Выбрать главу

Τα δυο κοπάδια βόσκησαν μαζί, πηδώντας από βράχο σε βράχο, έπαιξαν, κυνηγήθηκαν κι όταν κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος, είχανε πιάσει μεγάλες φιλίες.

Στο μεταξύ, ο γιδοβοσκός ξύπνησε, είδε πως τα γίδια δεν ήταν μέσα στο δάσος κι έτρεξε, τρομαγμένος, να τα βρει. Τα βρήκε στην πλαγιά του βουνού, που ήταν γυμνή από δέντρα, και πρόσεξε πως, ανάμεσά τους, βρίσκονταν και πολλά αγριοκάτσικα.

«Αν τα καταφέρω και τα κλείσω στο μαντρί, θα κάνω την τύχη μου!», είπε μέσα του.

Ήξερε πως τ' αγριοκάτσικα δεν πιάνονται εύκολα, γιατί είναι πολύ πονηρά και πολύ γρήγορα στο τρέξιμο. Σκέφτηκε λοιπόν να τ' αφήσει λίγην ώρα ακόμη να βοσκήσουν μαζί με τα δικά του γίδια, που είχανε βαρεθεί πια να ψάχνουν για κανένα θάμνο στην αγριοτοπιά και κατέβαιναν προς το δάσος, όπου η βλάστηση ήτανε πιο πυκνή.

Όταν έφτασαν πια μέσα στο δάσος, ο γιδοβοσκός έτρεξε προς την αγριοτοπιά, κι από κει άρχισε να φωνάζει στα γίδια του και να τους ρίχνει πέτρες, για να τ' αναγκάσει να γυρίσουν στο μαντρί.

Τα γίδια, συνηθισμένα κάθε βράδυ από τις φωνές του και τις πέτρες του, πήρανε το μονοπάτι, αλλά τ' αγριοκάτσικα θέλησαν να φύγουν: Τα πιο μεγάλα απ' αυτά το κατόρθωσαν και, πηδώντας σαν τρελά από βράχο σε βράχο, βγήκαν από το δάσος κι ανέβηκαν στη βουνοκορφή.

Τα μικρότερα όμως, καθώς ήταν στριμωγμένα ανάμεσα στα γίδια, δεν πρόφτασαν να ξεφύγουν κι έτσι πήγανε μαζί τους στο μαντρί.

Ο γιδοβοσκός ήτανε κατενθουσιασμένος, γιατί, ανάμεσα στα γίδια του, ήταν και καμιά δεκαριά αγριοκάτσικα.

– Θα τα ημερώσω, μουρμούρισε, κι αυτά θα μου γεννήσουν του χρόνου κατσικάκια και, σιγά – σιγά, θα διπλασιάσω το κοπάδι μου.

Και, για να τα ημερώσει πιο γρήγορα, σκέφτηκε να τα περιποιηθεί περισσότερο από τα γίδια του. Μοίρασε λοιπόν το χορτάρι κι έβαλε λιγότερο στα γίδια του και το πιο πολύ στ' αγριοκάτσικα, που ποτέ τους δεν είχανε φάει τόσο πολύ, όσο εκείνο το βράδυ.

Τα γίδια πειράχτηκαν όταν είδαν πώς τους φερνόταν ο γιδοβοσκός, αλλά δεν είπαν τίποτα, γιατί νύσταζαν κι ήθελαν να κοιμηθούν.

Το άλλο το πρωί, ο γιδοβοσκός άνοιξε το μαντρί κι έβγαλε τα ζώα, γίδια κι αγριοκάτσικα μαζί, να τα πάει στη βοσκή.

«Μπορεί να 'χω την τύχη να πιάσω κι άλλα σήμερα», είπε μέσα του.

Μόλις όμως έφτασαν στο δάσος, τ' αγριοκάτσικα ξέκοψαν από το κοπάδι κι άρχισαν να τρέχουν σαν τρελά προς την αγριοτοπιά.

– Πού πάτε; τους φώναξε παραξενεμένος ο γιδοβοσκός. Εγώ σας περιποιήθηκα καλύτερα από τα γίδια μου και σεις δείχνεστε τόσο αχάριστα;

Ένα αγριοκάτσικο στράφηκε τότε και του είπε: -Ίσια – ίσια γι' αυτό φεύγουμε κι εμείς. Μας περιποιήθηκες χτες το βράδυ και ξέχασες τα γίδια σου, που τα 'χεις τόσον καιρό. Αν έρθουν άλλα αγριοκάτσικα σήμερα στο μαντρί σου, θα περιποιηθείς εκείνα και θα ξεχάσεις εμάς…

Ο Λύκος ο χορτάτος και το Πρόβατο

Μια μέρα, ένας λύκος έπεσε μέσα σ' ένα μαντρί κι άρπαξε έξι πρόβατα. Τα δάγκωνε από το λαιμό, τα έσερνε ένα – ένα μέσα στο δάσος και τα 'τρωγε.

Αλλ' έφαγε τόσο πολύ, ώστε το έκτο πρόβατο τ' άφησε μισοφαγωμένο, γιατί η κοιλιά του είχε πρηστεί και δεν χωρούσε άλλο.

Κίνησε τότε να πάει σε μια πηγή του δάσους για να πιει νερό. Προχωρούσε αργά, γιατί τον βάραινε η κοιλιά του και με δυσκολία έσερνε τα πόδια του.

Ένα πρόβατο, μόλις είχε πέσει ο λύκος στο μαντρί, το 'χε βάλει στα πόδια, κατατρομαγμένο και τριγυρνούσε μέσα στο δάσος, ψάχνοντας να βρει ένα μέρος σίγουρο, για να κρυφτεί.

Εκεί που τριγυρνούσε, όμως, είδε αντίκρυ του το λύκο και, από τον τρόμο του, σωριάστηκε καταγής.

Ο λύκος, συνηθισμένος να κυνηγάει πρόβατα, πήγε κοντά του, μόλο που δεν είχε πια καμιά όρεξη για φαγητό. Μύρισε το πεσμένο πρόβατο, που έτρεμε ολόκληρο από το φόβο του και του είπε:

– Άκουσε, πρόβατο, αν μου πεις τρία πράγματα, που να καταλάβω πως είναι αληθινά, θα σ' αφήσω να φύγεις και δεν θα σε πειράξω καθόλου.

Το πρόβατο, μόλο που δεν πίστεψε στα λόγια του λύκου, αποφάσισε να του μιλήσει ειλικρινά, γιατί, έτσι κι αλλιώς, νόμιζε πως ήτανε χαμένο.

– Θα 'θελα να μη σ' έβρισκα στο δρόμο μου! του είπε αποφασιστικά.

Ο λύκος κούνησε το κεφάλι του.

– Αυτό το πιστεύω, είπε, είναι αληθινό. Τι άλλο θα μου πεις;

– Κι αν ήτανε να σ' ανταμώσω, συνέχισε πιο θαρρετά τώρα το πρόβατο, θα 'θελα να ήσουνα στραβός, για να μη με δεις.

– Κι αυτό το πιστεύω, παραδέχτηκε ο λύκος, κουνώντας το κεφάλι του. Είναι αληθινό. Τι άλλο θα μου πεις τώρα;

Αλλά το πρόβατο είχε πάρει πια θάρρος και του είπε με μίσος:

– Θα 'θελα να ψοφήσετε όλοι εσείς οι λύκοι, γιατί μας κυνηγάτε και μας τρώτε, ενώ εμείς δεν σας πειράζουμε ποτέ.