Выбрать главу

18 Και ανήγγειλαν στον Ιωάννη οι μαθητές του για όλα αυτά. 19 Και ο Ιωάννης, αφού προσκάλεσε δύο, κάποιους, από μαθητές του, έστειλε στον Ιησού, λέγοντας: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; 20 Και αφού οι άνθρωποι ήρθαν σ' αυτόν, είπαν: Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μάς έστειλε σε σένα, λέγοντας: Εσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε; 21 Και κατά την ώρα εκείνη θεράπευσε πολλούς από αρρώστιες και βασανιστικές παθήσεις, και από πονηρά πνεύματα, και σε πολλούς τυφλούς χάρισε το φως για να βλέπουν. 22 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Πηγαίνετε και αναγγείλατε στον Ιωάννη όσα είδατε και ακούσατε, ότι: Τυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούν τα χαρμόσυνα νέα· 23 και μακάριος είναι όποιος με μένα δεν σκανδαλιστεί. 24 Και αφού οι απεσταλμένοι τού Ιωάννη αναχώρησαν, άρχισε να λέει στα πλήθη για τον Ιωάννη: Τι βγήκατε στην έρημο να δείτε; Ένα καλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο; 25 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν άνθρωπο ντυμένον με απαλά ιμάτια; Δέστε, αυτοί που είναι ντυμένοι με πολυτελή ιμάτια και ζουν μέσα σε απολαύσεις, βρίσκονται μέσα στα βασιλικά παλάτια. 26 Αλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν προφήτη; Ναι, σας λέω, και περισσότερο από προφήτη. 27 Αυτός είναι για τον οποίο είναι γραμμένο: «Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, ο οποίος θα προπαρασκευάσει μπροστά σου τον δρόμο σου». 28 Επειδή, σας λέω ότι, ανάμεσα σ' αυτούς που γεννήθηκαν από γυναίκα κανένας προφήτης δεν είναι μεγαλύτερος από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή· εντούτοις, ο μικρότερος μέσα στη βασιλεία τού Θεού είναι μεγαλύτερος απ' αυτόν. 29 Και ολόκληρος ο λαός ακούγοντας, και οι τελώνες, δικαίωσαν τον Θεό καθώς που βαπτίστηκαν το βάπτισμα του Ιωάννη. 30 Ενώ οι Φαρισαίοι και οι νομικοί αθέτησαν για τον εαυτό τους τη βουλή τού Θεού, καθώς δεν βαπτίστηκαν απ' αυτόν. 31 Και ο Κύριος είπε: Με τι, λοιπόν, να εξομοιώσω τούς ανθρώπους αυτής τής γενεάς; Και με τι είναι όμοιοι; 32 Είναι όμοιοι με παιδιά, που κάθονται στην αγορά και φωνάζουν αναμεταξύ τους, και λένε: Σας παίξαμε φλογέρα, και δεν χορέψατε· σας μοιρολογήσαμε, και δεν κλάψατε. 33 Επειδή, ήρθε ο Ιωάννης ο Βαπτιστής μήτε τρώγοντας ψωμί μήτε πίνοντας κρασί, και λέτε: Έχει δαιμόνιο. 34 Ήρθε ο Υιός τού ανθρώπου τρώγοντας και πίνοντας, και λέτε: Δέστε, ένας άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. 35 Και η σοφία δικαιώθηκε από όλα τα παιδιά της.

36 Και ένας από τους Φαρισαίους τον παρακαλούσε να φάει μαζί του· και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι τού Φαρισαίου, κάθησε στο τραπέζι. 37 Και ξάφνου, μια γυναίκα στην πόλη, που ήταν αμαρτωλή, μαθαίνοντας ότι κάθεται στο τραπέζι στο σπίτι τού Φαρισαίου, έφερε ένα αλάβαστρο με μύρο· 38 και αφού στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια του με τα δάκρυα, και τα σκούπιζε με τις τρίχες τού κεφαλιού της, και καταφιλούσε τα πόδια του, και τα άλειφε με το μύρο. 39 Βλέποντας δε ο Φαρισαίος, αυτός που τον είχε καλέσει, είπε μέσα του, λέγοντας: Αυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι λογής είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, επειδή είναι αμαρτωλή. 40 Και ο Ιησούς, αποκρινόμενος, είπε σ' αυτόν: Σίμωνα, έχω να σου πω κάτι. Και εκείνος λέει: Δάσκαλε, πες. 41 Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε 500 δηνάρια, ενώ ο άλλος 50. 42 Και επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς, πες μου, θα τον αγαπήσει περισσότερο; 43 Και ο Σίμωνας, απαντώντας, είπε: Νομίζω ότι εκείνος στον οποίο χάρισε το περισσότερο. Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Σωστά έκρινες. 44 Και αφού στράφηκε στη γυναίκα, είπε στον Σίμωνα: Βλέπεις αυτή εδώ τη γυναίκα; Μπήκα μέσα στο σπίτι σου, νερό για τα πόδια μου δεν έδωσες· αυτή, όμως, με τα δάκρυά της έβρεξε τα πόδια μου, και με τις τρίχες τού κεφαλιού της τα σκούπισε. 45 Φίλημα δεν μου έδωσες· αυτή, όμως, από τη στιγμή που μπήκα μέσα, δεν σταμάτησε να καταφιλάει τα πόδια μου. 46 Με λάδι δεν άλειψες το κεφάλι μου· αυτή, όμως, άλειψε τα πόδια μου με μύρο. 47 Γι' αυτό, σου λέω, συγχωρημένες είναι οι πολλές αμαρτίες της· επειδή, αγάπησε πολύ· σε όποιον, όμως, λίγο συγχωρείται, λίγο αγαπάει. 48 Και της είπε: Οι αμαρτίες σου είναι συγχωρημένες. 49 Και οι συγκαθήμενοι στο τραπέζι άρχισαν να λένε μέσα τους: Ποιος είναι αυτός που συγχωρεί και αμαρτίες; 50 Και στη γυναίκα είπε: Η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη.

Κεφάλαιον 8

1 ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, αυτός περνούσε μέσα από κάθε πόλη και κωμόπολη, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα για τη βασιλεία τού Θεού· και οι δώδεκα ήσαν μαζί του· 2 και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευθεί από πονηρά πνεύματα και ασθένειες, η Μαρία, που λεγόταν Μαγδαληνή, από την οποία είχαν βγει επτά δαιμόνια, 3 και η Ιωάννα, η γυναίκα τού Χουζά, του επιτρόπου τού Ηρώδη, και η Σουσάννα, και πολλές άλλες, που τον υπηρετούσαν από τα υπάρχοντά τους.

4 Και επειδή ένα μεγάλο πλήθος έτρεχε κοντά του και έρχονταν σ' αυτόν από κάθε πόλη, είπε με παραβολή: 5 Βγήκε εκείνος που σπέρνει για να σπείρει τον σπόρο του· και ενώ έσπερνε, άλλο μεν έπεσε κοντά στον δρόμο, και καταπατήθηκε, και τα πουλιά τού ουρανού το κατέφαγαν. 6 Και άλλο έπεσε επάνω στην πέτρα, και ενώ βλάστησε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε ικμάδα. 7 Και άλλο έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια, και καθώς τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί, το έπνιξαν ολοκληρωτικά. 8 Και άλλο έπεσε επάνω στην καλή γη, και όταν βλάστησε, έκανε εκατονταπλάσιο καρπό. Λέγοντας αυτά, φώναζε: Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.

9 Και οι μαθητές του τον ρωτούσαν, λέγοντας: Τι σημαίνει αυτή η παραβολή; 10 Και εκείνος είπε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας τού Θεού· στους υπόλοιπους, όμως, με παραβολές, για να μη βλέπουν ενώ βλέπουν, και να μη καταλαβαίνουν ενώ ακούν.

11 Αυτή δε η παραβολή σημαίνει: Ο σπόρος είναι ο λόγος τού Θεού· 12 και εκείνοι που σπέρνονται κοντά στον δρόμο είναι αυτοί που ακούν· έπειτα, έρχεται ο διάβολος, και αφαιρεί τον λόγο από την καρδιά τους, για να μη πιστέψουν και σωθούν. 13 Εκείνοι δε που σπέρνονται επάνω στην πέτρα, είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, δέχονται τον λόγο με χαρά· κι αυτοί δεν έχουν ρίζα· οι οποίοι πιστεύουν για λίγο, και σε καιρό πειρασμού αποστατούν. 14 Εκείνο δε που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι εκείνοι που άκουσαν, και από μέριμνες και πλούτο και ηδονές τής ζωής, πηγαίνουν, και συμπνίγονται, και δεν φτάνουν στον καρπό. 15 Ενώ εκείνοι στην καλή γη, αυτοί είναι εκείνοι, που, ενώ άκουσαν τον λόγο, τον κρατούν σε καλή και αγαθή καρδιά, και καρποφορούν με υπομονή.

16 Και κανένας, ο οποίος έχει ανάψει ένα λυχνάρι, δεν το σκεπάζει με ένα σκεύος ή το βάζει κάτω από το κρεβάτι· αλλά, το βάζει επάνω στον λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως αυτοί που μπαίνουν μέσα. 17 Επειδή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, που δεν θα γίνει φανερό· ούτε κάτι κρυμμένο, που δεν θα γίνει γνωστό, και δεν θάρθει στο φανερό. 18 Προσέχετε, λοιπόν, πώς ακούτε· επειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί· και όποιος δεν έχει, και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί.

19 Και ήρθαν σ' αυτόν η μητέρα του και οι αδελφοί του, και δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξαιτίας τού πλήθους. 20 Και του αναγγέλθηκε από μερικούς, λέγοντας: Η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω, θέλοντας να σε δουν. 21 Και εκείνος, απαντώντας, είπε σ' αυτούς: Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο τού Θεού και τον εκτελούν.

22 ΚΑΙ σε μια από τις ημέρες εκείνες μπήκε μέσα σε ένα πλοίο αυτός και οι μαθητές του· και τους είπε: Ας περάσουμε στην αντίπερα πλευρά τής λίμνης. Και σηκώθηκαν. 23 Και ενώ έπλεαν, αποκοιμήθηκε. Και στη λίμνη κατέβηκε ένας ανεμοστρόβιλος· και το πλοίο γέμιζε, και κινδύνευαν. 24 Και αφού ήρθαν κοντά του, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Κύριε, Κύριε, χανόμαστε. Και εκείνος, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και την ταραχή τού νερού· και σταμάτησαν, και έγινε γαλήνη. 25 Και τους είπε: Πού είναι η πίστη σας; Και ενώ φοβήθηκαν, θαύμασαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που και τους ανέμους προστάζει, και το νερό, και υπακούν σ' αυτόν.

26 Και κατέπλευσαν στη χώρα των Γαδαρηνών, που είναι αντίπερα από τη Γαλιλαία. 27 Και καθώς βγήκε έξω στη γη, τον συνάντησε ένας άνθρωπος από την πόλη, που από πολλά χρόνια είχε δαιμόνια, και δεν ντυνόταν με ιμάτιο, και σε σπίτι δεν έμενε, αλλά έμενε στα μνήματα. 28 Και καθώς είδε τον Ιησού, φώναξε δυνατά και έπεσε μπροστά του, και, με δυνατή φωνή, είπε: Τι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα, Ιησού, Υιέ τού Ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις. 29 Για τον λόγο ότι, πρόσταξε στο ακάθαρτο πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο· επειδή, πριν πολλά χρόνια τον είχε συναρπάξει, και τον έδεναν με αλυσίδες, και τον φύλαγαν με ποδόδεσμα· και διασπάζοντας τα δεσμά φερόταν από το δαιμόνιο στις ερημιές. 30 Και ο Ιησούς τον ρώτησε, λέγοντας: Τι είναι το όνομά σου; Και εκείνος είπε: Λεγεώνα· επειδή, πολλά δαιμόνια είχαν μπει μέσα σ' αυτόν. 31 Και τον παρακαλούσαν να μη τα προστάξει να αναχωρήσουν προς την άβυσσο. 32 Και ήταν εκεί μια αγέλη από πολλά γουρούνια, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν μέσα σ' εκείνα· και τους το επέτρεψε. 33 Και τα δαιμόνια, βγαίνοντας από τον άνθρωπο, μπήκαν μέσα στα γουρούνια· και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη λίμνη, και πνίγηκε. 34 Και οι βοσκοί βλέποντας το συμβάν, έφυγαν· και καθώς αναχώρησαν, το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια. 35 Και βγήκαν για να δουν το γεγονός· και ήρθαν στον Ιησού, και βρήκαν τον άνθρωπο, από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά στα πόδια τού Ιησού, ντυμένον και να είναι στα λογικά του· και φοβήθηκαν. 36 Τους διηγήθηκαν μάλιστα και εκείνοι που είδαν, πώς σώθηκε ο δαιμονιζόμενος. 37 Και ολόκληρο το πλήθος τής χώρας των Γαδαρηνών τον παρακάλεσαν να αναχωρήσει απ' αυτούς, επειδή κατέχονταν από μεγάλον φόβο· κι αυτός, μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, επέστρεψε. 38 Και ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, τον παρακαλούσε να είναι μαζί του· ο Ιησούς, όμως, τον απέλυσε, λέγοντας: 39 Επίστρεψε στην οικογένειά σου, και να διηγείσαι όσα έκανε σε σένα ο Θεός. Και αναχώρησε κηρύττοντας σε ολόκληρη την πόλη όσα έκανε σ' αυτόν ο Ιησούς.