα, κυρά αλεπού, της αποκρίθηκε εκείνος. Πώς από δω;

– Εγώ δεν σε πείραξα ποτέ μου ως τώρα, κύριε άνθρωπε….

– Μα δεν έχω κότες στην καλύβα μου, για να μου τις αρπάξεις.

– Κι αν είχες κότες, πάλι δεν θα σου τις πείραζα, γιατί είμαστε γείτονες και θέλω να τα 'χω καλά με τους γείτονές μου.

– Είσαι έξυπνη, κυρά αλεπού.

– Τώρα θα μου κάνεις μια χάρη, κύριε άνθρωπε;

– Τι χάρη θέλεις να σου κάνω, κυρά αλεπού;

– Να μ' αφήσεις να κρυφτώ μέσα στην καλύβα σου.

– Και γιατί;

– Είδα κάτι κυνηγούς και φοβάμαι μη με σκοτώσουν.

– Τότε κρύψου, κυρά αλεπού, μια που είσαι καλή γειτόνισσα και δεν μου τρως τις κότες που δεν έχω.

– Κάνε μου κι άλλη μια χάρη, κύριε άνθρωπε.

– Τι χάρη;

– Αν έρθουν οι κυνηγοί και σε ρωτήσουν, μην τους πεις πού είμαι κρυμμένη.

– Έννοια σου και δεν θα τους το πω, της υποσχέθηκε αυτός.

Η αλεπού έτρεξε μέσα στην καλύβα να κρυφτεί κι ο ξυλοκόπος εξακολούθησε τη δουλειά του.

Σε λίγο, ήρθαν κοντά του οι δυο κυνηγοί.

– Καλημέρα, του είπαν. Μήπως είδες πού κρύφτηκε μια αλεπού, που κυνηγάμε; τον ρώτησαν.

– Όχι, δεν την είδα, αποκρίθηκε φωναχτά ο ξυλοκόπος, για να τον ακούσει η αλεπού.

Αλλά, με το δάχτυλο του, έδειξε την καλύβα, για να δώσει στους κυνηγούς να καταλάβουν πού ήτανε κρυμμένη. Εκείνοι, όμως, δεν το πρόσεξαν κι εξακολούθησαν το δρόμο τους.

Όταν απομακρύνθηκαν αρκετά, η αλεπού βγήκε από την καλύβα κι έκανε να φύγει, χωρίς να πει τίποτα.

– Πού πας; την ρώτησε ο ξυλοκόπος. Δε θα μου πεις ούτε ένα ευχαριστώ που δεν σε πρόδωσα;

– Θα σου 'λεγα ευχαριστώ, του αποκρίθηκε η αλεπού, αν έκανε και το χέρι σου, ό,τι έκανε το στόμα σου.

Ο Ψαράς με τη φλογέρα

Ένας ψαράς πήγαινε κάθε μέρα σε μιαν ερημική ακρογιαλιά και ψάρευε, πότε με καθετή, πότε με πεζόβολο.

Καμιά φορά, έπιανε αρκετά ψάρια, έρχονταν όμως μέρες που δεν έπιανε τίποτα και τότε στενοχωριόταν, γιατί δεν ήξερε άλλη δουλειά κι απ' αυτά τα ψάρια, που έπιανε, περίμενε να ζήσει.

Τα βράδια, που πήγαινε στην καλύβα του και καθότανε να ξεκουραστεί, έπαιρνε τη φλογέρα του κι έπαιζε κανένα σκοπό. Ήξερε να παίζει καλή φλογέρα κι όταν ήτανε στενοχωρημένος έπαιζε σκοπούς θλιβερούς, κι αν πάλι είχε πιάσει αρκετά ψάρια κι ήταν ευχαριστημένος, έπαιζε χαρούμενους σκοπούς.

Ένα πρωί, που ετοιμαζότανε να πάει στο ψάρεμα, είπε μέσα του:

«Δεν παίρνω μαζί μου και τη φλογέρα; Τα ψάρια αγαπούνε τη μουσική, γιατί άκουσα να λένε πως τα δελφίνια, όταν ακούσουν μουσική σε κανένα καράβι, μαζεύονται στην επιφάνεια της θάλασσας και το ακολουθούν, ώσπου να σταματήσει η μουσική».

Πήρε λοιπόν τα σύνεργα της ψαρικής, πήρε και τη φλογέρα του και πήγε στην ερημική ακρογιαλιά κι ανέβηκε σ' ένα βράχο, που ήταν αρκετά ψηλός κι έγερνε πάνω στη θάλασσα.

«Ας μη ρίζω τον πεζόβολο», σκέφτηκε. «Ας παίξω πρώτα με τη φλογέρα μου κανένα σκοπό, για να μαζευτούνε πολλά ψάρια κι έπειτα ρίχνω τον πεζόβολο και τα πιάνω».

Απόθεσε λοιπόν πάνω στο βράχο, πλάι του, τον πεζόβολο, έβγαλε τη φλογέρα του κι άρχισε να παίζει ένα χαρούμενο σκοπό.

Όσο έπαιζε, είχε καρφωμένα τα μάτια του στη θάλασσα, που ήταν ήρεμη κι έλαμπε σαν καθρέφτης, αλλά δεν είδε κανένα ψάρι να βγάζει το κεφάλι του πάνω από τα νερά, για ν' ακούσει καλύτερα τη φλογέρα.

«Ίσως να μην τους άρεσε αυτός ο σκοπός», σκέφτηκε ο ψαράς.

Κι άρχισε έναν άλλον.

Μα κι εκείνος δεν έφερε κανένα ψάρι στην επιφάνεια των νερών.

Έπαιξε όλους τους χαρούμενους σκοπούς που ήξερε κι η θάλασσα απόμενε πάντα σαν καθρέφτης και κανένα ψάρι δεν φαινότανε.

«Ας παίξω σκοπούς λυπητερούς», είπε μέσα του ο ψαράς. «Μπορεί αυτοί να τους αρέσουν καλύτερα».

Όσο κι αν έπαιξε όμως, όλους τους λυπητερούς σκοπούς που ήξερε, δεν πέτυχε τίποτα.

Θύμωσε τότε, άφησε πλάι του τη φλογέρα κι έριξε τον πεζόβολο στη θάλασσα.

– Ας δοκιμάσω μ' αυτό που ξέρω, μουρμούρισε.

Όταν, ύστερα από λίγη ώρα, τράβηξε τον πεζόβολο και τον άδειασε στην αμμουδιά, χύθηκαν από μέσα του κόσμου τα ψάρια, που σπαρταρούσαν πάνω στην άμμο.

– Τόση ώρα, που σας έπαιζα τη φλογέρα μου δεν χορεύατε κι αρχίσατε το χορό τώρα που δεν παίζω κανένα σκοπό! τους είπε ο ψαράς γελώντας.

Τρία Βόδια κι ένα Λιοντάρι