Выбрать главу

Πολύ ωραίο, ε; «Τράβα τις κουρτίνες και κάνε ό,τι θα έκανες και εδώ». Δεν είναι δύσκολο, εύκολο είναι! Και, αν το σκεφτώ τώρα νοερά, ότι είμαι εκεί, δηλαδή τι θα έκανα εκεί; Εκεί τώρα δε θα είχα άγχος. Ωραία· και εδώ να μην έχω άγχος. Είναι κάτι που μπορώ να το ελέγξω. Εκεί δε θα έκανα νευρικές και βιαστικές κινήσεις και εδώ μπορώ να το κάνω. Εκεί δε θα τηλεφωνούσα όλη μέρα· κι εδώ μπορώ να το κάνω. Μπορώ να αφήσω τα τηλέφωνα και εδώ· και να πω για λίγες ώρες ή και για λίγες μέρες: δε θα μιλώ και θα ζω με ησυχία. Μπορώ να το κάνω. Δεν είναι ωραίο να ζηλεύουμε. Να ζηλεύουμε το Χριστό, τους αγίους αλλά να μη ζηλεύουμε τοποθεσίες, γιατί είναι σαν να λέμε στο Χριστό: «Κύριε, εδώ πέρα Εσύ δεν είσαι. Κύριε, εδώ πέρα Εσύ με αδικείς». Είναι σαν να λέμε στο Χριστό: «Δεν είναι δίκαιη η συμπεριφορά Σου και η πρόνοιά Σου και η φροντίδα Σου απέναντι στον κόσμο». Όχι! ο Χριστός είναι παντού! Η αγάπη Του είναι παντού και εκεί που είμαι εγώ μπορώ να κάνω πολλά για το Χριστό.

Ήταν εκεί και ένας άλλος παππούλης, (Βασίλη Χατζηνικολάου), που μου είπε και για σένα, για τη μουσική που βάζεις, που την ακούει. Και είναι ασυνήθιστος, (μου λέει), για μουσική. «Εγώ θέλω κήρυγμα» μου λέει, «εσύ βάζεις μουσική». «Πες το, στο μουσικό σου». Και του λέω: «Πάτερ μου, ο κόσμος σήμερα στην πόλη δεν είναι σαν και εσάς, έτσι ασκητικοί άνθρωποι όλοι, να μπορούν μόνο το λόγο. Έτσι, διανθίζουμε το λόγο με κάτι πιο χαλαρωτικό, με κάτι πιο εύληπτο. Να έρχεται πιο απαλά μέσα μας ο λόγος, με λίγη μουσική». «Εγώ», μου λέει, «δε ξέρω από τέτοια. Εγώ, θέλω να ακούω μόνο λόγια». Μια και το είπα αυτό, Βασίλη, ξεκούρασέ μας με λίγη μουσική για να καταλάβουμε ότι και τη μουσική εδώ στον κόσμο, εμάς τους κουρασμένους του 21ου αιώνα, την έχουμε πολύ ανάγκη. Η μουσική μάς ηαρηγορεί λιγάκι. Γιατί — εδώ που τα λέμε — και στον Παράδεισο θα έχει μουσική. Τη μουσική των Αγγέλων που δεν ξέρουμε πώς θα είναι. Κι αυτός ο παππούλης έχει μάθει τώρα και κάνει και αυτός υπομονή. Και λέει, «τέλος πάντων, αλλά εγώ θέλω να ακούω λόγια και όχι μουσικές». «Πάτερ μου, αν μας ακούς τώρα κάνε λίγο υπομονή, γιατί ο Βασίλης Χατζηνικολάου που είναι και πάλι μαζί μας, ο μουσικός και ηχολήπτης της εκπομπής μας, (σ' ευχαριστώ πάρα πολύ Βασίλη) και σήμερα θα μας ξεκουράσει λίγο, εμάς τους κακομαθημένους Χριστιανούς των πόλεων».

Μου λέει, λοιπόν, αυτός ο άλλος παππούλης που σας λέω: «Καλά, ρε παιδί μου· εκεί που μιλάς στον κόσμο δεν ντρέπεσαι που σ' ακούει τόσος κόσμος; Όταν σ' ακούνε, δεν ντρέπεσαι; Δεν τα χάνεις που σε κοιτάνε και σ' ακούνε»; Και του λέω: «πάτερ, έχεις δίκιο, τα χάνω μερικές φορές, αλλά, όταν βλέπω την αγάπη των ανθρώπων παίρνω κουράγιο και δύναμη· γιατί δε μιλάω σε ξένους· μιλάω σε ανθρώπους που με αγαπούν. Δε βγήκα σε μια πλατεία να απευθυνθώ σε κάποιους που δε θέλουν να με ακούσουν, που θα γελάσουν, θα κοροϊδέψουν, που δεν πιστεύουν. (Μιλάω) σε ανθρώπους οι οποίοι είναι αδέρφια μου, είναι φίλοι μου, είναι Χριστιανοί. Αγωνίζονται πιο πολύ από εμένα και με περιβάλλουν με την προσευχή τους και την αγάπη τους και αυτό παίρνει τον φόβο μου». «Τι να σου πω», λέει, «πάντως εγώ θα δυσκολευόμουν σε τόσο κόσμο να μιλάω». Και του λέω: «μη ξεχνάτε και η προσευχή σας με έχει βοηθήσει σ' αυτό», γιατί τώρα θα σας πω το μυστικό μου:

Αυτός στο Άγιο Όρος μου είχε πει κάποτε: «Να μιλάς, κύριε προϊστάμενε». «Κύριε προϊστάμενε», έτσι με έλεγε, με έλεγε προϊστάμενο. «Να μιλάς, κύριε προϊστάμενε. Ο Κύριος σε έχει κάνει ιερέα για να μιλάς στους πιστούς, να λες το θέλημά Του». Και του λέω, «άμα χρειαστεί, ναι». «'Οταν σε καλέσουν λοιπόν να μιλήσεις, να μιλάς». […]. Και να, λοιπόν, που ήρθαν έτσι τα πράγματα! Και μου είπαν διάφορες συμβουλές εκεί οι πατέρες και πήρα κουράγιο, πήρα δύναμη στο Άγιο Όρος. Μ' άρεσε πολύ!

Πήγα μετά και σε ένα άλλο μοναστήρι, σας τα λέω λίγο μπερδεμένα, γιατί τώρα είμαι και από το ταξίδι, έτσι πρόσφατα που έχω το ταξίδι μέσα στο μυαλό μου και δεν τα έχω πολύ στη σειρά κοιτάξει. Όπως και γενικά δεν τα έχω συντάξει, όπως κατάλαβες αυτά που λέω. Μια φορά μίλαγα και έλεγα διάφορα σ' ένα θέμα και από το ένα πήγαινα στο άλλο και πάλι γύριζα στο άλλο. Και μου λέει στο τέλος ένας: «Α, πολύ ωραία αυτά που είπες». Και του λέω: «Μπορείς να μου πεις τι είπα; Τι κατάλαβες; Τι είπα; Είπα τόσα πολλά». «Όχι, όχι, ωραία τα είπες». «Μα δεν είπα τίποτα συγκεκριμένο, μίλησα για πολλά. Εσύ», του λέω, «αν πας σπίτι σου και σου πει η γυναίκα σου, τι είπε τώρα αυτός, ξέρεις τι είπα»; Και μου είπε μια ωραία απάντηση: «Βέβαια! Τι; Για τον Κύριο μας μίλησες», λέει, «για τον Κύριο». Και μέσα μου δε σας κρύβω, χάρηκα λίγο. Χάρηκα λίγο που κατάλαβε ότι αυτό το «πήγαινε-έλα» στα διάφορα θέματα — θέλω αυτό να σου μείνει — ότι το συμπέρασμα είναι πάλι για τον Κύριο. Αυτός δεν είναι το κέντρο; Αυτός δεν είναι το παν; Αυτός δε μας ενώνει; Γι' Αυτόν δεν μιλάμε; Γι' Αυτόν δεν λέμε (και τα άσχετα) και τα περιστατικά και τα γεγονότα; Εκεί δε θέλουμε να καταλήξουμε; Σ' Αυτόν! Στο Κέντρο, στην Ουσία· στο βασικό Πρόσωπο της πίστης μας που είναι ο Χριστός.

Πήγα, λοιπόν, και σε ένα άλλο μοναστήρι και εκεί βρήκα… τι βρήκα λες Βασίλη, βρήκα ένα μαθητή δεκαοχτώ χρονών που είχε τελειώσει το Λύκειο, ο οποίος ήταν προδόκιμος δηλαδή, δόκιμος να δοκιμάσει εάν αντέχει να μείνει στο Αγιο Όρος. «Τι κάνεις», του λέω, «εδώ πέρα»; Λέει: «είμαι δόκιμος. Ήρθα να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ». Γιατί δόκιμος αυτό θα πει. Αυτός ο οποίος δοκιμάζει αν του αρέσει αυτή η ζωή, αλλά και αυτός τον οποίο και οι άλλοι δοκιμάζουν αν τους αρέσει. Δηλαδή, και συ βλέπεις αν μπορείς να μείνεις και οι άλλοι όμως βλέπουν αν μπορούν να σε κρατήσουν. Οπότε, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Πας δοκιμάζεις, βλέπεις δε δεσμεύεσαι, δεν υποχρεώνεσαι, ούτε σε υποχρεώνουν. Άμα θες φεύγεις. Άμα θες μένεις. Αυτό είναι ένα στάδιο προπαρασκευαστικό και δοκιμαστικό, γι' αυτό και λέγεται «δόκιμος», αυτός που πάει στο Άγιο Όρος και μένει (δοκιμαστικά).

Ακούει κάποιος και μου λέει: «Τι πράγματα είναι αυτά; Δεκαοχτώ χρονών παιδί; Αυτά είναι απαράδεκτα, επιπολαιότητες. Ανωριμότητες είναι αυτές». Και του λέω: «Για κάτσε· με συγχωρείς. Η μητέρα μου παντρεύτηκε δεκαεννέα χρονών. Ανωριμότητα ήταν αυτό που έκανε; Η μητέρα μου με έφερε στη ζωή και έρχεσαι εσύ και λες·; „να' ναι καλά η μανούλα σου που γέννησε έναν ιερέα“. Αυτό το ανώριμο που έκανε η μητέρα μου, που λες εσύ ανώριμο, η βιασύνη…». «Α», λέει, «αυτό δεν είναι ανώριμο». Δεν κατάλαβα· γιατί δεν είναι ανώριμο; Εγώ ξέρω πάρα πολλούς οι οποίοι έχουν παντρευτεί νωρίς και το μετάνιωσαν. Τι πρέπει να κάνουν τώρα και αυτοί; Υπάρχουν στιγμές ενθουσιασμού στη ζωή μας, που παίρνουμε αποφάσεις. Απλώς οι πιο πολλοί όταν βλέπουμε κάποιον να παντρεύεται νωρίς επειδή έτσι κάνουν όλοι, δε λέμε τίποτα· δε λέμε: «παντρεύτηκε νωρίς». Όταν όμως δούμε κάποιον που να θέλει να αφιερωθεί στο Θεό νωρίς εκεί μας πιάνει κάτι. Εγώ, να σου πω την αλήθεια; Όσα χρόνια ξέρω μαθητές ας πούμε, παιδιά που τελείωσαν το Λύκειο, πρώτη φορά είδα ένα τέτοιο παιδί, γνωστό μου που από δεκαοχτώ χρονών να πηγαίνει στο Άγιο Όρος από τόσο μικρό. Δεν ξέρω άλλα παιδιά. Τόσα χρόνια, πρώτη φορά είδα. Είναι η εξαίρεση· και μάλιστα μια εξαίρεση όμορφη, μια εξαίρεση ευλογημένη. Μια εξαίρεση που δείχνει ότι ο Θεός εμπνέει και σήμερα ψυχές και βάζει μες στις καρδιές νέων παιδιών τον πόθο να αγαπήσουν πολύ το Χριστό.

Κακό είναι αυτό; Τόσο πολύ σε πείραξε αυτό; Και να σου πω και κάτι άλλο: είσαι καρδιογνώστης; Εσύ είσαι καρδιογνώστης; Ξέρεις την καρδιά του κάθε ανθρώπου; Δηλαδή, αν είναι επιπόλαιος, αν είναι ανώριμος, αν… Για περίμενε· ο πατήρ Πορφύριος δώδεκα χρονών πήγε στο Άγιο Όρος και σήμερα όλοι διαβάζουν τα βιβλία του και ακούνε τη ζωή του και συγκινούνται, και μετανιώνουν και βλέπουν θαύματα από αυτόν τον άνθρωπο, που από δώδεκα χρονών, όχι δεκαοχτώ, δώδεκα χρονών πήγε στο Άγιο Όρος. Και (από) πιο μικρός έκανε αγώνα πνευματικό. Και λες εσύ: «Ναι, αλλά αυτός είναι η εξαίρεση». Ωραία· και σένα ποιος σου είπε ότι αυτό το παιδί δε θα είναι η εξαίρεση; Εσύ που βιάζεσαι και λες, μην είσαι καρδιογνώστης, μην κάνεις αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει: να ξέρεις δήθεν τα μυστικά του κάθε ανθρώπου.