«Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Όταν όμως κάποιος το κάνει αυτό το δεύτερο, και από μικρός θέλει να γίνει μοναχός, ολόκληρη επανάσταση γίνεται. Ολόκληρη επανάσταση! Εγώ έχω πειστεί πλέον στη ζωή, ότι αυτά τα πράγματα είναι του Θεού. Κι αν είναι από το Θεό κάτι να γίνει, θα γίνει. Και αν δεν είναι από το Θεό, ο κόσμος να χαλάσει, δε θα γίνει! Δηλαδή, και να θέλει κάποιος να γίνει μοναχός δε θα γίνει, αν δεν είναι από το Θεό. Θα γίνει κάτι, ένα εμπόδιο… Αρκεί ο άλλος να έχει μια καλή προαίρεση. Να το καταλάβει και να σταματήσει. Γιατί, αν έχεις πείσμα, θα γίνεις μοναχός από ένα πείσμα, ίσως, όπως και θα παντρευτείς από ένα πείσμα. Και το έχεις πει· υπάρχουν και πολλοί αποτυχημένοι γάμοι, υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν να παντρευτούν, αλλά παντρεύτηκαν χωρίς να ξέρουν καλά καλά γιατί το έκαναν. Και αυτοί οι άνθρωποι ήταν από το Θεό (να παντρευτούν). Ίσως μέσα στην καρδιά τους να ήταν να αφιερωθούν στο Θεό, αλλά δεν ήξεραν αυτό το δρόμο, δεν τους μίλησε κανείς γι' αυτήν την προοπτική. Το θεωρούσαν απίστευτο, αδύνατο, αφύσικο, ασυνήθιστο.
Και όμως πολλούς ο Θεός τους έχει σήμερα με τέτοια κλίση, να αφιερωθούν σ' Αυτόν. Αλλά αυτή την κλίση δεν την καλλιεργεί κανείς στην εποχή μας. Κανείς δεν έρχεται σήμερα να εμπνεύσει νέους ανθρώπους να δοθούν στο Θεό. Τι ωραίο πράγμα, αυτό! Που το κατηγορούμε τόσο εύκολα. Να υπάρχουν άνθρωποι που θα προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Που θα ζουν αυτό που ζούσε ο στάρετς Παρθένιος στη Ρωσία. Ένας Άγιος ασκητής, που είπε μια μέρα στην Παναγία: «Παναγία μου, τι σημαίνει αυτό; Που έγινα, δηλαδή, μοναχός; Ποιο είναι το νόημα αυτού που έκανα; Πες μου το μυστικό αυτό». Και του απαντά η Παναγία: «Ξέρεις τι θα πει που έγινες μοναχός; Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αγιάζεις τον εαυτό σου για χάρη όλου του κόσμου». Να αγιάζεις τον εαυτό σου για χάρη όλου του κόσμου! Να γίνεις μια προσφορά για όλη την ανθρωπότητα. Να μην κοιμάμαι εγώ από αῦπνία, και να υπάρχουν στο Άγιο Όρος πατέρες που προσεύχονται άυπνοι για να με πάρει εμένα ο ύπνος. Να είμαι εγώ στα νοσοκομεία, να είμαι εγώ στις αμαρτίες μου, στις ασωτίες μου, στη φτώχια μου, στην ταλαιπωρία μου, στο διαζύγιο μου, στην αρρώστια μου και αυτοί να προσεύχονται για μένα. Είναι τόσο κακό αυτό, να αφιερωθούν άνθρωποι στο Θεό;
Εγώ δε σας κρύβω συγκινήθηκα πάρα πολύ που είδα ένα νέο παιδί. Όχι μόνο ένα· υπάρχουν πολλά παιδιά που πάνε να αφιερωθούν. Αλλά, αυτό (το παιδί) τελείωσε τώρα το Λύκειο και πήγε. Πήγε να δοκιμάσει αν θα μείνει. Δε ξέρω τι θα κάνει τελικά. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Γιατί, το είπα και σε κάποιον (που με ρώτησε): «Να σου πω κάτπ πες ότι αυτός που πάει να γίνει μοναχός και δοκιμάζει, μετά από λίγο καιρό το μετανιώνει και φεύγει». «Ε», λέει, «δεν θα είναι αποτυχημένος;» «Καθόλου», του λέω, «δεν το θεωρώ αποτυχία αυτό. Θα το θεωρώ μεγάλη ευλογία του Θεού στη ζωή του. Ποιο; Το ότι για τέσσερις μήνες, για πέντε μήνες, για όσο αντέξει και κάτσει εκεί πέρα, έχει ένα τέτοιο ιερό πόθο στην καρδιά του-κι ας μη τον εκπλήρωσε. Θα θυμάμαι πάντα ότι αυτός ο άνθρωπος πόθησε να αγγίξει μια κορυφή, να ανεβεί ψηλά. Έβαλε στόχο άγιο, ευλογημένο. Έβαλε στόχο θεϊκό. Κακό είναι αυτό; Έστω.. Δοκίμασε! Είδε τις αντοχές του, ότι δε φτάνουν ως εκεί ψηλά, και ταπεινά, είπε:„Δεν το μπορώ αυτό και φεύγω“. Δεν πειράζει. Μπράβο που το θέλησες, μπράβο που το πόθησες! Οι άλλοι θέλουν πράγματα μάταια».
Ο άλλος, λέει, έχω βάλει στόχο της ζωής μου να πάρω αυτοκίνητο την τάδε μάρκα· θα μαζέψω λεφτά. Είναι αυτός στόχος ζωής; Είναι αυτό κάτι που δίνει νόημα στη ζωή σου; Κάτι τόσο φοβερό; Και όμως, το κάνει· και κανείς δεν τον κοροϊδεύει. Κανείς δεν τολμά να του πει τίποτα, γιατί θα γίνει επεισόδιο και θα παρεξηγηθεί κιόλας. Και ο άλλος βάζει στόχο να πάει να δει τους Ολυμπιακούς. Είναι στόχος ζωής; Εντάξει, δεν το κατηγορώ, αλλά δεν είναι το ίδιο μ' έναν που λέει βάζω στόχο ζωής να αγαπήσω το Χριστό και να αφιερωθώ ολόψυχα σ' Αυτόν. Εγώ διδάχτηκα από αυτό. Να βλέπεις τώρα, τρεις η ώρα το πρωί να σηκώνεται, να πηγαίνει να διαβάζει το μεσονυκτικό, να κάνει υπακοή, να κάνει θυσίες να προσφέρει, να εργάζεται, να βοηθάει. Μας περιποιήθηκε, μας έφερε φαγητό. Μάλιστα με ήξερε. «Θα σου φέρω και άλλο», λέει, «πάτερ. Έχει μείνει ένα γλυκό. Το φυλάμε για σένα. Χάρηκα που ήρθες». Είναι ωραίο πράγμα. Ωραία πράγματα γίνονται μέσα στην Εκκλησία μας. Άγνωστα βέβαια και στους πολλούς άγνωστα και στα κανάλια. Γιατί η τηλεόραση αυτό δε θα το πει ποτέ! Δε θα πει (ότι) ο κόσμος δε χάθηκε, ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θέλουν ωραία πράγματα στη ζωή.
Εκεί στο μοναστήρι είδα και έναν άλλον άνθρωπο που μου είπε κάτι που με συγκίνησε. (Σας λέω, γύρισα από το Άγιο Όρος, έτσι; Και σας λέω μερικά που είναι φρέσκα στο μυαλό μου, που μ' άρεσαν και με άγγιξαν. Από αυτά που είδα, ίσως, και εσένα κάπως σε προβληματίσουν). Είδα έναν άνθρωπο ο οποίος μου είπε ταπεινά για τη ζωή του. Τον ήξερα και μου λέει: «Είχα πάει ιεραποστολή», πού πήγε, δε θυμάμαι· Ζαΐρ, Αφρική, κάπου πήγε. «Και ενώ πήγα, με ειδοποίησαν από το μοναστήρι ότι έπρεπε να γυρίσω στο μοναστήρι. Γιατί έπρεπε να γυρίσω. Υπήρχαν ανάγκες εδώ». «Εγώ», μου λέει, «αγαπούσα πάρα πολύ την ιεραποστολή. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που έκανα· αλλά εμείς οι μοναχοί έχουμε την υπακοή. Υπακούμε», λέει, «στον Πνευματικό μας. Δεν έχουμε», λέει, «δικαιώματα να λέμε „εγώ θέλω αυτό ή απαιτώ ή έχω πείσμα σ' αυτό που κάνω ή έχω αυτό που λέμε „προσπάθεια“ σ' αυτό που κάνω“». Δηλαδή, «προσπάθεια» θα πει εμπαθής προσκόλληση, το θέλω έντονα και δεν μπορώ με τίποτα να το αποχωριστώ. Αυτό είναι η «προσπάθεια».
Να μην μπορώ χωρίς κάτι. «Αυτό», λέει, «δεν το έχουμε εμείς. Εμείς τα μπορούμε όλα. Αλλά μπορούμε να τα αφήσουμε και όλα, αν μας το ζητήσουν. Δε σου κρύβω», μου λέει, «πάτερ, ότι μου άρεσε πάρα πολύ η ιεραποστολή. Να βλέπεις τους ανθρώπους να σε ακούν μ' ορθάνοιχτα τα μάτια και τα αυτιά. Έκπληκτοι να ρουφάνε τα λόγια του Χριστού. Να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να βαφτίζονται σε μεγάλη και σε μικρή ηλικία. Να καίνε τα βιβλία της μαγείας. Να βλέπεις θαύματα του Χριστού εκεί. Να βλέπεις τη δίψα των ανθρώπων, την αποτελεσματικότητα του Ευαγγελικού λόγου σ' αυτές τις ψυχές. Να ευφραίνεται η καρδιά σου. Να ευφραίνεσαι που προσφέρεις για τη δόξα του Χριστού. Να σε αγαπούν οι άνθρωποι και να τους αγαπάς. Να δένεσαι μαζί τους, γιατί εκεί τρως μαζί τους! Και ξαφνικά! να σου λένε από το μοναστήρι, εδώ στην Ελλάδα, ότι πρέπει να γυρίσεις πίσω (!..) Και τα άφησα όλα και έφυγα». Και του λέω: «Τώρα πότε θα ξαναπάτε»; Και μου λέει: «Δε θα ξαναπάω· γιατί μου είπαν ότι δεν πρέπει να ξαναπάω, για κάποιους λόγους που έχουν (ανάγκη) εδώ πέρα». Και μου το έλεγε και το πρόσωπό του… Λέω: «Πάτερ μη στενοχωριέστε». Μου λέει: «Δε στενοχωριέμαι, απλώς το αναφέρω». Και εγώ συγκινήθηκα. Κι αυτός δε συγκινήθηκε. Ήταν ψύχραιμος, ήταν νηφάλιος. Εγώ έφερα τον εαυτό μου στη θέση του και λέω ότι εγώ, αν μου το έκαναν αυτό, θα στεναχωριόμουνα. Ποιο; Να σου ακυρώνουν μια επιθυμία, να σου καταστρέφουν ένα σχέδιο. Να σου χαλάνε τα σχέδια και να σου λένε: «Τι θέλεις; Αυτό; Όχι· θα κάνεις εκείνο». Και λέει ο κάθε μοναχός: «Δεν πειράζει, δεν έχω σχέδιο». «Μα εκεί δε σου άρεσε»; «Μου άρεσε, αλλά και τώρα θα μου αρέσει αυτό το καινούργιο που θα μου πεις». Και τον είδα πολύ ψύχραιμο και νηφάλιο.
Και συγκινήθηκα· γιατί, όταν γύρισα εγώ από το Άγιο Όρος, με πήρε μια κυρία τηλέφωνο και μου έλεγε πως με τον άντρα της τσακώνονται, επειδή ο ένας δεν μπορούσε να υποχωρήσει στο χατίρι του άλλου και δεν μπορούσε κανείς από τους δυο να ακυρώσει τα δικά του σχέδια. Ήθελε ο καθένας να κάνει το δικό του. Φοβερό δεν είναι αυτό; Αυτό που οι μοναχοί το ζουν σαν μια καθημερινή άσκηση και αγώνα και μια πραγματικότητα στη ζωή τους, (οι περισσότεροι το έχουν βιώσει αυτό). Δεν έχουν θέλημα απαιτητικό σε τίποτα. Θα γίνεις ιερέας. Θα γίνω. Δε θα γίνεις ιερέας. Δε θα γίνω. Θα πας να γίνεις, ας πούμε, ψαράς να ψαρεύεις ψάρια στο μοναστήρι και μετά θα πας στη βιβλιοθήκη. Και εμένα μου αρέσουν τα ψάρια· μου αρέσει η θάλασσα, ο βυθός. Μου αρέσουν οι πετονιές. Μου αρέσει οτιδήποτε. Ωραία, ας σου αρέσει! Αυτή η ταπείνωση, αυτή η ετοιμότητα να αλλάζεις, να μαλακώνει η ψυχή σου, να είσαι ευέλικτος, να μην είσαι μονοκόμματος, να μην είσαι απαιτητικός. Αν το είχαμε αυτό εμείς εδώ στην πόλη, τα ζευγάρια θα ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένα. Οι οικογένειες θα ήταν πολύ χαρούμενες. Ο ένας θα υποχωρούσε στον άλλον.
Διδάχτηκα πάρα πολύ από αυτήν την ακύρωση της επιθυμίας αυτού του μοναχού. Του λέω: «Πάτερ, εγώ μόνο που σκέφτομαι αυτό που έκανες, να ξέρεις πως η ιεραποστολή σου συνεχίζεται… σ' ένα άλλο επίπεδο πλέον! Γιατί και αυτό το μήνυμα που τώρα βγαίνει και στους πατέρες εδώ, που ξέρουν τι κάνεις, και στον κόσμο που το ξέρει, και στην ιεραποστολή που θα το μάθουν, δηλαδή, ότι εσύ γύρισες όχι επειδή αντιπάθησες κάποιους ή επειδή τσακώθηκες ή επειδή δεν τους θέλεις, αλλά επειδή πάνω απ' όλα θέλεις να κάνεις το θέλημα του Θεού, δια του Πνευματικού σου, όπως φανερώνεται έτσι, αυτό είναι μεγάλη προσφορά! Είναι μεγάλη ιεραποστολή! Και εμένα», του λέω, «τώρα, να ξέρεις, με διδάσκεις. Σε μένα τώρα κάνεις ιεραποστολή. Τώρα που δεν είσαι σε ιεραποστολή στην Αφρική, είσαι ένας ιεραπόστολος και τώρα. Γιατί σιωπάς, ενώ έχεις τόσα να πεις· και πάλι λες· και τι λες. Λες τη λέξη „ταπείνωση“. Τη λέξη „υπακοή“. Τη λέξη „αγάπη στο Θεό“. Τη λέξη „θυσία“. Τη λέξη „αφήνομαι στο Θεό“, „εμπιστεύομαι“, „ηρεμώ“». Να είσαι, λένε οι Άγιοι, σαν μια σφαίρα που όταν την κυλάς στο πάτωμα, στο χώμα, πάει παντού. Μια σφαίρα, μια μπάλα πηγαίνει παντού. Δεν έχει γωνίες να σκαλώσει. Όπως κυλήσει, πηγαίνει. «Αυτό έχεις πετύχει», του λέω, «και εσύ. Είσαι σαν μια σφαίρα στα χέρια του θεού και σε πηγαίνει όπου θέλει και εσύ δεν αντιδράς. Είσαι σαν ένα φυλλαράκι του φθινοπώρου που πέφτει κάτω στην αυλή. Τα ξερά φύλλα τα φυσάει ο άνεμος και βλέπεις καθώς κατρακυλάνε τακ-τακ-τακ γυρνάνε, γυρνάνε, γυρνάνε και κάπου σταματάνε· και μετά πάλι φυσάει ο άνεμος και τα πάει πιο κάτω. Και τα φυλλαράκια αυτά δεν έχουν απαίτηση, δεν πάνε κόντρα στην πνοή του Θεού. Στην πνοή αυτού του ανέμου». Οι μοναχοί το ζουν αυτό. Οι καλοί μοναχοί το ζουν γιατί, αν κανείς δε θέλει να αγωνιστεί, και στο μοναστήρι να είναι μπορεί να έχει και εκεί πείσματα και να λέει: «Όχι, εγώ θέλω αυτό» ή να πάει με ένα πλάγιο τρόπο να το πετύχει. Αλλά τώρα μιλάμε για έναν άνθρωπο που θέλει να κάνει αγώνα. Και — δε σου λέω ψέματα- αυτός ο άνθρωπος στο πρόσωπό του είχε μια ηρεμία! Εγώ δε θα την είχα αυτήν την ηρεμία κάθε φορά. Δηλαδή, το ζηλεύω αυτό· θα' θελα και εγώ έτσι να είμαι, αν ακυρωθεί κάτι στη ζωή μου. Γιατί, όταν κάνεις κάτι για το Θεό, δεν κολλάς σ' αυτό που κάνεις αλλά κολλάς σ' αυτό το «άλλο» που είπαμε· ότι κάνεις κάτι για το Θεό! Οπότε, θέλω εγώ να κάνω κάτι για Σένα, Χριστέ μου!. Αν αυτό που Εσύ θες, είναι να πάω για ιεραποστολή, θα το κάνω· όχι επειδή είναι ιεραποστολή, αλλά επειδή το κάνω για Σένα. Η χαρά μου δεν είναι η ιεραποστολή για την ιεραποστολή, αλλά η ιεραποστολή γιατί αυτό το θέλεις Εσύ. Και μέσα από αυτό εγώ αγαπώ Εσένα. Αν ξέρω, όμως, ότι Εσύ θεςνα Σε αγαπήσω μέσα από μια επιστροφή και να μπω στο αεροπλάνο και να πάρω (μου έλεγε αυτός ο μαναχός, πώς πήρε τις κούτες, τα πράγματά του, τα φόρτωσε, γύρισε) αν θέλεις να Σε αγαπώ έτσι, θα Σε αγαπώ έτσι! Γιατί για μένα, το ζητούμενο είναι να Σε αγαπώ, ασχέτως του πώς θα Σε αγαπώ!..