Выбрать главу

– Κι αυτό είναι αληθινό και το πιστεύω! μουρμούρισε ο λύκος.

Κι έφυγε, κουνώντας το κεφάλι του.

Γιατί κι ο πιο κακός, παραδέχεται καμιά φορά την αλήθεια.

Ο Γάιδαρος που έφυγε οτο δάσος και η Αλεπού

Μια φορά, ένας γάιδαρος, που βαρέθηκε πια να κουβαλάει απο το πρωί ως το βράδυ φορτώματα και να τρώει και ξύλο, το 'σκασε από το αφεντικό του και κρύφτηκε σ' ένα δάσος, αποφασισμένος να ζήσει πια ελεύθερος.

Σε λίγο, αντάμωσε μιαν αλεπού.

– Πού πας, κυρ – γάιδαρε; τον ρώτησε εκείνη περίεργη.

– Πάω όπου να 'ναι! της αποκρίθηκε.

Και της διηγήθηκε την ιστορία του και την απόφαση που είχε πάρει, για να ζήσει πια ελεύθερος μέσα στο δάσος.

– Έχεις δίκιο, παραδέχτηκε η αλεπού. Ας κάνουμε συντροφιά κι ας κυνηγούμε μαζί.

– Μ' όλη μου την καρδιά! δέχτηκε ενθουσιασμένος ο γάιδαρος.

Η πονηρή η αλεπού του είχε κάνει εκείνη την πρόταση, όχι γιατί χρειαζότανε σε τίποτα το γάιδαρο, που έτρωγε μόνο χόρτα, ενώ αυτή ορεγότανε τις κότες, αλλά γιατί σκέφτηκε πως, ίσως, καμιά μέρα, της φανεί ωφέλιμος.

Τριγυρνούσαν λοιπόν, από τότε, συντροφιά μέσα στο δάσος ο γάιδαρος έβοσκε κι η αλεπού κυνηγούσε κι ήταν ελεύθεροι κι ευχαριστημένοι κι οι δυο τους.

Όπου, μια μέρα, αντάμωσαν στο δρόμο τους ένα λιοντάρι.

Ο γάιδαρος ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια, αλλ' η αλεπού τον εμπόδισε.

– Πού θα πας; τον ρώτησε. Το λιοντάρι, με δυο πηδήματα, θα σε φτάσει. Στάσου να πάω να του μιλήσω εγώ…

Κι αφήνοντας το γάιδαρο πήγε κοντά στο λιοντάρι.

– Καλημέρα, βασιλιά μου, του είπε, σιγανά, για να μην την ακούσει ο σύντροφος της. Ήρθα να σου παραδώσω το γάιδαρο, που είναι καλοθρεμμένος..

– Και πώς θα μου τον παραδώσεις; ρώτησε, απορώντας το λιοντάρι.

– Εδώ πιο πέρα, οι άνθρωποι έχουνε στήσει ένα δόκανο, για να πιάσουν εμένα, ή κανένα λύκο. Αλλ' εγώ είμαι έξυπνη και ξέρω να φυλάγομαι. Θα πάω λοιπόν το γάιδαρο εκεί πέρα, θα πιαστεί στο δόκανο και συ θα τον φας με την ησυχία σου.

– Έτσι ας γίνει! είπε το λιοντάρι.

Γύρισε τότε η αλεπού, χαρούμενη, στο σύντροφο της κι εκείνος την ρώτησε περίεργος:

– Τι του είπες;

– Του είπα ότι εμείς το αγαπούμε και το σεβόμαστε και το παρακάλεσα να μη μας πειράξει. Δέχτηκε, μόνο που δεν πρέπει, λέει, να κυνηγάμε και να βόσκουμε σ' αυτό το μέρος, γιατί είναι, λέει, δική του περιοχή. Τι μας νοιάζει; Έλα μαζί μου κι εγώ θα σου δείξω ένα μέρος όπου το χορτάρι είναι πιο παχύ και πιο φρέσκο.

Και τον πήγε εκεί, όπου ήξερε πως ήτανε στημένο το δόκανο.

Ο απονήρευτος γάιδαρος την ακολούθησε κι άρχισε να βόσκει ανύποπτος. Σε λίγο, όμως, πάτησε στο δόκανο και πιάστηκε το πόδι του.

Η αλεπού έτρεξε αμέσως να βρει το λιοντάρι.

– Σου τον έπιασα! φώναξε χαρούμενη. Πήγαινε να τον φας!

– Πρώτα θα φάω εσένα, που είσαι άπιστη! της είπε το λιοντάρι. Όσο για το γάιδαρο, μπορεί να περιμένει, πιασμένος καθώς είναι στο δόκανο.

Κι έφαγε πρώτα την αλεπού κι έπειτα το γάιδαρο.

Κι έτσι την έπαθε η αλεπού, γιατί θέλησε να στήσει παγίδα στο σύντροφο της.

Ο Γάιδαρος που έκανε πως κούτσαινε κι ο Λύκος

Ένας γάιδαρος είχε κουραστεί μια μέρα πολύ, γιατί, από το πρωί ως το μεσημέρι, κουβαλούσε μεγάλα δεμάτια σανό απ' το χωράφι στο σπίτι του αφεντικού του κι εκείνο το δρόμο τον είχε κάνει πάνω από δέκα φορές ως αργά μετά το μεσημέρι.

Το αφεντικό του, όμως, ήτανε καλός άνθρωπος και λυπότανε το καημένο το ζώο. Το είδε λοιπόν τόσο κουρασμένο και σκέφτηκε να το αφήσει ν' αναπαυτεί και να συνεχίσει την άλλη μέρα τη μεταφορά του υπόλοιπου σανού.

Πήρε το γάιδαρο, του έβγαλε το σαμάρι και τα χαλινάρια, τον πήγε σ' ένα λιβάδι, κοντά στο δάσος, όπου το χορτάρι ήτανε παχύ και τρυφερό και τον άφησε ελεύθερο.

– Φάε τώρα και ξεκουράσου! του είπε.

Κι έφυγε, για να γυρίσει στο χωριό του.

Ο γάιδαρος άρχισε να τρώει, κι όσο έτρωγε από κείνο το νόστιμο χορτάρι, τόσο ένιωθε να του φεύγει η κούραση. Ήτανε τώρα χαρούμενος και, βόσκοντας ολοένα, πλησίασε προς το δάσος.

Αλλά, μέσα σ' εκείνο το δάσος, έμενε ένας λύκος. Ο λύκος άκουσε το γάιδαρο, που γκάριζε ευχαριστημένος από την ελευθερία του κι από το άφθονο χορτάρι και βγήκε μέσα από τα δέντρα του δάσους.

Ο γάιδαρος τον είδε και κατάλαβε αμέσως πως κινδύνευε, γιατί το σπίτι του αφεντικού του ήτανε πολύ μακριά από το λιβάδι, κι ώσπου να φτάσει εκεί πέρα, όσο γρήγορα κι αν έτρεχε, ο λύκος θα τον έφτανε και θα τον έτρωγε.

Αλλ' ο γάιδαρος ήταν έξυπνος, κι αντί να τρομάξει και να το βάλει στα πόδια, έκανε πως δεν είδε το λύκο κι εξακολούθησε να βόσκει το παχύ χορτάρι. Μόνο που, τώρα, έκανε πως κούτσαινε από το πισινό του πόδι.