46 Ενώ ακόμη αυτός μιλούσε στα πλήθη, ιδού, η μητέρα και οι αδελφοί του είχαν σταθεί έξω, ζητώντας να του μιλήσουν. 47 Είπε τότε κάποιος σ’ αυτόν: «Ιδού, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έξω έχουν σταθεί ζητώντας να σου μιλήσουν». 48 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε σ’ αυτόν που του το έλεγε: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι είναι οι αδελφοί μου;» 49 Και αφού εξέτεινε το χέρι του πάνω στους μαθητές του, είπε: «Ιδού η μητέρα μου και οι αδελφοί μου. 50 Γιατί όποιος κι αν κάνει το θέλημα του Πατέρα μου που είναι στους ουρανούς, αυτός μου είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα».
Κεφάλαιον 13
1 Εκείνη την ημέρα εξήλθε ο Ιησούς από την οικία και καθόταν δίπλα στη λίμνη. 2 Τότε συνάχτηκαν κοντά του πλήθη πολλά, ώστε αυτός αναγκάστηκε να μπει σε πλοίο και να καθίσει, και όλο το πλήθος είχε σταθεί στο γιαλό. 3 Και τους μίλησε πολλά με παραβολές, λέγοντας: «Ιδού, εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει. 4 Και ενώ έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν δίπλα στην οδό και, αφού ήρθαν τα πετεινά, τους κατάφαγαν. 5 Άλλοι όμως έπεσαν πάνω στα πετρώδη εδάφη όπου δεν είχε γη πολλή, και αμέσως φύτρωσαν επειδή δεν είχε βάθος η γη. 6 Και όταν ο ήλιος ανάτειλε, κάηκαν και, επειδή δεν είχαν ρίζα, ξεράθηκαν. 7 Και άλλοι έπεσαν στα αγκάθια, και μεγάλωσαν τα αγκάθια και τους έπνιξαν. 8 Άλλοι όμως έπεσαν στη γη την καλή και έδιναν καρπό, ο ένας εκατό, ο άλλος εξήντα και ο άλλος τριάντα. 9 Όποιος έχει αυτιά ας ακούει».
10 Και τότε πλησίασαν οι μαθητές και του είπαν: «Γιατί τους μιλάς με παραβολές;» 11 Εκείνος αποκρίθηκε και τους είπε: «Επειδή σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, αλλά σ’ εκείνους δεν έχει δοθεί. 12 Γιατί σ’ όποιον έχει θα του δοθεί και θα του περισσέψει· σ’ όποιον όμως δεν έχει, και αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν. 13 Γι’ αυτό με παραβολές τους μιλάω, επειδή ενώ βλέπουν, δε βλέπουν, και ενώ ακούν, δεν ακούν ούτε καταλαβαίνουν. 14 Και έτσι εκπληρώνεται σ’ αυτούς η προφητεία του Ησαΐα που λέει: Με την ακοή θ’ ακούτε αλλά δε θα καταλάβετε, και βλέποντας θα βλέπετε αλλά δε θα δείτε. 15 Γιατί πάχυνε η καρδιά του λαού τούτου και με τ’ αυτιά τους βαριάκουσαν και τους οφθαλμούς τους έκλεισαν, μην τυχόν δουν με τους οφθαλμούς και με τ’ αυτιά ακούσουν, και με την καρδιά καταλάβουν και επιστρέψουν και τους γιατρέψω. 16 Όμως οι δικοί σας οφθαλμοί είναι μακάριοι γιατί βλέπουν και τα αυτιά σας γιατί ακούνε. 17 Γιατί αλήθεια σας λέω ότι πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να δουν αυτά που βλέπετε, αλλά δεν τα είδαν· και να ακούσουν αυτά που ακούτε, αλλά δεν τα άκουσαν».
18 «Εσείς λοιπόν ακούστε την παραβολή εκείνου που έσπειρε: 19 Σε καθέναν που ακούει το λόγο της βασιλείας και δεν καταλαβαίνει έρχεται ο Πονηρός και αρπάζει το σπαρμένο μέσα στην καρδιά του: αυτός είναι που σπάρθηκε δίπλα στην οδό. 20 Εκείνος που σπάρθηκε στα πετρώδη εδάφη, αυτός είναι που ακούει το λόγο και ευθύς τον λαβαίνει με χαρά. 21 Δεν έχει όμως ρίζα μέσα του αλλά είναι πρόσκαιρος και, όταν γίνει θλίψη ή διωγμός εξαιτίας του λόγου, ευθύς σκανδαλίζεται. 22 Εκείνος που σπάρθηκε στα αγκάθια, είναι αυτός που ακούει το λόγο, αλλά η μέριμνα του αιώνα και η απάτη του πλούτου συμπνίγουν το λόγο και γίνεται άκαρπος. 23 Εκείνος που σπάρθηκε στην καλή γη, είναι αυτός που ακούει το λόγο και τον καταλαβαίνει, ο οποίος πράγματι καρποφορεί και κάνει ο ένας εκατό, ο άλλος εξήντα και ο άλλος τριάντα».
24 Άλλη παραβολή τους παρέθεσε λέγοντας: «Η βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με άνθρωπο που έσπειρε καλό σπόρο στον αγρό του. 25 Ενώ όμως οι άνθρωποι κοιμούνταν, ήρθε ο εχθρός του και έσπειρε από πάνω ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι και έφυγε. 26 Όταν λοιπόν βλάστησαν τα φυτά και έκαναν καρπό, τότε φάνηκαν και τα ζιζάνια. 27 Πλησίασαν τότε οι δούλοι του οικοδεσπότη και του είπαν: “Κύριε, δεν έσπειρες καλό σπόρο στον αγρό σου; Από πού λοιπόν έχει ζιζάνια”; 28 Εκείνος τους είπε: “Κάποιος άνθρωπος εχθρός το έκανε αυτό”. Και οι δούλοι τού λένε: “Θέλεις λοιπόν να πάμε και να τα μαζέψουμε”; 29 Εκείνος τους λέει: “Όχι, μην τυχόν μαζεύοντας τα ζιζάνια ξεριζώσετε συγχρόνως μαζί με αυτά και το σιτάρι. 30 Αφήστε να αυξάνουν μαζί και τα δύο ως το θερισμό, και κατά τον καιρό του θερισμού θα πω στους θεριστές: ‘Μαζέψτε πρώτα τα ζιζάνια και δέστε τα σε δέσμες, για να τα κατακάψετε, αλλά το σιτάρι να το συνάξετε στη αποθήκη μου’ ”».