26 Και ενώ έτρωγαν, παίρνοντας ο Ιησούς τον άρτο, και αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδινε στους μαθητές, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου. 27 Και παίρνοντας το ποτήρι, κι αφού ευχαρίστησε, τους έδωσε, λέγοντας: Πιείτε απ' αυτό όλοι· 28 επειδή, τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών. 29 Και σας λέω ότι, δεν θα πιω στο εξής από τούτο το γέννημα της αμπέλου, μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν θα το πίνω καινούργιο μαζί σας στη βασιλεία τού Πατέρα μου. 30 Και αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο όρος των ελαιών.
31 Τότε, ο Ιησούς τούς λέει: Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα χτυπήσω τον ποιμένα, και τα πρόβατα του ποιμνίου θα διασκορπιστούν»· 32 και αφού αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία. 33 Και απαντώντας ο Πέτρος, του είπε: Και αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ποτέ δεν θα σκανδαλιστώ. 34 Ο Ιησούς τού είπε: Σε διαβεβαιώνω ότι, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. 35 Ο Πέτρος λέει σ' αυτόν: Και αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ. Το ίδιο είπαν και όλοι οι μαθητές.
36 Τότε, έρχεται μαζί τους ο Ιησούς σε ένα χωριό, που λέγεται Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές: Καθήστε αυτού, μέχρις ότου πάω και προσευχηθώ εκεί. 37 Και αφού παρέλαβε τον Πέτρο και τους δύο γιους τού Ζεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί. 38 Τότε, τους λέει: Η ψυχή μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ και αγρυπνείτε μαζί μου. 39 Και αφού προχώρησε λίγο, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, προσευχόμενος και λέγοντας: Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας παρέλθει από μένα αυτό το ποτήρι· όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλ' όπως εσύ. 40 Και έρχεται προς τους μαθητές, και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει προς τον Πέτρο: Έτσι δεν μπορέσατε να αγρυπνήσετε μία ώρα μαζί μου; 41 Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι αδύναμη. 42 Ξανά, για δεύτερη φορά πήγε και προσευχήθηκε, λέγοντας: Πατέρα μου, αν δεν είναι δυνατόν να παρέλθει από μένα τούτο το ποτήρι, χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου. 43 Και όταν ήρθε τούς βρίσκει πάλι να κοιμούνται· επειδή, τα μάτια τους ήσαν βαριά. 44 Και αφού τους άφησε, πήγε ξανά και προσευχήθηκε για τρίτη φορά, λέγοντας τον ίδιο λόγο. 45 Τότε, έρχεται στους μαθητές, και τους λέει: Κοιμάστε, λοιπόν, και αναπαύεστε· να! πλησίασε η ώρα, και ο Υιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών· 46 σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει.
47 Και ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ήρθε· και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού. 48 Και εκείνος που τον παρέδινε, τους έδωσε ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον. 49 Κι αμέσως, αφού πλησίασε τον Ιησού, είπε: Χαίρε, Ραββί· και τον καταφίλησε. 50 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Φίλε, γιατί ήρθες; Τότε, αφού ήρθαν κοντά, έβαλαν τα χέρια επάνω στον Ιησού, και τον έπιασαν. 51 Και ξάφνου, ένας, από εκείνους που ήσαν μαζί με τον Ιησού, απλώνοντας το χέρι, τράβηξε τη μάχαιρά του, και χτυπώντας τον δούλο τού αρχιερέα, του απέκοψε το αυτί του. 52 Τότε, ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Ξαναβάλε τη μάχαιρά σου στη θέση της· επειδή, όλοι όσοι πιάσουν μάχαιρα, με μάχαιρα θα πεθάνουν· 53 ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τώρα κιόλας τον Πατέρα μου, και θα στήσει κοντά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων; 54 Πώς, λοιπόν, θα εκπληρωθούν οι γραφές, ότι έτσι πρέπει να γίνει; 55 Κατά την ώρα εκείνη ο Ιησούς είπε προς τα πλήθη: Βγήκατε σαν σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε; Καθημερινά καθόμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε. 56 Και όλο αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι γραφές των προφητών. Τότε, όλοι οι μαθητές, αφού τον εγκατέλειψαν, έφυγαν.
57 Και εκείνοι που είχαν πιάσει τον Ιησού, τον έφεραν στον αρχιερέα Καϊάφα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι. 58 Ο δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά, μέχρι την αυλή τού αρχιερέα· και αφού μπήκε μέσα, καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος. 59 Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία ενάντια στον Ιησού, για να τον θανατώσουν· 60 και δεν βρήκαν· και παρόλο που ήρθαν πολλοί ψευδομάρτυρες, δεν βρήκαν. Ύστερα, όμως, καθώς προσήλθαν δύο ψευδομάρτυρες, 61 είπαν: Αυτός είπε: Μπορώ να γκρεμίσω τον ναό τού Θεού, και μέσα σε τρεις ημέρες να τον κτίσω. 62 Και αφού σηκώθηκε ο αρχιερέας, του είπε: Δεν απαντάς; Τι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου; 63 Και ο Ιησούς σιωπούσε. Και απαντώντας ο αρχιερέας, του είπε: Σε ορκίζω στον ζωντανό Θεό, να μας πεις, αν εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού. 64 Ο Ιησούς λέει σ' αυτόν: Εσύ το είπες· όμως, σας λέω: Στο εξής, θα δείτε τον Υιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού. 65 Τότε, ο αρχιερέας ξέσχισε τα ιμάτιά του, λέγοντας ότι: Βλασφήμησε· τι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες. Να, τώρα ακούσατε τη βλασφημία του· 66 τι σας φαίνεται; Και εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Είναι ένοχος θανάτου. 67 Τότε, έφτυσαν στο πρόσωπό του, και τον γρονθοκόπησαν· άλλοι, μάλιστα, τον χαστούκισαν, 68 λέγοντας: Προφήτευσε σε μας, Χριστέ, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;
69 Ο δε Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή· και ήρθε κοντά του μία δούλη, λέγοντας: Κι εσύ ήσουν μαζί με τον Ιησού, τον Γαλιλαίο. 70 Και εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: Δεν ξέρω τι λες. 71 Και όταν βγήκε έξω στον πυλώνα, τον είδε μια άλλη, και λέει σ' αυτούς που ήσαν εκεί: Κι αυτός ήταν μαζί με τον Ιησού, τον Ναζωραίο. 72 Αρνήθηκε και πάλι, με όρκο, ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. 73 Και ύστερα από λίγο, καθώς ήρθαν κοντά αυτοί που στέκονταν τριγύρω, είπαν στον Πέτρο: Στ' αλήθεια, κι εσύ είσαι απ' αυτούς· επειδή, και η ομιλία σου σε κάνει φανερόν. 74 Τότε, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. Κι αμέσως λάλησε ο πετεινός. 75 Και ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο του Ιησού, που του είχε πει ότι: Πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Και βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά.
Κεφάλαιον 27
1 ΚΑΙ όταν έγινε πρωί, όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού έκαναν συμβούλιο εναντίον του Ιησού για να τον θανατώσουν. 2 Και αφού τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, τον ηγεμόνα.
3 Τότε, ο Ιούδας, αυτός που τον παρέδωσε, βλέποντας ότι καταδικάστηκε, αφού μεταμελήθηκε επέστρεψε στους πρεσβύτερους τα 30 αργύρια, 4 λέγοντας: Αμάρτησα, επειδή παρέδωσα αθώο αίμα. Και εκείνοι είπαν: Και σε μας, τι; Αφορά εσένα. 5 Και ρίχνοντας τα αργύρια μέσα στον ναό, αναχώρησε· και φεύγοντας κρεμάστηκε. 6 Και οι ιερείς, παίρνοντας τα αργύρια, είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο· επειδή, είναι τιμή αίματος. 7 Και αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν μ' αυτά το χωράφι τού κεραμέα, για να θάβονται εκεί οι ξένοι. 8 Γι' αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε: Χωράφι αίματος, μέχρι τη σημερινή ημέρα. 9 Τότε, εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού Ιερεμία τού προφήτη, που είπε: «Και πήραν τα 30 αργύρια, την τιμή που εκτιμήθηκε, τον οποίο εκτίμησαν οι γιοι Ισραήλ, 10 και τα έδωσαν στο χωράφι τού κεραμέα, καθώς ο Κύριος παρήγγειλε σε μένα».