44 «Η βασιλεία των ουρανών μοιάζει επίσης με θησαυρό κρυμμένο στο χωράφι, που τον βρήκε ένας άνθρωπος και τον έκρυψε, κι όλος χαρά πάει και πουλάει όλα όσα έχει κι αγοράζει εκείνο το χωράφι».
45 «Η βασιλεία των ουρανών πάλι μοιάζει μ’ έναν έμπορο, που ζητούσε να βρει όμορφα μαργαριτάρια. 46 Κι όταν βρήκε ένα πανάκριβο μαργαριτάρι, πήγε και πούλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε».
47 «Η βασιλεία των ουρανών είναι πάλι όμοια μ’ ένα δίχτυ, που το έριξαν στη θάλασσα και έπιασε κάθε λογής ψάρια. 48 Όταν γέμισε, το έσυραν έξω στο γιαλό και κάθισαν και μάζεψαν τα καλά ψάρια σε πανέρια, ενώ τα άχρηστα τα πέταξαν έξω. 49 Έτσι θα γίνει και στο τέλος του κόσμου· θα βγουν οι άγγελοι και θα ξεχωρίσουν τους κακούς ανάμεσα από τους ευσεβείς 50 και θα τους ρίξουν στο καμίνι της φωτιάς· εκεί θα καίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους». 51 Ο Ιησούς τους ρωτάει: «Τα καταλάβατε όλα αυτά;» Του απαντούν: «Ναι». 52 Κι αυτός τους λέει: «Γι’ ατό, κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε τη βασιλεία του Θεού είναι όμοιος μ’ έναν πλούσιο που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούριους και παλιούς θησαυρούς».
53 Μόλις τελείωσε ο Ιησούς μ’ αυτές τις παραβολές, έφυγε από ’κει. 54 Πήγε στην πατρίδα του και τους δίδασκε στη *συναγωγή τους, κι αυτοί απορούσαν κι έλεγαν: «Από πού απέκτησε αυτός τη σοφία τούτη κι αυτές τις θαυματουργικές δυνάμεις; 55 Αυτός δεν είναι ο γιος του ξυλουργού; Η μητέρα του δεν λέγεται Μαριάμ και οι αδερφοί του Ιάκωβος, Ιωσής, Σίμων και Ιούδας; 56 Κι οι αδερφές του δε μένουν όλες στον τόπο μας; Από πού, λοιπόν, τα κατέχει όλα αυτά;» 57 Κι αυτό τους δημιουργούσε εμπόδιο να τον πιστέψουν. Τότε ο Ιησούς τους είπε: «Δεν υπάρχει προφήτης που να μην τον περιφρονούν οι συμπατριώτες του κι η οικογένειά του». 58 Και δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα εξαιτίας της απιστίας τους.
Κεφάλαιον 14
1 Εκείνο τον καιρό, άκουσε ο τετράρχης *Ηρώδης για τον Ιησού 2 και είπε στους δούλους του: «Αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, που αναστήθηκε από τους νεκρούς και γι’ αυτό κάνει θαύματα». 3 Ο Ηρώδης είχε πιάσει τον Ιωάννη, τον είχε δέσει και τον είχε ρίξει στη φυλακή εξαιτίας της Ηρωδιάδας, της γυναίκας του αδερφού του, του *Φίλιππου. 4 Γιατί ο Ιωάννης του έλεγε: «Δε σου επιτρέπεται να την έχεις αυτή για γυναίκα». 5 Ο Ηρώδης ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά φοβόταν τον κόσμο, γιατί τον πίστευαν για *προφήτη. 6 Την ημέρα που ο Ηρώδης γιόρταζε τα γενέθλιά του, η θυγατέρα της Ηρωδιάδας χόρεψε μπροστά στους καλεσμένους κι άρεσε στον Ηρώδη. 7 Γι’ αυτό της υποσχέθηκε με *όρκο να της δώσει ό,τι του ζητήσει. 8 Αυτή, με την καθοδήγηση της μάνας της, του είπε: «Δώσε μου εδώ στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή». 9 Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε, επειδή όμως είχε ορκιστεί μπροστά στους καλεσμένους, πρόσταξε να της το δώσουν. 10 Έστειλε, λοιπόν, ανθρώπους κι αποκεφάλισαν τον Ιωάννη μέσα στη φυλακή· 11 έφεραν το κεφάλι του σ’ ένα πιάτο και το έδωσαν στο κορίτσι, κι αυτή το πήγε στη μάνα της. 12 Πήγαν τότε οι μαθητές του Ιωάννη και σήκωσαν το σώμα και το έθαψαν, κι ύστερα πήγαν και το ανάγγειλαν στον Ιησού.
13 Όταν το άκουσε αυτό ο Ιησούς έφυγε από ’κει με καΐκι και πήγε σ’ έναν έρημο τόπο μόνος του. Το πληροφορήθηκε όμως το πλήθος και τον ακολούθησαν πεζοπορώντας από τις διάφορες πόλεις. 14 Έτσι όταν βγήκε στη στεριά, είδε πολύν κόσμο και τους σπλαχνίστηκε, και γιάτρεψε τους αρρώστους των. 15 Όταν έπεσε το δειλινό, τον πλησίασαν οι μαθητές του και του είπαν: «Ο τόπος είναι ερημικός, και η ώρα πια περασμένη. Διώξε τον κόσμο να πάνε στα χωριά για ν’ αγοράσουν φαγητά να φάνε». 16 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Δεν υπάρχει λόγος να φύγουν, δώστε τους εσείς να φάνε». 17 «Δεν έχουμε εδώ παρά πέντε ψωμιά και δύο ψάρια», του απαντούν. 18 «Φέρτε μού τα εδώ», τους λέει. 19 Κι αφού πρόσταξε τον κόσμο να καθίσει για φαγητό πάνω στο χορτάρι, πήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό, τα ευλόγησε, έκοψε τα ψωμιά σε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές, και οι μαθητές στο πλήθος. 20 Έφαγαν όλοι και χόρτασαν. Και μάζεψαν τα περισσεύματα από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. 21 Αυτοί που έφαγαν ήταν περίπου πέντε χιλιάδες άντρες, χωρίς τις γυναίκες και τα παιδιά.