Выбрать главу

– Να μη λες χαθήκαμε,  να λες: χάθηκα!  Ούτε όταν βρήκες το τσεκούρι μ' ήθελες για σύντροφο σου, ούτε τώρα που θα σου το πάρουν και θα φας και ξύλο θέλω να μ' έχεις σύντροφό σου!

Ο Ήλιος κι οι Βάτραχοι

Μια μέρα, σ' όλη τη γη μαθεύτηκε πως θα γίνονταν οι γάμοι του Ήλιου.

Είχε αρχίσει το καλοκαίρι, κι όλα τα ζώα, ήμερα κι άγρια, που είχανε δεινοπαθήσει το χειμώνα από το κρύο, τις βροχές και τα χιόνια, χάρηκαν όταν το 'μαθαν. Γιατί τον ήλιο τον αγαπούσανε πολύ, επειδή τα ζέσταινε και δεν τ' άφηνε να ξεπαγιάσουν, όπως έκανε ο εχθρός τους, ο Χειμώνας.

Πρώτος ο αετός έμαθε την είδηση γιατί μόνο αυτός πετάει ψηλά και μπορεί κι αντικρίζει τον ήλιο κατάματα. Είδε λοιπόν τις προετοιμασίες του γάμου, που γίνονταν στ' ολόχρυσο παλάτι του Ήλιου και το είπε στην πετροπέρδικα. Η πετροπέρδικα το είπε στην κίσσα, που είναι το πιο φλύαρο πουλί του λόγγου, κι εκείνη δεν άφησε πουλί που να μην το πει.

Από τα πουλιά του δάσους τ' άκουσαν οι σκίουροι, που σκαρφαλώνουν πάνω στα δέντρα. Κι οι σκίουροι κατέβηκαν γρήγορα – γρήγορα από τα δέντρα και το είπαν στους λαγούς κι οι λαγοί, όταν τους κυνήγησαν τα σκυλιά, άρχισαν να φωνάζουν:

– Μη μας κυνηγάτε, γιατί αύριο γίνονται οι γάμοι του Ήλιου κι όλα τα ζώα πρέπει να 'μαστέ αγαπημένα.

Τα σκυλιά χάρηκαν κι άφησαν τους λαγούς ακυνήγητους.

Κι όταν οι αλεπούδες είδανε τα σκυλιά κι ετοιμάστηκαν να το βάλουν στα πόδια, εκείνα τους φώναξαν:

– Μη φεύγετε, γιατί δε θα σας κυνηγήσουμε. Αύριο γίνονται οι γάμοι του Ήλιου κι όλα τα ζώα είμαστε χαρούμενα και δεν πειράζουμε το ένα τ' άλλο.

Έτσι, από στόμα σε στόμα, το 'μαθαν κι οι βάτραχοι, που κατοικούσαν σ' ένα μικρό βάλτο κι άρχισαν κι αυτοί να φωνάζουν χαρούμενοι:

– Βρεκεκέξ! Κοάξ! Κοάξ!

– Βρεκεκέξ! Παντρεύεται ο Ήλιος!

Ένας όμως γερο – βάτραχος τους μάλωσε:

– Τι χαιρόσαστε, ανόητοι; τους είπε. Αφού μόνος του όπως είναι ο Ήλιος, ξεραίνει όλους τους βάλτους, φαντάζεστε τι θα γίνει τώρα που θα πάρει και γυναίκα;

Κι οι βάτραχοι κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να χαίρονται για κάτι που δεν τους συνέφερε.

Ο Ηρακλής κι ο Πλούτος

Όταν ο Ηρακλής πέτυχε τους άθλους του, ο Δίας τον ανέβασε στον Όλυμπο και τον έκανε ημίθεο.

Έμενε πια εκεί μαζί με τους άλλους θεούς, που ο Δίας τους κάλεσε όλους να φάνε μαζί, για να γνωρίσουν τον καινούριο ημίθεο, που η φήμη του είχε απλωθεί σ' όλο τον κόσμο και, φυσικά, είχε φτάσει κι ως τον Όλυμπο.

Οι θεοί έρχονταν ένας – ένας στη μεγάλη αίθουσα των συμποσίων του παλατιού του Δία κι ο Ηρακλής, που δεν ξεχνούσε πως, ως εκείνη την ημέρα ήταν άνθρωπος θνητός, σηκωνότανε και τους χαιρετούσε με σεβασμό, μόλο που είχε γίνει πια ημίθεος.

Αφού ήρθαν όλοι οι θεοί κι όλες οι θεές, έφτασε, τελευταίος, κι ο Πλούτος.

Μόλις τον είδε να μπαίνει μέσα στην αίθουσα, ο Ηρακλής, αντί να σηκωθεί και να χαιρετίσει με σεβασμό, όπως έκανε μ' όλους τους άλλους, έμεινε καθισμένος, τον κοίταξε στραβομουτσουνιάζοντας κι έπειτα κάρφωσε τα μάτια του στο δάπεδο.

Ο Δίας, που το πρόσεξε, παραξενεύτηκε για το φέρσιμο του και τον ρώτησε:

– Γιατί, Ηρακλή, χαιρέτισες με σεβασμό όλους τους θεούς κι όλες τις θεές και τώρα στραβομουτσούνιασες μόλις είδες τον Πλούτο;

– Θα σου εξηγήσω ευχαρίστως, βασιλιά των θεών, αποκρίθηκε ο Ηρακλής. Τον καιρό που ήμουν άνθρωπος και ζούσα στη γη, έβλεπα τον Πλούτο να συναναστρέφεται μόνο με κακούς ανθρώπους. Γι' αυτό δεν τον εκτιμώ καθόλου και δεν σηκώθηκα να τον χαιρετίσω.

Ο Ανθρωπος κι ο Δίας

Όταν ο Δίας έπλασε τα ζώα, άρχισε να τους μοιράζει χαρίσματα, διαφορετικά στο καθένα.

Έδωσε στο λιοντάρι τη δύναμη να σκοτώνει, μ' ένα χτύπημα του ποδιού του, τον αντίπαλο του. Στον ελέφαντα έδωσε τέτοιον όγκο και τόσο βάρος, ώστε να μπορεί, μόνο μ' αυτά, ν' ανοίγει πέρασμα στην πυκνή ζούγκλα, χωρίς να χρειάζεται ξυλοκόπους για να του κόβουν τα δέντρα.

Στο άλογο έδωσε την ομορφιά και την περηφάνια, κι ακόμα όπλισε τα πόδια του με οπλές, που μπορούν να σκοτώσουν ένα αγρίμι, όταν του ρίχνεται να το φάει.

Έδωσε νόστιμο κρέας στο λαγό, αλλ' επειδή τον κυνηγούν όλοι για να τον φάνε, του 'δωσε και τη γρηγοράδα, για να μπορεί να ξεφεύγει από τους εχθρούς του.

Στη χελώνα πάλι, που δεν της έδωσε γρηγοράδα, της χάρισε ένα γερό καβούκι, για να κρύβεται εκεί μέσα και να γλιτώνει απ' όσους την κυνηγούνε, μια και δεν μπορεί να τους ξεφύγει τρέχοντας.

Έτσι μοίραζε ο Δίας τα χαρίσματα στα ζώα: Έδωσε στα ψάρια ουρές και φτερουγάκια, για να κολυμπάνε γρήγορα μέσα στο νερό, έδωσε στους αετούς δυνατές φτερούγες, για να πετάνε πάνω κι από τα ψηλά βουνά, έδωσε και στα πουλάκια όμορφα, πολύχρωμα φτερά και φωνή γλυκιά να κελαηδούνε.