Выбрать главу

Ο άνθρωπος παρακολουθούσε το Δία να μοιράζει τα διάφορα χαρίσματα στα ζώα και περίμενε να τον στολίσει κι αυτόν με κανένα τέτοιο χάρισμα, σαν εκείνα που έδινε στα ζώα. Αλλ' ο Δίας δεν του έδωσε ούτε φτερά, ούτε οπλές, ούτε γρηγοράδα, ούτε τίποτα άλλο απ' αυτά.

Κι ο άνθρωπος δεν κρατήθηκε τότε και του παραπονέθηκε.

– Εμένα με άφησες χωρίς κανένα χάρισμα, όπως αυτά που μοίρασες στα ζώα, του είπε.

Κι ο Δίας του αποκρίθηκε:

– Σ' εσένα έδωσα το μεγαλύτερο χάρισμα, κι ωστόσο δεν το κατάλαβες και παραπονιέσαι για τα φτερά και τη γρηγοράδα που χάρισα στα ζώα.

– Ποιο χάρισμα; ρώτησε παραξενεμένος ο άνθρωπος.

– Σου χάρισα το λογικό, του εξήγησε ο Δίας, που είναι πιο δυνατό απ' όλα τα δυνατά και πιο γρήγορο απ' όλα τα γρήγορα.

Και τότε κατάλαβε ο άνθρωπος τι πολύτιμο δώρο είχε πάρει από τον πλάστη του και πως το λογικό είναι ανώτερο απ' όλα τα φυσικά χαρίσματα, μια που μπορεί να τ' αντικαταστήσει όλα.

Οι Λύκοι και τα Πρόβατα

Σ' ένα δάσος κρύβονταν δυο λύκοι.

Όταν νύχτωνε, έβγαιναν κυνήγι, πότε χώρια ο καθένας τους πότε κι οι δυο μαζί.

Έτρωγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Καμιά φορά είχανε την τύχη να πέσουν σε κανένα ξεμοναχιασμένο γάιδαρο, ή κατσίκα, ή και βόδι, που το κομμάτιαζαν με τα κοφτερά τους δόντια κι έτρωγαν, έτρωγαν, ώσπου πρηζόταν η κοιλιά τους από το πολύ φαγητό και τότε σέρνονταν με δυσκολία στη φωλιά τους κι εκεί έπεφταν σε ύπνο βαθύ, ώσπου να χωνέψουν και να ξαναβγούνε για κυνήγι.

Όλα όμως αυτά τα ζώα, που κυνηγούσαν, δεν ήταν τίποτα, μπροστά σ' εκείνα, που τα 'χανε βάλει κι οι δυο στο μάτι, αλλά δεν μπορούσαν να τ' αρπάξουν.

Εκεί, κοντά στο δάσος, όπου έμεναν οι δυο λύκοι, έβοσκε ένα κοπάδι με πρόβατα, πολύ παχιά, γιατί το χορτάρι ήταν άφθονο σ' αυτό το μέρος. Αλλά το κοπάδι το φύλαγαν πέντε μαντρόσκυλα, που, μόνο να τα 'βλεπες, σ' έπιανε τρόμος, τόσο άγρια ήταν.

Όσες φορές προσπάθησαν, τη νύχτα, να πλησιάσουν οι δυο λύκοι το μαντρί, όπου κλείνονταν τα πρόβατα, οι μαντρόσκυλοι τους μυρίζονταν κι ορμούσαν απάνω τους, γαβγίζοντας τόσο άγρια, ώστε οι λύκοι το 'βαζαν στα πόδια κι έτρεχαν να κρυφτούν στο πιο πυκνό μέρος του δάσους για να γλιτώσουν.

Τότε αποφάσισαν ν' αλλάξουν τακτική και να πετύχουν με την πονηριά, ό,τι δεν κατόρθωναν με τη βία. Από την άλλη μέρα, άρχισαν να παρακολουθούν από μακριά τα πρόβατα, κι όταν έβλεπαν κανένα απ' αυτά ν' απομακρύνεται από το κοπάδι, πήγαιναν κοντά του κι άρχιζαν να του μιλούν με το καλό.

– Μη φοβάσαι! του έλεγαν. Εμείς δε θα σε πειράξουμε. Άλλωστε εμείς οι λύκοι έχουμε θανάσιμους εχθρούς μας τους σκύλους κι όχι τα πρόβατα.

– Τρώτε όμως πρόβατα, τόλμησε να τους πει το πρόβατο.

– Πέφτουμε μέσα στο κοπάδι για να σκοτώσουμε τους σκύλους και, στην αναμπουμπούλα, δαγκώνουμε, χωρίς να το θέλουμε, και κανένα πρόβατο, δικαιολογήθηκαν οι λύκοι.

Και, βλέποντας πως το αθώο πρόβατο τους άκουγε προσεχτικά, συνέχισαν:

– Διώξτε τους σκύλους, δώσ' τε τους σ' εμάς και τότε θα δείτε τι ωραία και ήσυχα θα περνούμε όλοι μας!

Σιγά – σιγά, οι δυο λύκοι ξεμονάχιασαν καμιά δεκαριά πρόβατα και τους έκαναν την ίδια πρόταση.

Τα μιλημένα πρόβατα, που είχανε πιστέψει τα λόγια των λύκων, συνεννοήθηκαν και με τ' άλλα του κοπαδιού κι ένα πρωί έδιωξαν τα μαντρόσκυλα.

– Δεν σας θέλουμε! τους φώναξαν. Φύγετε γιατί οι λύκοι κυνηγούν εσάς κι εξαιτίας σας τρώνε κι εμάς.

Οι διωγμένοι σκύλοι έπεσαν, ένας – ένας, στα νύχια των λύκων που τους κατασπάραξαν.

Τότε οι δυο λύκοι, που δεν είχαν πια να φοβούνται κανένα μαντρόσκυλο, έπεσαν μέσα στο κοπάδι και δεν άφησαν ούτε ένα πρόβατο ζωντανό.

Γιατί τ' αθώα πρόβατα δεν είχανε σκεφτεί πως, παραδίνοντας τους αρχηγούς τους, θα 'μεναν πια ανυπεράσπιστα και θα χάνονταν.

Ο πληγωμένος Λύκος και το Πρόβατο

Μια νύχτα, ένας λύκος μπήκε σ' ένα μαντρί για ν' αρπάξει κανένα πρόβατο, αλλά τα δυο σκυλιά, που φύλαγαν το κοπάδι, τον κατάλαβαν και χύμηξαν απάνω του γαβγίζοντας.

Ώσπου ν' αφήσει το πρόβατο, που είχε αρπάξει, τα σκυλιά άρχισαν να τον δαγκώνουν με λύσσα, τόσο που του καταξέσχισαν τα πλευρά με τα δόντια τους.

Ωστόσο, ο λύκος κατόρθωσε να τους ξεφύγει, τρέχοντας προς το δάσος, και τα σκυλιά τον κυνήγησαν για πολλή ώρα, χωρίς όμως να μπορέσουν να τον φτάσουν, γιατί, μόλο που ήτανε καταπληγωμένος, ο φόβος του θανάτου έδινε φτερά στα πόδια του. Τέλος, τα σκυλιά, βλέποντας ότι δεν τον έφταναν, και για να μην αφήσουν τα πρόβατα αφύλαχτα, παράτησαν το κυνηγητό και γύρισαν στο μαντρί.

Ο λύκος έτρεξε λίγην ώρα ακόμα, ώσπου κατάλαβε ότι δεν τον κυνηγούσαν πια τα σκυλιά, και τότε, αποκαμωμένος από την κούραση, λαχανιάζοντας από το τρέξιμο, νιώθοντας τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν από το αίμα που είχε χάσει, σωριάστηκε καταγής.