16 Και οι έντεκα μαθητές πήγαν στη Γαλιλαία, στο βουνό, όπου τους είχε παραγγείλει ο Ιησούς. 17 Και αφού τον είδαν, τον προσκύνησαν· μερικοί, όμως, δίστασαν. 18 Και καθώς ο Ιησούς τους πλησίασε, τους μίλησε, λέγοντας: Δόθηκε σε μένα κάθε εξουσία στον ουρανό και επάνω στη γη. 19 Αφού, λοιπόν, πορευτείτε, κάντε μαθητές όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα παρήγγειλα σε σας· και δέστε, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι τη συντέλεια του αιώνα. Αμήν.
ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Κεφάλαιον 1
1 Η ΑΡΧΗ τού ευαγγελίου τού Ιησού Χριστού, του Υιού τού Θεού· 2 καθώς είναι γραμμένο στους προφήτες: «Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, που θα ετοιμάσει τον δρόμο σου μπροστά σου». 3 «Φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο: Ετοιμάστε τον δρόμο τού Κυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του». 4 Ο Ιωάννης εμφανίστηκε βαπτίζοντας στην έρημο, και κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας προς άφεση αμαρτιών. 5 Και έβγαιναν προς αυτόν ολόκληρη η περιοχή τής Ιουδαίας, και οι Ιεροσολυμίτες, και όλοι βαπτίζονταν απ' αυτόν μέσα στον ποταμό Ιορδάνη, αφού ομολογούσαν έκφωνα τις αμαρτίες τους. 6 Και ο Ιωάννης ήταν ντυμένος με τρίχες από καμήλα, και είχε ζώνη δερμάτινη γύρω από τη μέση του, τρώγοντας δε ακρίδες και μέλι από άγριες μέλισσες. 7 Και κήρυττε, λέγοντας: Πίσω από μένα έρχεται ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος, σκύβοντας, να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του· 8 εγώ μεν σας βάπτισα με νερό· αυτός, όμως, θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο.
9 Και κατά τις ημέρες εκείνες ήρθε ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ τής Γαλιλαίας, και βαπτίστηκε από τον Ιωάννη μέσα στον Ιορδάνη. 10 Κι αμέσως, καθώς ανέβαινε από το νερό, είδε τούς ουρανούς να σχίζονται, και το Πνεύμα να κατεβαίνει επάνω του σαν περιστέρι. 11 Και φωνή ακούστηκε από τους ουρανούς: Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα.
12 Κι αμέσως, το Πνεύμα τον βγάζει έξω στην έρημο. 13 Και βρισκόταν εκεί μέσα στην έρημο 40 ημέρες πειραζόμενος από τον σατανά· και ήταν μαζί με τα θηρία· και οι άγγελοι τον υπηρετούσαν.
14 ΚΑΙ αφού παρέδωσαν τον Ιωάννη, ο Ιησούς ήρθε στη Γαλιλαία, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού, 15 και λέγοντας, ότι: Ο καιρός συμπληρώθηκε και η βασιλεία τού Θεού πλησίασε· μετανοείτε και πιστεύετε στο ευαγγέλιο.
16 Και περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Σίμωνα και τον αδελφό του τον Ανδρέα, να ρίχνουν το δίχτυ στη θάλασσα· επειδή, ήσαν ψαράδες· 17 και ο Ιησούς είπε σ' αυτούς: Ελάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων. 18 Κι αμέσως, αφήνοντας τα δίχτυα τους, τον ακολούθησαν. 19 Και αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, είδε τον Ιάκωβο, αυτόν τού Ζεβεδαίου, και τον αδελφό του, τον Ιωάννη, κι αυτούς μέσα στο πλοίο επισκευάζοντας τα δίχτυα τους. 20 Κι αμέσως τους κάλεσε· και αφήνοντας στο πλοίο τον πατέρα τους, τον Ζεβεδαίο, μαζί με τους μισθωτούς, πήγαν πίσω του.
21 Και μπαίνουν μέσα στην Καπερναούμ· κι αμέσως κατά το σάββατο, ο Ιησούς μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή δίδασκε. 22 Και εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του· επειδή, τους δίδασκε ως κάτοχος εξουσίας, και όχι όπως οι γραμματείς. 23 Και μέσα στη συναγωγή τους ήταν ένας άνθρωπος που είχε ακάθαρτο πνεύμα, και κραύγασε, 24 λέγοντας: Αλλοίμονο! Τι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Ιησού Ναζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι, ο Άγιος του Θεού. 25 Και ο Ιησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σώπα, και βγες έξω απ' αυτόν. 26 Και το ακάθαρτο πνεύμα, αφού τον συντάραξε και έκραξε με δυνατή φωνή, βγήκε απ' αυτόν. 27 Και όλοι έμειναν έκθαμβοι, ώστε συζητούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Τι είναι αυτό; Ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία; Επειδή, με εξουσία προστάζει και τα ακάθαρτα πνεύματα, και τον υπακούν. 28 Κι αμέσως βγήκε η φήμη του σε ολόκληρη την περίχωρο της Γαλιλαίας.
29 Κι αμέσως, αφού βγήκαν από τη συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι τού Σίμωνα και του Ανδρέα, μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. 30 Η δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κατάκοιτη υποφέροντας από πυρετό· κι αμέσως τού μίλησαν γι' αυτήν. 31 Και καθώς πλησίασε, τη σήκωσε, πιάνοντας το χέρι της· και ο πυρετός τήν άφησε αμέσως, και τους υπηρετούσε. 32 Και αφού έγινε βράδυ, όταν έδυσε ο ήλιος, έφεραν σ' αυτόν όλους εκείνους που έπασχαν, και τους δαιμονιζόμενους· 33 και ολόκληρη η πόλη ήταν συγκεντρωμένη μπροστά από την πόρτα. 34 Και θεράπευσε πολλούς που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες· και έβγαλε πολλά δαιμόνια, και δεν άφηνε τα δαιμόνια να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν.
35 Και το πρωί, ενώ ήταν πολύ σκοτάδι, αφού σηκώθηκε, βγήκε έξω, και πήγε σε έναν ερημικό τόπο, και εκεί προσευχόταν. 36 Και έτρεξαν πίσω του ο Σίμωνας κι αυτοί που ήσαν μαζί του. 37 Και μόλις τον βρήκαν, του λένε, ότι: Όλοι σε ζητούν. 38 Και τους λέει: Ας πάμε στις κωμοπόλεις που είναι κοντά, για να κηρύξω και εκεί· επειδή, γι' αυτό εξήλθα. 39 Και κήρυττε στις συναγωγές τους, σε ολόκληρη τη Γαλιλαία, και έβγαζε τα δαιμόνια.
40 Και έρχεται σ' αυτόν ένας λεπρός, παρακαλώντας τον, και γονατίζοντας μπροστά του, και λέγοντάς του, ότι: Αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις. 41 Και ο Ιησούς, επειδή τον σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, και τον άγγιξε, και του λέει: Θέλω, να καθαριστείς. 42 Και καθώς το είπε αυτό, η λέπρα έφυγε αμέσως απ' αυτόν, και καθαρίστηκε. 43 Και αφού τον πρόσταξε με αυστηρότητα, αμέσως τον έβγαλε έξω, 44 και του λέει: Πρόσεξε, μη πεις τίποτε σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου όσα ο Μωυσής πρόσταξε για μαρτυρία σ' αυτούς. 45 Εκείνος, όμως, βγαίνοντας έξω, άρχισε να διακηρύττει πολλά, και να διαφημίζει τον λόγο, ώστε αυτός δεν μπορούσε να μπαίνει φανερά μέσα σε πόλη· αλλά, έμενε έξω σε έρημους τόπους, και έρχονταν σ' αυτόν από παντού.
Κεφάλαιον 2
1 Και ύστερα από ημέρες, ξαναμπήκε μέσα στην Καπερναούμ· και ακούστηκε ότι βρίσκεται σε ένα σπίτι. 2 Κι αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν τους χωρούσαν πλέον ούτε οι χώροι κοντά στην πόρτα· και τους κήρυττε τον λόγο. 3 Και έρχονται σ' αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που βασταζόταν από τέσσερις ανθρώπους. 4 Και επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν, εξαιτίας τού πλήθους, χάλασαν τη στέγη όπου ήταν, και κάνοντας ένα άνοιγμα, κατεβάζουν το κρεβάτι επάνω στο οποίο ήταν ο παράλυτος. 5 Βλέποντας δε ο Ιησούς την πίστη τους, λέει στον παράλυτο: Παιδί μου, οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες. 6 Κάθονταν, όμως, εκεί και μερικοί από τους γραμματείς, και συλλογίζονταν μέσα στις καρδιές τους: 7 Γιατί αυτός μιλάει τέτοιες βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μονάχα ένας, ο Θεός; 8 Κι αμέσως, επειδή ο Ιησούς κατάλαβε με το πνεύμα του ότι έτσι συλλογίζονται μέσα τους, τους είπε: Γιατί συλλογίζεστε αυτά μέσα στις καρδιές σας; 9 Τι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: Οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες ή να πω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και περπάτα; 10 Αλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Υιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες, (λέει στον παράλυτο): 11 Σε σένα λέω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και πήγαινε στο σπίτι σου. 12 Κι αμέσως σηκώθηκε, και αφού πήρε το κρεβάτι, βγήκε έξω μπροστά σε όλους· ώστε όλοι εκπλήττονταν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας, ότι: Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα.
13 Και βγήκε πάλι έξω κοντά στη θάλασσα· και ολόκληρο το πλήθος ερχόταν σ' αυτόν, και τους δίδασκε. 14 Και διαβαίνοντας είδε τον Λευί, εκείνον τού Αλφαίου, να κάθεται στο τελωνείο· και του λέει: Ακολούθα με. Και αφού σηκώθηκε, τον ακολούθησε. 15 Και ενώ καθόταν στο τραπέζι στο σπίτι του, συγκάθονταν και πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί μαζί με τον Ιησού και τους μαθητές του· επειδή, ήσαν πολλοί, και τον ακολούθησαν. 16 Οι γραμματείς, όμως, και οι Φαρισαίοι, βλέποντάς τον ότι έτρωγε μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητές του: Γιατί τρώει και πίνει μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς; 17 Και ο Ιησούς, ακούγοντας, λέει σ' αυτούς: Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν· δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια δικαίους, αλλά αμαρτωλούς.