Выбрать главу

Άκουσε τις φωνές των βατράχων ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών και σούφρωσε τα φρύδια του. Ακούστηκαν τότε κάτι δυνατές βροντές κι αμέσως οι βάτραχοι σώπασαν κατατρομαγμένοι. Γιατί πάντοτε, όταν κουνούσε τα φρύδια του ο Δίας, ακούγονταν δυνατές βροντές κι όλος ο κόσμος, άνθρωποι και ζώα, τρόμαζαν.

– Τι έχετε και φωνάζετε, σεις οι βάτραχοι, μέσα στο βάλτο; ρώτησε ο Δίας.

– Βρεκεκέξ! Δία μου, θέλουμε βασιλιά! είπαν με σεβασμό οι γέροι βάτραχοι. Θέλουμε βασιλιά, για να μας κυβερνάει και να μη μαλώνουμε!

Γέλασε ο Δίας με τη βλακεία τους και, για να τους ξεφορτωθεί, πήρε ένα πεσμένο γέρικο έλατο και το 'ριξε μέσα στο βάλτο.

– Πάρτε το βασιλιά σας! φώναξε.

Το γέρικο έλατο έπεσε βροντώντας μέσα στο βάλτο κι οι βάτραχοι κρύφτηκαν κατατρομαγμένοι. Όταν συνήλθαν κάπως από τον τρόμο τους, μαζεύτηκαν όλοι γύρω του και το θαύμαζαν. Έπειτα όμως, βλέποντας πως δεν κουνιόταν, ούτε μιλούσε, ανέβηκαν απάνω του κι άρχισαν να πηγαινοέρχονται, για να βρούνε το στόμα του και τ' αυτιά του. Και, καθώς είχανε μαζευτεί χιλιάδες πάνω στο γέρικο έλατο, δεν άργησαν να μαλώσουν μεταξύ τους κι οι φωνές τους και τα «Βρεκεκέξ» τους ξύπνησαν το Δία, που κοιμόταν εκείνη την ώρα.

– Τι θέλετε, βάτραχοι, και φωνάζετε; τους ρώτησε θυμωμένος. Μου ζητήσατε βασιλιά και σας έδωσα. Γιατί δεν μονοιάζετε τώρα;

– Γιατί ο βασιλιάς που μας έστειλες ούτε σαλεύει, ούτε μιλάει! του εξήγησαν οι γέροι βάτραχοι.

– Πολύ καλά! αποκρίθηκε ο Δίας.

Και, πιάνοντας με τη χούφτα του μερικές νεροφίδες, τις έριξε μέσα στο βάλτο.

– Σας στέλνω άλλους βασιλιάδες! φώναξε.

Οι καινούριοι βασιλιάδες όμως, ούτε ακίνητοι, ούτε αμίλητοι ήταν. Άρχισαν να κυνηγούνε τους βατράχους και να τους τρων έναν – έναν, τόσο γρήγορα, που πια δεν ξανακούστηκε μέσα στο βάλτο κανένα «Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!».

Κι έτσι την έπαθαν οι ανόητοι βάτραχοι, που δεν τους άρεσε για βασιλιάς το αγαθό το έλατο, μόνο ζητούσαν αρχηγό πιο άγριο, που δεν άφησε κανένα τους ζωντανό.

Η Αλεπού με την κομμένη ουρά

Μια αλεπού τριγυρνούσε κάποτε σ' ένα δάσος, για να βρει τίποτα να φάει.

Δυο βραδιές, συνέχεια, είχε προσπαθήσει ν' αρπάξει κάτι κότες, από τα κοτέτσια του κοντινού χωριού, αλλά δεν τα κατάφερε. Την πρώτη φορά την μυρίστηκαν τα σκυλιά, που άρχισαν να γαβγίζουν και βιάστηκε να το βάλει στα πόδια. Τη δεύτερη φορά, όχι μόνο την γάβγισαν τα σκυλιά, αλλά την κυνήγησαν κιόλας και τρόμαξε να γλιτώσει.

Κρύφτηκε μέσα στη σπηλιά της, λαχανιάζοντας από το πολύ τρέξιμο κι έμεινε όλη την άλλη μέρα κρυμμένη εκεί μέσα, γιατί νόμιζε πως άκουγε ακόμα τα γαβγίσματα των σκυλιών.

Πεινούσε όμως τόσο πολύ, ώστε, όταν βράδιασε, αποφάσισε να βγει για κυνήγι. Αλλ' αυτή τη φορά θα κυνηγούσε στο δάσος και δεν θα 'μπαινε στο χωριό, για κανένα κοτέτσι, μια που τα σκυλιά ήταν άγρυπνα κι επικίνδυνα.

Καθώς τριγυρνούσε λοιπόν μέσα στο δάσος, ψάχνοντας για κανένα πουλί, της ήρθε μυρωδιά από φρέσκο κρέας. Έβαλε τη μουσούδα της στο χώμα και, παρακολουθώντας εκείνη τη δυνατή μυρωδιά, έφτασε σ' έναν πυκνό θάμνο. Εκεί, μέσα στο θάμνο, ήταν ένα κομμάτι κρέας.

Η αλεπού, αν δεν πεινούσε τόσο πολύ, θα πονηρευότανε πώς βρέθηκε το κομμάτι το κρέας, κρυμμένο μέσα στο θάμνο του δάσους.

Αλλά, πεινασμένη καθώς ήταν, χώθηκε μέσα στο θάμνο για ν' αρπάξει το κρέας.

Προτού όμως προφτάσει να το δαγκώσει, ακούστηκε ένα δυνατό «κρακ», τόσο δυνατό, ώστε η αλεπού τινάχτηκε τρομαγμένη. Αλλά δεν μπόρεσε να φύγει, γιατί η ουρά της είχε πιαστεί σ' ένα σιδερένιο δόκανο, που το είχε κρύψει μέσα στο θάμνο κάποιος χωρικός κι είχε βάλει για δόλωμα το κρέας, για να πιάσει, ίσως κανένα λύκο.

Η αλεπού τιναζότανε σαν τρελή, από το φόβο κι από τον πόνο, αλλά το σιδερένιο δόκανο κρατούσε γερά την ουρά της και την εμπόδιζε να φύγει.

Καταλάβαινε πως, αν έμενε εκεί, θα 'ρχόταν ο χωρικός και θα την σκότωνε. Έπρεπε να φύγει. Έπρεπε να φύγει με κάθε θυσία!

Και, σφίγγοντας τα δόντια της, για να βαστάξει τον ανείπωτο πόνο, τινάχτηκε τόσο απότομα και με τόση δύναμη, ώστε κόπηκε η ουρά της κι απόμεινε στο δόκανο.

Κι έτσι, καταματωμένη, χωρίς ουρά, σύρθηκε, όσο μπορούσε πιο γρήγορα, μέσα στη σπηλιά της και κρύφτηκε εκεί, νηστική, αλαλιασμένη από τον πόνο, ώσπου έκλεισε η πληγή.

Όταν βγήκε από τη σπηλιά, ήτανε πια πετσί και κόκαλο από τη νηστεία. Έπρεπε ν' αρχίσει πάλι το κυνήγι, για να φάει και να χορτάσει, αλλά ντρεπότανε να παρουσιαστεί μπροστά στ' άλλα αγρίμια του δάσους, κι ιδίως μπροστά στις άλλες αλεπούδες, που εκείνες είχαν ακόμα τη φουντωτή ουρά τους.

Αλλά, πονηρή καθώς ήταν, σκέφτηκε κάτι άλλο. Πήγε και βρήκε τις αλεπούδες κι άρχισε να τους λέει χαρούμενη: