Выбрать главу

Ο λύκος πάλι ήτανε πολύ περίεργος κι όταν είδε το γάιδαρο να κουτσαίνει, θέλησε να μάθει τι είχε πάθει.

– Καλημέρα, κυρ – γάιδαρε, του είπε πηγαίνοντας κοντά του.

– Καλημέρα, κυρ – λύκο, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς να δείξει ότι τον φοβάται.

– Βλέπω ότι κουτσαίνεις…

– Ναι, μπήκε ένα αγκάθι στο πόδι μου και πονάω πολύ.

– Τώρα θα πάψεις να πονάς, γιατί θα σε φάω, είπε ο λύκος.

– Το ξέρω πως θα με φας, αποκρίθηκε ο γάιδαρος, αλλά πρόσεχε μη δηλητηριαστείς.

– Πώς θα δηλητηριαστώ;

– Τρώγοντάς με. Γιατί το αγκάθι, που χώθηκε στο πόδι μου, είναι δηλητηριασμένο κι άμα με φας θα δηλητηριαστείς αμέσως. Γι' αυτό, άλλωστε, δεν με νοιάζει που θα με φας, γιατί εγώ, έτσι κι έτσι, ήμουνα χαμένος… Σε λυπάμαι όμως, κυρ – λύκο μου. Γι' αυτό, αν θέλεις να μη δηλητηριαστείς, βγάλε πρώτα το αγκάθι από το πόδι μου κι έπειτα φάε με ήσυχος.

– Σ' ευχαριστώ που με προειδοποίησες, είπε ο λύκος. Σε ποιο πόδι σου χώθηκε το αγκάθι;

– Στο δεξί το πισινό. Να, κοίταξέ το να δεις πώς θα το βγάλεις.

Κι ο γάιδαρος σήκωσε το δεξί πισινό πόδι του, και καθώς ο λύκος έσκυβε να δει πού ήτανε χωμένο το αγκάθι, του δίνει μια δυνατή κλοτσιά και του σπάζει το κεφάλι.

– Καλά να πάθω! μουρμούρισε ο λύκος, προτού πεθάνει. Ο πατέρας μου μ' είχε μάθει τη δουλειά του χασάπη. Τι μου ήρθε να κάνω το γιατρό;

Τα παιδιά του Γεωργού που μάλωναν

Ένας γεωργός είχε έξι αγόρια. Όταν ήταν μικρά, ήταν ευχαριστημένος που απόκτησε τόσα παιδιά, γιατί, όταν μεγάλωναν, θα τον βοηθούσαν στη δουλειά.

Είχε όμως ένα παράπονο απ' αυτά: όλο μάλωναν μεταξύ τους και ποτέ τους δεν μόνοιαζαν. Όσο ήταν σε μικρή ηλικία, δεν έδινε και τόση σημασία, γιατί νόμιζε πως, μεγαλώνοντας, θα διορθώνονταν. Αλλ' εκείνα, όσο μεγάλωναν τόσο δε χώνευαν το ένα τ' άλλο, και πιάνονταν με το παραμικρό.

Και το χειρότερο ήταν που, καθώς μάλωναν διαρκώς μεταξύ τους, δεν έκαναν καμιά δουλειά σωστή.

Ο καημένος ο πατέρας τους τα συμβούλευε, αλλ' εκείνα δεν τον άκουγαν. Τα χωράφια έμεναν απεριποίητα, τα ζώα το ίδιο, κι ο γεωργός κόντευε να τρελαθεί από την απελπισία του.

Μια μέρα όμως, σκέφτηκε ν' αλλάξει τακτική.

Κάλεσε τα παιδιά του και τους είπε να του φέρουν καμιά δεκαριά βέργες από λυγαριά.

Εκείνα του τις έφεραν κι ο γεωργός τις έδεσε όλες μαζί και τους είπε:

– Όποιος σπάσει αυτές τις βέργες, θα κληρονομήσει όλη την περιουσία μου, όταν πεθάνω.

Έπιασε ο μεγαλύτερος το δεμάτι με τις βέργες, δοκίμασε, έβαλε όλη του τη δύναμη, αλλά, δεν μπόρεσε να τις σπάσει.

Δοκίμασε ο δεύτερος, ο τρίτος, δοκίμασαν όλοι, αλλά κανένας δεν το κατόρθωσε.

Τότε ο πατέρας τους έλυσε το δεμάτι κι έδωσε μια βέργα στον καθένα.

– Σπάστε τη! είπε.

Φυσικά, και τα έξι παιδιά έσπασαν τη βέργα, που είχε πάρει το καθένα τους.

– Αυτό να σας γίνει μάθημα, τους είπε ο πατέρας τους. Μια – μια, οι βέργες σπάζουν εύκολα. Όλες μαζί όμως δεν σπάζουν, ό,τι και να κάνετε. Και σεις σαν τις βέργες είσαστε. Αν εξακολουθείτε να μαλώνετε, ένας – ένας σας θα καταστραφεί. Αν μονοιάσετε όμως και κοιτάζετε όλοι μαζί τις δουλειές μας, τότε θα γίνετε πλούσιοι και κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να σας βλάψει.

Τα παιδιά κατάλαβαν εκείνο το μάθημα κι από κείνη την ημέρα δεν μάλωσαν πια μεταξύ τους, γιατί ήξεραν τώρα πως η ομόνοια φέρνει τη δύναμη και την επιτυχία.

Οι Βάτραχοι που ζητούσαν Βασιλιά

Σ ένα μεγάλο βάλτο στα παλιά, πολύ παλιά χρόνια, ζούσανε πολλοί βάτραχοι. Όλη μέρα κι όλη νύχτα, άκουγες, σ' εκείνο τον απέραντο βάλτο:

– Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ! Κι όλη μέρα κι όλη νύχτα, άκουγες θυμωμένα «Βρεκεκέξ», πότε εδώ, πότε εκεί, γιατί πάντοτε υπήρχαν βάτραχοι, που θα μάλωναν μεταξύ τους, πότε για το' να και πότε για τ' άλλο.

Οι γεροντότεροι βάτραχοι, που δεν ήταν πια ζωηροί, σαν άλλοτε, κι έτσι δεν είχαν καμιάν όρεξη, ούτε και μπορούσαν να μαλώσουν, κουνούσαν θλιβερά τις χοντροκεφαλές τους κι έλεγαν:

– Βρεκεκέξ! Μόνο εδώ στο βάλτο σ' εμάς τους βατράχους γίνεται αυτό το κακό.

– Βρεκεκέξ! Κοιτάχτε τις αγριόπαπιες. Τις κυνηγούν οι άνθρωποι μέσα στο βάλτο, αλλ' αυτές δεν κυνηγιούνται αναμεταξύ τους.

– Βρεκεκέξ! Είναι γιατί έχουν βασιλιά!

– Βρεκεκέξ! Τι είναι βασιλιάς;

– Βρεκεκέξ! Αυτός που τους κυβερνάει και λύνει τις διαφορές τους για να μη μαλώνουν.

– Βρεκεκέξ! Θέλουμε κι εμείς βασιλιά!

– Κοάξ! Κοάξ! Θέλουμε βασιλιά.

Όλοι τώρα οι βάτραχοι άρχισαν να φωνάζουν ότι θέλουν βασιλιά κι άκουγες από παντού «Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!» τόσο πολλά και τόσο δυνατά, ώστε εκείνες οι φωνές έφτασαν και στον ουρανό, ψηλά στον Όλυμπο, εκεί όπου έμεναν οι δώδεκα θεοί.