Και σε ρωτώ: τι έπαθα αυτές τις μέρες που δεν είδα καθόλου τηλεόραση, τι έπαθα που δεν είδα καθόλου ειδήσεις; που δεν έμαθα γεγονότα; Χωρίς να ξέρω τι γίνεται στον κόσμο έκανα προσευχή για τον κόσμο, έλεγα την ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησον τόν κόσμο Σου»! Δεν ήξερα τα γεγονότα, δεν ήξερα τις εξελίξεις. Τι (χρειάζεται) να ξέρω τις λεπτομέρειες; Οι λεπτομέρειες είναι γνωστές: (προβλήματα), προβλήματα, πόλεμοι, οικονομική κρίση, στεναχώριες, αρρώστιες, σεισμοί, καταποντισμοί. Αυτά δεν τα ξέρουμε; Τα ίδια δεν είναι; Τα ίδια, διαρκώς επαναλαμβανόμενα, που τώρα εδώ τα μαθαίνουμε, αλλά δεν κάνουμε τίποτα! Τ' ακούς, αλλά δεν προσεύχεσαι. Εκεί δεν τ' άκουγα, δεν τα μάθαινα, δεν είχα πληροφορία εγκεφαλικού τύπου, αλλά ενημέρωση μέσα στην καρδιά μου από τον Θεό· και προσευχόμουν γι' αυτούς τους ανθρώπους, τις καταστάσεις κ.λπ. χωρίς να τις ακούω. Εδώ στην πόλη ακούμε (ειδήσεις) και περνάνε έτσι ξώφαλτσα από την καρδιά μας, από τον νου μας. Φεύγουν, χάνονται και αρρωσταίνουμε πραγματικά.
Δεν είναι φυσιολογική (η) ζωή που ζούμε. Δεν είναι φυσιολογικό ούτε το νερό που πίνουμε. Δεν είναι φυσικός και καθαρός ούτε ο αέρας που αναπνέουμε. Εκεί είναι όλα αγνά και παρθενικά! Γνήσια και αυθεντικά και όμορφα. Καθαρίζουν τα πνευμόνια σου. Καθαρίζουν τα πνευμόνια και της καρδιάς σου και του κορμιού σου. Πίνεις νεράκι και δροσίζεσαι και χωνεύεις στ' αλήθεια. Νερό καθαρό, από πηγές γάργαρες που κατεβαίνουν από τα βουνά. Και ο αέρας!.. αναπνέεις οξυγόνο! Αναπνέεις το ιώδιο της θάλασσας. Κοιτάς το πέλαγος και τα μάτια σου απλώνουν και χαίρεσαι! Εδώ πέρα κοιτάς και πέφτεις πάνω σε πολυκατοικίες, σε κολώνες σε άσφαλτο, σε φανάρια. Θορύβους ενοχλητικούς εδώ· εκεί, μια απέραντη γαλήνη!.. (Ακούς) Τα πουλάκια, (βλέπεις) τους μοναχούς που κάνουν τόσο ήρεμα τις δουλειές τους, τα διακονήματά τους. Ήρεμοι ρυθμοί… Σιγά-σιγά τα πράγματα. Ένα καραβάκι την ημέρα, που λες: «Θα πάω να το πάρω»… χωρίς άγχος, χωρίς πανικό. Σιγά-σιγά όλα. Τι ωραίο πράγμα αυτό! Μου άρεσε· και τώρα που γύρισα λέω: Μου έκανε καλό αυτό. Μου έκανε καλό το κλειστό κινητό. Αυτή η εξάρτηση των μηνυμάτων, των τηλεφωνημάτων! Με θέλουν, τους θέλω, να μπω, να δω, μη τους χάσω. Αυτή η απελευθέρωση! Γίνεσαι πάλι ο εαυτός σου. Και είναι πολύ ωραίο να γινόμαστε πάλι ο εαυτός μας έτσι όπως μας έκανε ο Κύριος. Μας έβαλε σε ήρεμους ρυθμούς ο Θεός μέσα στη φύση.
Μη φανταστείς ότι και εγώ αυτά τα απόλαυσα άπειρες μέρες. Σου είπα, τέσσερις-πέντε μέρες ήταν αυτή η υπόθεση. Δεν ήταν τόσο πολύ. Απλώς εκεί είναι τόσο δυνατό! Αυτή η ωφέλεια που παίρνεις που σου αφήνει ένα σημάδι στην καρδιά, ένα σημάδι γαλήνης και ηρεμίας. Βγήκα ένα βράδυ να πάω στην ακολουθία — που σηκώνονται τρεις η ώρα — και κοίταξα τον ουρανό. Τρεις η ώρα το βράδυ! Άλλοι άνθρωποι εκεί πέρα! Προσευχόμενοι! Κοίταξα τον ουρανό και ήταν γεμάτος αστέρια· αστέρια πανέμορφα, που εδώ στην πόλη δεν τα βλέπεις από το νέφος. Και που δεν ξυπνάς τέτοια ώρα. Δεν έχεις κίνητρο εύκολο να σηκωθείς. Κίνητρο είναι μια ομάδα ανθρώπων· βλέπεις σαράντα πατέρες πενήντα-εξήντα, ανάλογα με το μοναστήρι που πάει ο καθένας και ο ένας συμπαρασύρει τον άλλον, ο ένας ενθουσιάζει τον άλλον, ο ένας παρακινεί τον άλλον και λες: «Δεν είμαι μόνος». Όπως τα κελιά που κάνουν θόρυβο από τις μετάνοιες γκαπ, γκουπ, γκαπ, γκουπ! μετάνοιες. Και κάνουν και κάνουν μετάνοιες. Προσεύχονται για όλο τον κόσμο και λες «Τι, εγώ θα τεμπελιάζω;» Εδώ υπάρχει μια φλόγα προσευχής! Εδώ είναι πυρπολημένες οι καρδιές τους από προσευχή! Παίρνεις και εσύ κουράγιο· και τεμπέλης να είσαι και αναίσθητος να είσαι και αδιάφορος να είσαι, ξυπνάς λιγάκι και λες «Κι εγώ να κάνω προσευχή, όπως κάνουν όλοι»! Και είναι ένα πανηγύρι εορταστικό προσευχομένων ανθρώπων που σου μεταδίδεται και σένα. Τι όμορφα που ήταν στις ακολουθίες το πρωί, τρεις η ώρα! Την νύχτα είδα ανθρώπους πολύ σπουδαίους πολύ αγίους που μόνο που τους σκέφτομαι παίρνω δύναμη. Που μόνο που τους σκέφτομαι, τους βάζω μετάνοια και φιλώ το χέρι τους και τα πόδια τους. Και ευχαριστώ πάρα πολύ που αυτοί οι άνθρωποι απλώς υπάρχουν. «Και μόνο που υπάρχεις, πάτερ μου, στο Άγιο Όρος· και μόνο που υπάρχεις, θέλω να σ' ευχαριστήσω· και τίποτα άλλο να μην κάνεις, αυτή την προσευχούλα που κάνεις… Εσύ δε θα χτίσεις ποτέ πολυκατοικίες, δε θα κάνεις έργα, δε θα κάνεις προσφορά, όπως λέμε, στον κόσμο, κάτι να φανεί. Αλλά αυτό που κάνεις είναι πολύ μεγάλο, γιατί εγώ και μόνο που σε σκέφτομαι ανασταίνομαι. Μόνο που σε σκέφτομαι αφυπνίζομαι, ξυπνάω, θέλω να διορθωθώ, θέλω να κάνω και εγώ κάτι!».
Είδα, λοιπόν, και εγώ έναν παππού ασκητή. Ένα μοναχό, πενήντα χρόνια στο Άγιο Όρος. Δεν έχει βγει ποτέ· πενήντα χρόνια δεν έχει βγει! Πενήντα χρόνια και δεν έχει πάει στα άλλα μοναστήρια. Δεν πηγαίνει σε πανηγύρια, σε λειτουργίες σε αγρυπνίες. Μόνο στο δικό του το μοναστήρι. Κάθεται πενήντα χρόνια σ' έναν τόπο. Και σ' αυτόν τον τόπο γνώρισε τον Θεό· και λέει συνέχεια την ευχή. Αυτό το δώρο του έκανε ο Θεός: να μνημονεύει συνέχεια, αδιάλειπτα, το όνομα του Ιησού Χριστού. Και λέει: «Κύριε, Ιησού Χριστέ ελέησέ με». Συνέχεια, μέρα-νύχτα. Και σ' αυτόν τον τόπο γνώρισε το Παν, που είναι ο Θεός και μέσα στο Θεό βρήκε όλο τον κόσμο! Και χωρίς να πηγαίνει στον υπόλοιπο κόσμο και να πηγαίνει στα υπόλοιπα μοναστήρια, νοιώθει όλο τον κόσμο μες στην καρδιά του. Και δε χρειάζεται να μετακινηθεί. Έρχονται οι άνθρωποι να τον δουν — στην κυριολεξία να τον δουν. Γιατί δεν μιλάει, δεν πιάνει κουβέντα. Πολύ σπάνια μιλάει· και συνήθως ξεγλιστράει και αποφεύγει να πει αυτά που ζει. Και μου είπε μια φορά ότι πήγε στη Θεσσαλονίκη, επειδή λιποθύμησε την ώρα που έψελνε, νομίζω· και τον πήγαν χωρίς να το ελέγξει ο ίδιος. «Και γι' αυτό βγήκα», λέει, «γιατίμε βγάλανε. Εγώ δεν έχω βγει και ούτε θα ήθελα να φύγω από εδώ ποτέ».
Και μου είπε να κάνω μια προσευχή γι' αυτόν «μιας και είσαι», λέει, «παπάς και εγώ είμαι απλός μοναχός, να κάνεις την εξής προσευχή», μου λέει, «την άλλη φορά που θα έρθεις να μη με βρεις. Θα 'θελα να έχω φύγει». Μου λέει, «την άλλη φορά που θα έρθεις, να μη ζω σ' αυτόν τον κόσμο. Να είμαι κοντά στο Χριστό». Και το έλεγε και ήταν ευτυχισμένος! Το έλεγε χαρούμενος! Το έλεγε όχι μίζερα, όχι με κατάθλιψη, αλλά με πολύ πόθο για την όντως Ζωή που είναι ο Χριστός! «Εε», του λέω, «Πάτερ», μου λέει, «αλήθεια στο λέω· δεν το λέω έτσι: Κάνε προσευχή να (έχω φύγει)». «Κοίταξε να δεις», μου λέει, «πόσα χρόνια θα ζήσουμε; Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μας. Δεν είναι να πλησιάσουμε το Χριστό»; «Εγώ», λέει, «Τον αγαπάω και Του μιλάω όλη μέρα· θέλω να Τον συναντήσω και αυτή θα είναι η ευτυχία μου»! «Να, τώρα», λέει, «που θα πάω στο κελί μου, μπορεί», λέει, «τώρα να με πάρει Αυτός να φύγω; Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα», λέει, «να φύγεις κοντά στο Χριστό τον Οποίον αγαπάς»! Εμείς οι υπόλοιποι δε θέλουμε να φύγουμε γιατί δεν αγαπάμε το Χριστό και είναι ωραία η ζωή. Είναι ωραία τα κανάλια, ωραίες οι σειρές τα σήριαλ, οι εκπομπές, οι βόλτες, τα φαγητά. Αυτή η ζωή μας έχει μαγέψει, μας έχει κλέψει. Μας έχει σαγηνέψει αυτός ο κόσμος και απλώσαμε ρίζες. Αυτός δεν έχει απλώσει ρίζες σ' αυτή τη ζωή. Ζει εδώ και είναι αλλού. Η καρδιά του έχει κάνει εγκατάσταση και κατάληψη ήδη από τώρα στον Παράδεισο! Τι άνθρωπος! Και μου λέει: «Να το λες και στον κόσμο. Να λες στους ανθρώπους», λέει, «να κάνουν κι αυτοί προσευχή, να λένε την ευχή. Εσύ», λέει, «που κάνεις και κηρύγματα πες το αυτό το πράγμα». Να λες: «„Κύριε, Ίησοῦ Χριστέ, ελέησόν με“. Να το λένε όλοι αυτό. Γιατί να μην το πουν; Μπορούν και στον κόσμο να παρακαλούν το Χριστό, να λένε το όνομά Του. Να επικαλούνται την Χάρη Του»! «Α», του λέω, «πάτερ μου, έτσι, τώρα λυπάμαι που φεύγω από κοντά σας. Ωραία πέρασα εδώ». «Όχι», μου λέει, «μη το λες αυτό. Όπου και να πας είναι ο Χριστός παντού. Άκου να σου πω», λέει, «τι θα κάνεις. Θα πας σπίτι σου, θα τραβήξεις τις κουρτίνες, θα τις κλείσεις και θα νιώσεις ότι είσαι εδώ. Και κάνε ό,τι θα έκανες εδώ. Τι θα έκανες εδώ; Προσευχή; Κάνε και εκεί. Μπορείς! Νηστεία; Κάνε και εκεί. Αγρυπνία; Κάνε και σπίτι σου μια μικρή αγρυπνία. Και εκεί μπορείς! Αν διάβαζες ένα πνευματικό βιβλίο εδώ, διάβαζέ το και εκεί. Τράβα τις κουρτίνες», μου λέει, «και μη σκέφτεσαι ότι είσαι σπίτι σου, στην Αθήνα. Να σκέφτεσαι ότι είσαι πάλι εδώ και ό,τι θα έκανες εδώ κάνε το και εκεί. Οπότε, κάνεις το σπίτι σου Αγιο Όρος! Γιατί δεν έχει σημασία ο τόπος, αλλά ο τρόπος που ζεις»!