Выбрать главу

Σ' ένα λιβάδι, κοντά σ' ένα πυκνό, άγριο δάσος ζούσανε κάποτε τρία βόδια.

Ήταν και τα τρία καλοκαμωμένα, δυνατά, με μεγάλα κέρατα κι ήταν τόσο αγαπημένα μεταξύ τους, ώστε δεν χώριζαν ποτέ: Μαζί έβοσκαν το παχύ χορτάρι του λιβαδιού, μαζί έπιναν νερό, σ' ένα ποταμάκι, που περνούσε εκεί κοντά, μαζί κοιμόντουσαν κάτω από ένα δέντρο, με πυκνό φύλλωμα, που υψωνότανε καταμεσής στο λιβάδι.

Στο γειτονικό, άγριο δάσος, ζούσε ένα λιοντάρι.

Το λιοντάρι κυνηγούσε μέσα στο δάσος, όταν ένα πρωί, που πήγαινε στη σπηλιά του ν' αναπαυτεί, πέρασε τυχαία από την άκρη του δάσους κι είδε τα τρία βόδια.

«Αυτό είναι φαγητό για μένα!», σκέφτηκε.

Κι αντί να πάει στη σπηλιά του, κρύφτηκε πίσω από κάτι πυκνούς θάμνους, για να παρακολουθήσει τα βόδια.

Όλη εκείνη την ημέρα όμως, που έμεινε άγρυπνο, παρακολουθώντας τα βόδια, πρόσεξε πως πήγαιναν πάντοτε και τα τρία μαζί. Δεν χώριζαν ποτέ, ούτε στη βοσκή, ούτε στο πότισμα, ούτε στον ύπνο.

Όσο κι αν επιθυμούσε να τα φάει, το λιοντάρι ήταν αρκετά έξυπνο ώστε να καταλαβαίνει πως του ήταν αδύνατο. Γιατί ποτέ του δεν θα μπορούσε να τα βάλει με τρία βόδια συγχρόνως, που θα το χτυπούσαν με τις οπλές τους και θα το τρυπούσαν με τα κέρατά τους.

«Θα περιμένω να χωρίσουν», σκέφτηκε το λιοντάρι και πήγε να κοιμηθεί.

Από τότε, παρακολουθούσε κάθε μέρα, μέσα από τους θάμνους του άγριου δάσους, τα τρία βόδια, αλλά δεν τα είδε ποτέ να χωρίζουν. Τόσο αγαπημένα ήταν!

Αντί ν' απελπιστεί, το λιοντάρι σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την πονηριά, για να πετύχει το σκοπό του, μια που, με τη δύναμή του μονάχα, δεν θα μπορούσε ποτέ να νικήσει και τα τρία βόδια και να τα φάει.

Μια μέρα, λοιπόν, φώναξε σ' ένα από τα τρία βόδια, που βοσκούσε στην άκρη του δάσους, λίγο μακρύτερα από τ' άλλα δυο:

– Άκουσε, φίλε μου. Πρόσεχε τους δυο συντρόφους σου. γιατί έμαθα πως θέλουν να σε σκοτώσουν, για να χουν αυτοί οι δυο περισσότερη βοσκή. Κοίταξε πώς κρυφομιλάνε και σε κοιτάζουν….

Το κουτό το βόδι έστρεψε το χοντροκέφαλό του, είδε. πραγματικά, τους δυο συντρόφους του να κρυφομιλάνε και πίστεψε στα λόγια του λιονταριού. Από κείνη την ημέρα, όλο και ξεμάκραινε από τ' άλλα δυο βόδια, ώσπου βοσκούσε, έπινε νερό και πλάγιαζε μοναχό του.

Ύστερα από λίγες μέρες, το λιοντάρι βρήκε ευκαιρία κι είπε τα ίδια στο δεύτερο βόδι. Κι εκείνο πίστεψε τα λόγια του και ξεμάκρυνε, σιγά – σιγά, από το σύντροφο του.

Τώρα στο μεγάλο εκείνο λιβάδι, με το παχύ χορτάρι τα τρία βόδια, που ήταν άλλοτε τόσο μονοιασμένα, βοσκούσαν σε μεγάλη απόσταση το 'να από τ' άλλο, έπιναν νερό στο ποταμάκι σε ώρες διαφορετικές και πλάγιαζαν κάτω από το δέντρο όσο μπορούσαν πιο μακριά το ένα από τ' άλλο.

Κι έτσι, το λιοντάρι βρήκε την ευκαιρία που ήθελε: Ένα πρωί βγήκε ξαφνικά μέσα από το πυκνό δάσος, πήδησε πάνω στη ράχη ενός βοδιού, του έσπασε τον τράχηλο με τα σιδερένια του δόντια και το 'φαγε, χωρίς τ' άλλα δυο, που ήταν μακρύτερα και χωρισμένα, να τολμήσουν να του επιτεθούν.

Την άλλη μέρα έφαγε το δεύτερο βόδι και την παράλλη και το τελευταίο.

Κι έτσι την έπαθαν τα κουτά βόδια, που πίστεψαν τα ψεύτικα λόγια ενός εχθρού και ξέχασαν τη φιλία που τα κρατούσε ενωμένα τόσον καιρό και τα προφύλαγε από κάθε κίνδυνο.

Το Άλογο κι ο Γάιδαρος

Ένας άνθρωπος είχε ένα άλογο κι ένα γάιδαρο. Το άλογο το είχε για να το καβαλικεύει, ενώ το γάιδαρο τον είχε να τον φορτώνει.

Ο καημένος ο γάιδαρος έκανε κάθε μέρα δρόμους πάντοτε φορτωμένος βαριά, ενώ το άλογο, οπότε δεν το καβαλίκευε το αφεντικό του, έμενε στο παχνί του κι έτρωγε σανό, ή στο λιβάδι και βοσκούσε ελεύθερο.

Όταν βρίσκονταν στο παχνί και τα δυο μαζί, ο γάιδαρος παραπονιότανε στο σύντροφο του για την κούρασή του και το άλογο του έλεγε:

– Γιατί παραπονιέσαι, αφού είσαι γάιδαρος; Δεν ξέρεις πως οι γάιδαροι είναι γεννημένοι για να κουβαλάνε φορτώματα;

– Γιατί δεν μ' αφήνει κι εμένα το αφεντικό μας ν' αναπαυτώ μια μέρα, όπως αφήνει τόσο συχνά εσένα;

– Είμαι άλογο και τ' άλογα έχουν ευγενικιά καταγωγή και γι' αυτό τα περιποιούνται οι άνθρωποι.

Από το πολύ το φόρτωμα κι από τις πολλές πορείες, ο γάιδαρος είχε γίνει πετσί και κόκαλο, ενώ το άλογο ήταν καλοθρεμμένο και το πετσί του γυάλιζε.

Μια μέρα, ο άνθρωπος που είχε τα δυο ζώα φόρτωσε βαριά το γάιδαρο, καβαλίκεψε το άλογο και ξεκίνησε να πάει στη χώρα. Η απόσταση ήταν μεγάλη, ο καιρός ζεστός και το βαρυφορτωμένο γαϊδούρι αγκομαχούσε.

– Κάνε μου τη χάρη να σηκώσεις λίγο από το βάρος μου, παρακάλεσε το άλογο ο γάιδαρος.

– Είσαι τρελός; του αποκρίθηκε εκείνο. Εγώ δεν καταδέχομαι να σηκώνω φορτία.

– Λυπήσου με και βοήθησέ με γιατί δεν αντέχω πια!