34 Το αλάτι είναι καλό· αλλά, αν το αλάτι διαφθαρεί, με τι θα αρτυστεί; 35 Δεν είναι πλέον χρήσιμο ούτε για τη γη ούτε για την κοπριά· το ρίχνουν έξω. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.
Κεφάλαιον 15
1 ΚΑΙ τον πλησίαζαν όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, για να τον ακούν. 2 Και οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς γόγγυζαν αναμεταξύ τους, λέγοντας ότι: Αυτός δέχεται αμαρτωλούς, και τρώει μαζί τους. 3 Και είπε σ' αυτούς τούτη την παραβολή, λέγοντας: 4 Ποιος άνθρωπος από σας, αν έχει 100 πρόβατα, και χάσει το ένα απ' αυτά, δεν αφήνει τα 99 στην έρημο και πηγαίνει αναζητώντας το χαμένο, μέχρις ότου το βρει; 5 Και βρίσκοντάς το, το βάζει επάνω στους ώμους του, χαίροντας· 6 και ερχόμενος στο σπίτι, συγκαλεί τους φίλους και τους γείτονες, λέγοντάς τους: Χαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα το πρόβατό μου που είχε χαθεί. 7 Σας λέω ότι έτσι θα είναι χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, περισσότερο παρά για 99 δίκαιους, που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας.
8 Ή, ποια γυναίκα, έχοντας δέκα δραχμές, αν χάσει μία δραχμή, δεν ανάβει ένα λυχνάρι, και σκουπίζει το σπίτι, και την αναζητάει με επιμέλεια, μέχρις ότου τη βρει; 9 Και αφού τη βρει, συγκαλεί τις φίλες και τις γειτόνισσες, λέγοντας: Χαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα τη δραχμή που έχασα. 10 Σας λέω, κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται χαρά μπροστά στους αγγέλους τού Θεού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί.
11 Είπε δε: Κάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους· 12 και ο πιο νέος απ' αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ' μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Και τους μοίρασε τα υπάρχοντά του. 13 Και ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μια μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα. 14 Και όταν τα ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ' εκείνη τη χώρα, κι αυτός άρχισε να στερείται. 15 Τότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης της χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια. 16 Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ' αυτόν τίποτε. 17 Και αφού ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα! 18 Αφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου· 19 και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου. 20 Και αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Και ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε. 21 Και ο γιος είπε σ' αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου. 22 Και ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε του δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια. 23 Και φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε· 24 επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται. 25 Ο πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς. 26 Και προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι σημαίνουν αυτά. 27 Και εκείνος είπε σ' αυτόν ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή. 28 Και οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Βγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε. 29 Και εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή σου ποτέ δεν παρέβηκα· και σ' εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου· 30 και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι' αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό. 31 Και εκείνος του είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου· 32 έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.
Κεφάλαιον 16
1 Έλεγε μάλιστα και στους μαθητές του: Υπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν διαχειριστή· κι αυτός κατηγορήθηκε σ' αυτόν ότι διασκορπίζει τα υπάρχοντά του. 2 Και καθώς τον φώναξε, είπε σ' αυτόν: Τι είναι αυτό που ακούω για σένα; Απόδωσε τον λογαριασμό τής διαχείρισής σου· επειδή, δεν θα μπορέσεις πλέον να είσαι διαχειριστής. 3 Και ο διαχειριστής είπε μέσα του: Τι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Να σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι· 4 κατάλαβα τι πρέπει να κάνω, για να με δεχθούν στα σπίτια τους, όταν αποβληθώ από τη διαχείριση. 5 Και αφού προσκάλεσε έναν-έναν ξεχωριστά τους χρεοφειλέτες τού κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσο χρωστάς στον κύριό μου; 6 Και εκείνος είπε: 100 βάτους λάδι. Και του είπε: Πάρε το έγγραφό σου, και αφού καθήσεις, γράψε γρήγορα 50. 7 Έπειτα, είπε σε έναν άλλον: Κι εσύ, πόσο χρωστάς; Και εκείνος είπε: 100 κόρους σιτάρι. Και του λέει: Πάρε το έγγραφό σου, και γράψε 80. 8 Και ο κύριος επαίνεσε τον άδικο οικονόμο, ότι έπραξε φρόνιμα· επειδή, οι γιοι αυτού τού αιώνα είναι φρονιμότεροι στη δική τους γενεά, από τους γιους τού φωτός. 9 Και εγώ σας λέω: Κάντε για τον εαυτό σας φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, για να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, όταν εκλείψετε. 10 Ο πιστός στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι πιστός· και ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι άδικος. 11 Αν, λοιπόν, στον άδικο μαμωνά δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας εμπιστευθεί τον αληθινό πλούτο; 12 Και αν στο ξένο δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας δώσει το δικό σας; 13 Κανένας δούλος δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά.
14 Και όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν. 15 Και τους είπε: Εσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή, εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό. 16 Ο νόμος και οι προφήτες υπήρχαν μέχρι τον Ιωάννη· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε ένας βιάζεται· να μπει μέσα σ' αυτή. 17 Και είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία τού νόμου να πέσει. 18 Καθένας που χωρίζεται από τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται γυναίκα χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει.
19 Υπήρχε δε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, και ντυνόταν με πορφύρα, και στολή από βύσσο, ευφραινόμενος καθημερινά με μεγαλοπρέπεια. 20 Υπήρχε δε και ένας φτωχός, με το όνομα Λάζαρος, γεμάτος πληγές, τον έβαζαν έβαζαν κοντά στην πύλη του, 21 και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι τού πλουσίου· αλλά, και τα σκυλιά, καθώς έρχονταν, έγλειφαν τις πληγές του. 22 Πέθανε, όμως, ο φτωχός και φέρθηκε από τους αγγέλους στον κόλπο τού Αβραάμ. Πέθανε δε και ο πλούσιος και θάφτηκε. 23 Και μέσα στον άδη, καθώς ύψωσε τα μάτια του, ενώ βρισκόταν μέσα σε βάσανα, βλέπει από μακριά τον Αβραάμ, και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του· 24 κι αυτός, αφού φώναξε, είπε: Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με, και στείλε τον Λάζαρο, για να βουτήξει την άκρη τού δαχτύλου του στο νερό, και να δροσίσει τη γλώσσα μου· επειδή, βασανίζομαι μέσα σε τούτη τη φλόγα. 25 Και ο Αβραάμ είπε: Παιδί μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος παρόμοια τα κακά· τώρα, αυτός μεν παρηγορείται, εσύ όμως βασανίζεσαι. 26 Και εκτός όλων τούτων, ανάμεσα σε μας και σε σας είναι ένα μεγάλο χάσμα στηριγμένο, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ προς εσάς, να μη μπορούν, ούτε και οι από εκεί να διαπεράσουν προς εμάς. 27 Και είπε: Σε παρακαλώ, λοιπόν, πατέρα, στείλ' τον στην οικογένεια του πατέρα μου· 28 επειδή, έχω πέντε αδελφούς· για να δώσει μαρτυρία σ' αυτούς, ώστε να μη έρθουν κι αυτοί σε τούτο τον τόπο τού βασανισμού. 29 Λέει σ' αυτόν ο Αβραάμ: Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες· ας ακούσουν αυτούς. 30 Και εκείνος είπε: Όχι, πατέρα Αβραάμ· αλλά, αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ' αυτούς, θα μετανοήσουν. 31 Είπε δε σ' αυτόν: Αν δεν ακούν τον Μωυσή και τους προφήτες, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πειστούν.