Выбрать главу

– Είδατε τι έκανα; Έκοψα την ουρά μου.

– Γιατί; την ρώτησαν εκείνες παραξενεμένες.

– Γιατί μ' εμπόδιζε στο τρέξιμο, έτσι βαριά που ήτανε. Δεν ξέρετε πόσο ανάλαφρα νιώθω τώρα και πόσο πιο γρήγορα τρέχω! Κάντε και σεις το ίδιο. Κόψτε τις ουρές σας και να δείτε τι καλά που θα νιώθετε.

Μια από τις αλεπούδες όμως, η πιο γριά και πιο πονηρή, της είπε:

– Δεν θα μας έδινες αυτή τη συμβουλή, αν δε σε συνέφερνε. Πήγαινε στη δουλειά σου, κι εμείς τις ουρές μας δεν τις κόβουμε!

Το Καλάμι κι η Ελιά

Μια φορά, γειτόνευαν η ελιά και το καλάμι. Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο, με πολλά κλαδιά, που κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια, έγερναν από το βάρος του καρπού.

Το καλάμι, πάλι, ήτανε ψηλόλιγνο, με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια, που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού.

Η ελιά καυχιόταν ολοένα:

– Τι είσαι συ, μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι. Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο, δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν, γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται, τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη, ψηλή, γερή και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι, που λυγίζεις μπροστά σ' όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.

Το καημένο το καλάμι, που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τ' άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε, γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος, που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος, την ξερίζωσε.

Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε, προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει. Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει, η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.

Γιατί το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν' αντισταθεί, ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της.

Η Τσίχλα

Στην πλαγιά ενός βουνού, υπήρχε ένα μέρος όπου φύτρωναν πολλές μυρτιές.

Μια τσίχλα, που ζούσε στο δάσος, έτυχε να περάσει μια μέρα από κει, είδε τις μυρτιές, δοκίμασε τον καρπό τους και της άρεσε.

Από τότε, πού την έχανες, πού την έβρισκες, όλες τις ώρες της τις περνούσε στις μυρτιές.

Σ' εκείνο το δάσος τριγυρνούσε από καιρό ένας πουλολόγος.

Η δουλειά του ήτανε να πηγαίνει πρωί – πρωί στο δάσος, να στήνει τα ξόβεργά του και να περιμένει να πιάσει κανένα πουλί. Όταν του τύχαινε κανένα κοτσύφι, ή κανένα παχύ σπουργίτι, τα πήγαινε στο σπίτι του και τα 'τρωγε. Αν πιανότανε στις ξόβεργές του κανένα γαρδέλι, καμιά καρδερίνα, ή κανένα αηδόνι, τα 'βαζε σε κλουβιά και τα πουλούσε, γιατί τα πουλιά αυτά τα ζητούσαν πολλοί για τα σπίτια τους, για να τ' ακούνε να κελαηδάνε.

Μια μέρα, ο πουλολόγος είδε την τσίχλα μέσα στο δάσος και θέλησε να την πιάσει. Αλλ' ώσπου να στήσει τις ξόβεργές του, την έχασε από τα μάτια του.

Ο πουλολόγος όμως το 'βαλε πείσμα να την πιάσει κι από τότε, κάθε πρωί, πήγαινε κάτω από το δέντρο, όπου είχε τη φωλιά της, και την παρακολουθούσε. Πρόσεξε ότι, κάθε μέρα, η τσίχλα πετούσε προς το ίδιο μέρος. Κάθε μέρα λοιπόν την παρακολουθούσε κι ο πουλολόγος, ώσπου την είδε να κάθεται στις μυρτιές και να τρώει τους καρπούς τους.

Τη άλλη μέρα, πρωί – πρωί, έστησε τις ξόβεργές του πάνω στις μυρτιές κι έπιασε τη λαίμαργη τσίχλα.

«Καλά να πάθω!» είπε μέσα της εκείνη, όταν τα φτερά της κόλλησαν. «Γλυκάθηκα με το φαγητό και τώρα χάνω τη ζωή μου!».

Οι Οδοιπόροι και το τσεκούρι

Κάποτε, δυο φίλοι ξεκίνησαν για κάποια δουλειά τους και περπατούσαν συζητώντας.

Εκεί που βάδιζαν, μέσα σ' ένα δάσος, ο ένας απ' αυτούς πρόσεξε πως κάτι γυάλιζε ανάμεσα στα χόρτα. Έσκυψε να δει τι ήτανε και σήκωσε ένα τσεκούρι ολοκαίνουριο.

– Βρήκαμε ένα τσεκούρι! φώναξε χαρούμενος ο σύντροφος του.

Εκείνος όμως, που είχε βρει το τσεκούρι ταράχτηκε και του λέει:

– Να μη λες βρήκαμε  ένα τσεκούρι, μόνο να λες: βρήκες  ένα τσεκούρι.

Αλλά, καθώς προχωρούσαν, αντάμωσαν τρεις – τέσσερις λοτόμους, που είχανε χάσει το καινούριο τους τσεκούρι κι έψαχαν να το βρουν. Όταν είδαν τους δυο οδοιπόρους, που ο ένας τους κρατούσε το τσεκούρι, έπεσαν απάνω τους θυμωμένοι.

– Χαθήκαμε! φώναξε εκείνος που είχε βρει το τσεκούρι και το κρατούσε στα χέρια του.

Γυρίζει τότε ο φίλος του και του λέει: