Μου λέει κάποιος: «Πάτερ, δεν είστε μόνο εσείς, δεν είστε μόνο εσείς οι χαρούμενοι» — πρέπει και εγώ να τελειώσω την εκπομπή γρήγορα γιατί με περιμένουν σε τραπέζι, έχω πολλές προσκλήσεις σήμερα, δεν ξέρω πού να πρωτοπάω. Πώς; Α μάλιστα· κάποιος πάλι μου μιλάει… και μου λέει… «Πάτερ, δεν σταματάς λίγο να μιλάς για όλους εσάς τους πολύ χαρούμενους σήμερα που είναι η μέρα τόσο εορταστική και πανηγυρική; και ασχολήσου και λίγο με εμάς». «Δηλαδή» λέω, «με ποιους να ασχοληθώ;» «Να ασχοληθείς και να μας πεις για την θλίψη αυτών των ημερών. Γιατί υπάρχουμε και εμείς». «Ποιοι εσείς; Εσείς ποιοι είστε που υπάρχετε;» «Είμαστε», λέει, «και εμείς που δεν είμαστε τώρα στο αυτοκίνητο, που δεν πάμε επίσκεψη, που θα ακούμε την Πειραϊκή Εκκλησία και το μεσημέρι που εσύ θα κλείσεις το ράδιο γιατί θα έχεις να φας, να πιεις, να ακούσεις μουσική, να διασκεδάσεις, να δεις έργα στην τηλεόραση. Εμείς, δεν θα μπορούμε να ακολουθήσουμε το πρόγραμμά σας, εσάς, των εορταζόντων τόσο πανηγυρικώς». «Και ποιοι είστε εσείς;» «Πάτερ», λέει, «πες κάτι, πες κάτι για την θλίψη λίγο αυτών των εορτών, για την μελαγχολία των εορτών. Μίλα και για μας λίγο, υπάρχουμε και εμείς σ' αυτόν τον κόσμο. Υπάρχουμε και εμείς που ακούμε την Πειραϊκή Εκκλησία και θα εξακολουθήσουμε — και ας είναι Χριστούγεννα — να είμαστε στην μοναξιά μας, στην σιωπή μας, στο κρεβάτι του πόνου μας». Κοίταξε, να διευκρινίσουμε λίγο· να διευκρινίσουμε. Άμα είναι να κάνω μια τέτοια εκπομπή, και πρέπει να την κάνω, να την κάνω. Αλλά μερικές φορές, λέω, μήπως εσύ που τώρα λες ότι δεν θα πας να φας, φταις και εσύ. Μήπως φταις και εσύ που δεν θα πας να φας σε ένα ωραίο τραπέζι. Μήπως, δηλαδή, οφείλεται σε σένα αυτό· μήπως η μοναξιά οφείλεται στην δική σου επιλογή. Γιατί ξέρω μερικούς ότι τους καλούνε· μερικούς τους αγαπούν, τους θέλουν οι άλλοι, αλλά επειδή αυτοί έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μια χαμηλή αποδοχή του εαυτού τους, έχουνε — να το πω κι' αλλιώς — έχουν ένα κρυφό εγωισμό, ένα πείσμα, δεν θέλουν να πάνε. Και κάθονται μόνοι τους στενοχωριούνται, και ύστερα μελαγχολούνε κιόλας.
«Εμένα», λέει, «δεν με θέλει κανένας». Όταν σε καλούνε δεν πας. Όταν κάθεσαι μόνος σου στενοχωριέσαι. Μήπως φταις και εσύ; Μήπως φταις και εσύ που είσαι μόνος σου σήμερα. Δεν ξέρω, το συζητάμε τώρα, στην Πειραϊκή Εκκλησία σήμερα. Δεν ξέρω πόσοι ακούνε αυτήν την στιγμή, γιατί ξέρω ότι πιο πολλοί είναι μέσα στην φούρια των ετοιμασιών. Να φύγουν, να πάνε να διασκεδάσουν, να πάνε να χαρούν. Αλλά λέω μήπως αυτοί που κάθονται τώρα μόνοι μπορούν και προλαβαίνουν. Η ώρα είναι μία και κάτι, προλαβαίνετε! Προλαβαίνετε να πάρετε ένα τηλέφωνο και να πείτε ότι, τελικά, θα πάτε! Θα πάτε, θα 'ρθω, θα 'ρθω και εγώ στο τραπέζι που με κάλεσες. Κάντε το, μην μείνετε μόνοι σας σήμερα, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, αν δεν φταίτε εσείς. Γιατί άλλο η εκούσια μοναξιά του Μοναχού, ενός ασκητή, ενός ανθρώπου που μένει μόνος του επειδή νοιώθει την πληρότητα της παρουσίας του Χριστού και επειδή είναι αυτή επιλογή της ζωής του. Γιατί αυτό πλέον δεν είναι μοναξιά, όταν νοιώθεις το Χριστό αυτήν την μέρα, όταν νοιώθεις στην καρδιά σου απέραντη γαλήνη, απέραντη ευτυχία, απέραντο χορτασμό. Πριν φας νοιώθεις χορτάτος στην ψυχή, γεμάτος ευτυχία. Τότε δεν μιλάμε για μοναξιά. Δηλαδή ο πατήρ Παΐσιος σήμερα, αν ζούσε, θα πήγαινε στο Μοναστήρι δίπλα να λειτουργηθεί, θα κοινωνούσε, θα έτρωγε με τους άλλους στην τράπεζα, μετά θα πήγαινε στο κελάκι του και θα ήταν πολύ ευτυχισμένος. Ολομόναχος και ευτυχισμένος. Γιατί νιώθει γεμάτος. Δεν είναι μοναχός του είναι ολομόναχος ως προς την παρουσία των ανθρώπων, αλλά γεμάτος ως προς την παρουσία του Χριστού. Αν είναι κάτι τέτοιο, εντάξει. Καλά κάνεις και είσαι μόνος.
Αλλά μήπως φταίμε και εμείς κάπως και είμαστε μόνοι σήμερα, τέτοια μέρα; Μήπως είμαστε και εμείς καμιά φορά παράξενοι; Μήπως είμαστε λίγο ιδιότροποι, λίγο ιδιόρρυθμοι; Δεν ξέρω, ρωτάω. Μπορεί κάποιος να μην φταίει σε τίποτα από όλα αυτά, μπορεί κάποιου να είναι λίγο περίεργο το φέρσιμό του, να είναι ακοινώνητος, και να φταίει αυτός που δεν κάνει το πρώτο βήμα ή δεν ανταποκρίνεται. Μήπως καμιά φορά η παρέα σου κουράζει τους άλλους και δυσκολεύονται μαζί σου. Κοίταξε· και έτσι να είναι μην απογοητεύεσαι. Γιατί, αν απογοητευτείς, αυτό κρύβει εγωισμό. Αν φταις και εσύ σε όλα αυτά, κάντα όλα αυτά υλικό ταπείνωσης. Λες: φέτος αρχίζω να καταλαβαίνω λίγο τον εαυτό μου· ότι είμαι λίγο παράξενος. Κανείς δεν με ειδοποίησε, κανείς δεν με θέλει· μήπως φταίω και εγώ κάπου; Μήπως, λέω, φταίω κάπου και δεν είμαι πολύ φιλικός, πολύ κοινωνικός, πολύ εγκάρδιος, πολύ αγαπητός με τον δικό μου τον εγωισμό. Παραδέξου το. Παραδέξου ποιος είσαι. Παραδέξου ότι είσαι ένας χαρακτήρας μερικές φορές δύσκολος. Και ξέρεις, πως, αν το παραδεχτείς, ο Χριστός θα σε αγαπήσει· θα σε αγαπήσει, γιατί θα είναι σαν να του λες και του Χριστού ότι…: «Κύριε, φέτος που γεννήθηκες και πάλι, έχω ανάγκη, έχω ανάγκη την γέννησή Σου, εγώ θα Σου δώσω εργασία, θα Σου δώσω δουλειά να εργαστείς, Κύριε, στην ψυχή μου. Είμαι παράξενος άνθρωπος, έλα να με διορθώσεις. Έλα να με θεραπεύσεις. Είμαι και εγώ προβληματικός άνθρωπος. Να, Κύριε, γεννήθηκες και κανείς δεν με παίρνει τηλέφωνο να πάω να φάω κάπου. Κανείς δεν με θέλει, κανείς δεν θέλει να έρθει να με δει. Φταίω · ίσως, φταίω και εγώ κάπου».
Λοιπόν, εσείς που φταίτε, όσοι φταίτε, όλοι φταίμε στο βαθμό που δεν είμαστε όπως πρέπει να είμαστε, να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Να ταπεινωθούμε, να μετανιώσουμε, να ζητήσουμε το έλεος του Θεού και να Τον παρακαλέσουμε από τώρα. Ξέρω πως με ακούτε και εσείς οι άλλοι, και περιμένετε, και λέτε μέσα σας: θα έρθει και εμάς η σειρά μας στα Αθέατα Περάσματα, θα περάσει και σε εμάς σήμερα ο ομιλητής να μας πει και εμάς λίγο· γιατί εμείς δεν φταίμε. Καλά να λες ότι φταίει κάποιος που δεν είναι σήμερα σε κάποιο εορταστικό τραπέζι· εγώ τι φταίω όμως;
«Εγώ δεν φταίω· εγώ…». Τώρα θα πω για σένα… Εγώ είμαι άρρωστος, θα πεις εσύ. Εγώ είμαι άρρωστος· εγώ είμαι στο Νοσοκομείο. Και έχω τώρα εδώ ένα μικρό τραντζιστοράκι και σε ακούω, δίπλα στο κομοδίνο μου. Και εσύ, πάτερ, αρχίζεις και φωνάζεις και λες ότι φταίμε, και είμαστε εγωιστές και λες ότι… Όχι, δεν μιλάω για σένα. Τώρα εσύ δεν φταις, όντως. Είσαι άρρωστος, είσαι ανήμπορος, είσαι στο κρεβάτι του πόνου, και δεν μπορείς να πας κάπου. Και σε αγαπάνε όλοι, αλλά αναγκαστικά μένεις μόνος. Θα έρθουν να σε δουν, να σε δει κάποιος, ήρθαν λίγο το πρωί, αλλά τώρα στο φαγητό φύγανε. Ο άλλος είναι ανήμπορος σωματικά. Ναι· κι εσύ είσαι παράλυτος· το ξέρω, εσύ είσαι παράλυτος. Τι να κάνεις εσύ; φταις εσύ που είσαι; που δεν μπορείς να τρέξεις, να πας να δείξεις αυτό που νοιώθει η καρδιά σου; Η καρδιά σου θέλει να τρέξει, αλλά το κορμί σου δεν σε βοηθάει. Και είναι Χριστούγεννα… Ναι· και εσύ δεν φταις, και εσύ δεν φταις που ζεις μόνος σου, γιατί δεν έχεις συγγενείς. Είσαι μοναχικό άτομο, επειδή δεν έχεις συγγενείς. Επειδή είσαι γέροντας· είσαι ένα μεγάλης ηλικίας άτομο. Όπως μια γερόντισσα, ένας παππούς, μια γιαγιά.
Ναι, το ξέρω· και εσύ… Τώρα κλαις· τώρα κλαις γιατί εσύ έχεις το πένθος σου το βαρύ, και φέτος δεν μπορείς να κάνεις αυτά που έκανες, γιατί νοιώθεις μεγάλο πόνο. Λείπει κάποιος από το σπίτι φέτος. Ναι· είναι φοβερό. Είναι φοβερό κι αυτό. Αν, λοιπόν, θέλετε, να σας κάνω λίγη παρέα. Δεν σας κρύβω ότι και εγώ θα φύγω μετά, και εγώ θα πάω να φάω μετά. Θα πάω σε ένα τραπέζι, αλλά τώρα, αφού το έχετε ανοιχτό το ράδιο να κάνουμε παρέα μαζί.
Να μιλήσουμε λίγο για αυτά τα άτομα που σήμερα, Χριστούγεννα, δεν μπορούν γιατί δεν φταίνε, αλλά οι συνθήκες το καλούν να μείνουν μόνοι. Να μείνουν μόνοι χωρίς πολλή παρέα, με ελάχιστους ανθρώπους ή και χωρίς ανθρώπους δίπλα τους. Και είναι μοναχικά άτομα, και θλίβονται και έρχεται ένα κύμα μελαγχολίας. Καταρχάς να σας πω κάτι παρήγορο για εσάς. Όλοι στις γιορτές μελαγχολούνε και λίγο. Και δεν είναι η χαρά 100 % όλη μέρα και όλη νύχτα. Υπάρχουν στιγμές που το κύμα της μελαγχολίας μάς βρίσκει και τις πιο χαρούμενες στιγμές της ζωής μας. Έρχεται μια θλίψη — το λένε οι ψυχολόγοι, οι κοινωνιολόγοι — υπάρχει η θλίψη των εορταστικών περιόδων. Η θλίψη του Πάσχα, η θλίψη των Χριστουγέννων. Μας πιάνει αυτό λίγο. Θλίβεται η ψυχή μας, δεν μπορούμε να χωρέσουμε όλη την χαρά, την απόλυτη χαρά. Και ως άνθρωποι που είμαστε σε αυτόν τον πλανήτη, η χαρά είναι ζυμωμένη με την λύπη. Και θα χαρούμε και θα λυπηθούμε. Βλέπεις ο άλλος παντρεύεται και κάποιοι χαίρονται, κάποιοι λυπούνται, γιατί χάνουν το παιδί τους. Τώρα, λες, χαίρεσαι ή λυπάσαι; Και τα δύσ και λυπάμαι και χαίρομαι. Μελαγχολώ και ευτυχισμένος είμαι. Όλοι το ζουν αυτό λίγο.