37 Και την επόμενη ημέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον συνάντησε ένα μεγάλο πλήθος. 38 Και ξάφνου, ένας άνθρωπος φώναξε δυνατά μέσα από το πλήθος, λέγοντας: Δάσκαλε, σε παρακαλώ, επίβλεψε επάνω στον γιο μου, επειδή μού είναι μονογενής. 39 Και δες, τον πιάνει ένα δαιμόνιο, και ξαφνικά φωνάζει δυνατά, και τον σπαράζει, μαζί με αφρό, και δύσκολα αναχωρεί απ' αυτόν, συντρίβοντάς τον. 40 Και παρακάλεσα τους μαθητές σου για να το βγάλουν, και δεν μπόρεσαν. 41 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε: Ω, άπιστη και διεστραμμένη γενεά, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας, και θα σας υπομένω; Φέρε εδώ τον γιο σου. 42 Και ενώ αυτός ακόμα προσερχόταν, το δαιμόνιο τον έρριξε κάτω, και τον κατασπάραξε. Και ο Ιησούς επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, και γιάτρεψε το παιδί, και το απέδωσε στον πατέρα του. 43 Και εκπλήττονταν όλοι για τη μεγαλειότητα του Θεού.
Και ενώ όλοι θαύμαζαν για όλα όσα έκανε ο Ιησούς, είπε στους μαθητές του: 44 Εσείς βάλτε στα αυτιά σας αυτά τα λόγια· επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων. 45 Εκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν αυτό τον λόγο, και ήταν κρυμμένος απ' αυτούς, για να μη τον καταλάβουν· και φοβόνταν να τον ρωτήσουν τι σημαίνει αυτός ο λόγος.
46 Και μπήκε μέσα τους ένας συλλογισμός, ποιος τάχα απ' αυτούς ήταν ο μεγαλύτερος. 47 Και ο Ιησούς, καθώς είδε τον συλλογισμό τής καρδιάς τους, έπιασε ένα παιδί, και το έστησε κοντά του· 48 και τους είπε: Όποιος δεχθεί αυτό το παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα· και όποιος δεχθεί εμένα, δέχεται αυτόν που με απέστειλε· επειδή, αυτός που είναι μικρότερος ανάμεσα σε όλους εσάς, αυτός θα είναι μεγάλος.
49 Και ο Ιωάννης, απαντώντας, είπε: Κύριε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου· και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν ακολουθεί μαζί μας. 50 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Μη εμποδίζετε· επειδή, όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι μαζί μας.
51 ΚΑΙ όταν συμπληρώνονταν οι ημέρες για να αναληφθεί, τότε αυτός έκανε στερεή απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ. 52 Και έστειλε μπροστά του μηνυτές, οι οποίοι, καθώς πορεύτηκαν, μπήκαν σε μια κωμόπολη των Σαμαρειτών, για να κάνουν ετοιμασία γι' αυτόν. 53 Και δεν τον δέχθηκαν, επειδή φαινόταν ότι πορεύεται στην Ιερουσαλήμ. 54 Και οι μαθητές του, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, βλέποντας είπαν: Κύριε, θέλεις να πούμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό, και να τους αφανίσει, όπως έκανε και ο Ηλίας; 55 Και αφού στράφηκε, τους επέπληξε, και είπε: Δεν ξέρετε τίνος πνεύματος είστε εσείς· 56 επειδή, ο Υιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να απολέσει ψυχές ανθρώπων, αλλά για να σώσει. Και πήγαν σε μια άλλη κωμόπολη.
57 Και ενώ πορεύονταν, κάποιος καθ' οδόν τού είπε: Θα σε ακολουθήσω, Κύριε, όπου κι αν πας. 58 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Οι αλεπούδες έχουν φωλιές, και τα πουλιά τού ουρανού κατοικίες· ο Υιός τού ανθρώπου, όμως, δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι. 59 Και σε έναν άλλον είπε: Ακολούθα με. Και εκείνος είπε: Κύριε, επίτρεψέ μου να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου. 60 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τους δικούς τους νεκρούς· εσύ, όμως, αφού αναχωρήσεις, κήρυττε τη βασιλεία τού Θεού. 61 Και ένας άλλος είπε: Κύριε, θα σε ακολουθήσω· πρώτα, όμως, επίτρεψέ μου να αποχαιρετήσω αυτούς που είναι στην οικογένειά μου. 62 Και ο Ιησούς είπε σ' αυτόν: Κανένας, που έχει βάλει το χέρι του επάνω σε άροτρο, και βλέπει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία τού Θεού.
Κεφάλαιον 10
1 ΚΑΙ ύστερα απ' αυτά, ο Κύριος διόρισε και άλλους 70, και τους έστειλε ανά δύο πριν απ' αυτόν σε κάθε πόλη και τόπο, όπου επρόκειτο αυτός να πάει. 2 Τους έλεγε, λοιπόν: Ο μεν θερισμός είναι πολύς, οι εργάτες όμως λίγοι· παρακαλέστε, λοιπόν, τον Κύριο του θερισμού να βγάλει εργάτες στον θερισμό του. 3 Πηγαίνετε· δέστε, εγώ σας στέλνω σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους. 4 Μη βαστάζετε βαλάντιο ούτε ταγάρι ούτε υποδήματα· και μη χαιρετήσετε στον δρόμο κανέναν. 5 Και μέσα σε όποιο σπίτι μπαίνετε, πρώτα να λέτε: Ειρήνη σ' αυτό το σπίτι. 6 Και αν μεν υπάρχει εκεί ένας γιος ειρήνης, η ειρήνη σας θα αναπαυθεί επάνω του· ειδάλλως, θα επιστρέψει σε σας. 7 Και σ' αυτό το σπίτι να μένετε, τρώγοντας και πίνοντας αυτά που σας δίνονται απ' αυτούς· επειδή, ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του· μη πηγαίνετε από σπίτι σε σπίτι. 8 Και μέσα σε όποια πόλη μπαίνετε, και σας δέχονται, να τρώτε αυτά που σας παραθέτουν, 9 και να θεραπεύετε τους ασθενείς, που είναι μέσα σ' αυτή, και να τους λέτε: Πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού. 10 Μέσα σε όποια πόλη, όμως, μπαίνετε, και δεν σας δέχονται, αφού βγείτε έξω στις πλατείες της, να πείτε: 11 Και τη σκόνη που κόλλησε σε μας από την πόλη σας την αποτινάζουμε σε σας· όμως, να γνωρίζετε τούτο, ότι πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού. 12 Και σας λέω, ότι κατά την ημέρα εκείνη ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στα Σόδομα, παρά σ' εκείνη την πόλη.
13 Αλλοίμονο σε σένα, Χοραζίν· αλλοίμονο σε σένα, Βηθσαϊδά· επειδή, αν τα θαύματα, που έγιναν ανάμεσά σας, γίνονταν στην Τύρο και στη Σιδώνα, πριν από πολύ καιρό θα μετανοούσαν, καθισμένες με σάκο και στάχτη. 14 Όμως, στην Τύρο και στη Σιδώνα ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στην κρίση, παρά σε σας. 15 Και εσένα, Καπερναούμ, που υψώθηκες μέχρι τον ουρανό, θα σε κατεβάσουν μέχρι τον άδη. 16 Όποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα· και όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα· και εκείνος που αθετεί εμένα, αθετεί αυτόν που με απέστειλε.
17 Και οι 70 επέστρεψαν με χαρά, λέγοντας: Κύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται σε μας στο όνομά σου. 18 Και τους είπε: Έβλεπα τον σατανά που έπεσε από τον ουρανό σαν αστραπή. 19 Δέστε, σας δίνω εξουσία στο να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς, κι επάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού· και τίποτε δεν θα σας βλάψει. 20 Εντούτοις, μη χαίρεστε σ' αυτό, ότι τα πνεύματα υποτάσσονται σε σας· αλλά, να χαίρεστε περισσότερο ότι, τα ονόματά σας γράφτηκαν στους ουρανούς.
21 Την ίδια εκείνη ώρα, ο Ιησούς ένιωσε αγαλλίαση στο πνεύμα του, και είπε: Σ' ευχαριστώ, Πατέρα, Κύριε του ουρανού και της γης, ότι τα απέκρυψες αυτά από σοφούς και συνετούς, και τα αποκάλυψες σε νήπια· ναι, ω Πατέρα, επειδή έτσι έγινε αρεστό μπροστά σου. 22 Όλα παραδόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα μου· και κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Υιός, παρά μονάχα ο Πατέρας· και ποιος είναι ο Πατέρας, παρά μονάχα ο Υιός, και σε όποιον ο Υιός θέλει να τον αποκαλύψει. 23 Και αφού στράφηκε στους μαθητές, τους είπε ιδιαιτέρως: Μακάρια τα μάτια σας που βλέπουν όσα βλέπετε. 24 Επειδή, σας λέω ότι, πολλοί προφήτες και βασιλιάδες επιθύμησαν να δουν όσα εσείς βλέπετε, και δεν είδαν· και να ακούσουν όσα εσείς ακούτε, και δεν άκουσαν.
25 Και ξάφνου, κάποιος νομικός σηκώθηκε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας: Δάσκαλε, τι θα μπορούσα να πράξω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή; 26 Και εκείνος είπε σ' αυτόν: Τι είναι γραμμένο μέσα στον νόμο; Πώς διαβάζεις; 27 Κι αυτός απάντησε: «Θα αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη δύναμή σου, και με όλη τη διάνοιά σου»· και «τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου». 28 Και του είπε: Σωστά απάντησες· αυτό κάνε, και θα ζήσεις. 29 Εκείνος, όμως, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε στον Ιησού: Και ποιος είναι ο πλησίον μου; 30 Και ο Ιησούς, απαντώντας, είπε: Ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ, και έπεσε ανάμεσα σε ληστές· οι οποίοι, αφού τον γύμνωσαν, και τον καταπλήγωσαν, αναχώρησαν, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. 31 Και κατά σύμπτωση, ένας ιερέας κατέβαινε διαμέσου εκείνου τού δρόμου· και όταν τον είδε, πέρασε από το άλλο μέρος. 32 Παρόμοια μάλιστα και ένας Λευίτης, όταν έφτασε στον τόπο, αφού ήρθε και είδε, πέρασε από το άλλο μέρος. 33 Κάποιος Σαμαρείτης, όμως, που οδοιπορούσε, ήρθε στον τόπο όπου βρισκόταν, και μόλις τον είδε, τον σπλαχνίστηκε· 34 και όταν πλησίασε, έδεσε τις πληγές του, χύνοντας επάνω τους λάδι και κρασί· και αφού τον ανέβασε επάνω στο κτήνος του, τον έφερε σε ένα πανδοχείο, και τον περιποιήθηκε. 35 Και την επόμενη ημέρα, όταν αναχωρούσε, βγάζοντας δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο, και του είπε: Περιποιήσου τον· και ό,τι αν δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, όταν επανέλθω, θα σου το αποδώσω. 36 Ποιος, λοιπόν, απ' αυτούς τους τρεις σού φαίνεται ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές; 37 Και εκείνος είπε: Αυτός που έκανε σ' αυτόν έλεος. Του είπε, λοιπόν, ο Ιησούς: Πήγαινε, και κάνε κι εσύ παρόμοια.