Выбрать главу

Αυτός, αν και (αφιερώθηκε) από νήπιο στο Θεό από τη μητέρα του και αξιώθηκε να συνομιλεί με το Θεό, δεν πίστεψε στο λογισμό του. Μολονότι μία και δύο φορές τον κάλεσε ο Θεός, τρέχει προς τον γέροντα Ηλεί, παίρνει οδηγίες απ' αυτόν και τον συμβουλεύεται πώς ν' αποκρίνεται στο Θεό (Α'Βας. 3:9). Και εκείνον, πού τον διάλεξε ο Θεός σαν άξιό Του, θέλει με τους κανόνες και τη διδαχή του γέροντα να καθοδηγείται, κι έτσι να οδηγηθεί στην ταπείνωση. Μά και τον Παύλο, πού τον κάλεσε ο ίδιος ο Χριστός και συνομίλησε μαζί του, ενώ μπορούσε αμέσως να του ανοίξει τα μάτια και να του δείξει την οδό της τελειότητας, τον στέλνει στον Ανανία και τον βεβαιώνει ότι θα μάθει απ' αυτόν την οδό της αλήθειας, λέγοντας: «Είσελθε είς την πόλιν, και λαληθήσεταί σοι τι σε δεί ποιείν» (Πράξ. 9:6). Με τούτα μας διδάσκει ν' ακολουθούμε τις οδηγίες των προοδευμένων. Αφού και ο ίδιος ο απόστολος το διδάχθηκε αυτό, το εκπλήρωνε έπειτα με τα έργα του, εφόσον γράφει για τον εαυτό του: «Ανήλθον είς Ιεροσόλυμα ιδείν Πέτρον και Ιάκωβον, και ανεθέμην αυτοίς το ευαγγέλιον ό κηρύσσω, μήπως είς κενόν τρέχω ή έδραμον» (πρβλ. Γαλ. 1:18–19, 2:2). Αλίμονο! Το «σκεύος της εκλογής», αυτός που ανυψώθηκε ως τον τρίτο ουρανό και άκουσε από τον ίδιο το Θεό «άρρητα ρήματα», αυτός, πού πάντα τον συνόδευε η χάρη του Αγίου Πνεύματος, βεβαιώνοντας το λόγο της διδαχής του με τα θαύματα που ακολουθούσαν, αυτός ομολογεί πώς είχε ανάγκη από τις συμβουλές των αποστόλων πού προηγήθηκαν. Ποιος λοιπόν είναι τόσο αλαζόνας και υπερήφανος, ώστε να μη φρίττει ακούγοντας αυτά, και να μη φοβάται ν' ακολουθεί τη γνώμη του όπως φοβάται τη φωτιά της γέεννας και την αιώνια κόλαση; Γιατί σε κανέναν ο Κύριος δεν αποκαλύπτει το δρόμο της τελειότητας, παρά μόνο αν οδηγηθεί σ' αυτόν από πνευματικούς πατέρες. Όπως μας παραγγέλλει και με το στόμα του προφήτη:

«Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου, και ερουσί σοι» (Δευτ. 32:7).

Του αββά Ισαάκ

Αδελφέ, αν σφάλεις σ' ένα πράγμα, μην πεις ψέματα από ντροπή, αλλά βάλε μετάνοια λέγοντας (στον πλησίον), «Συγχώρεσέ με», και το σφάλμα σου εξαφανίζεται. Μην έχεις άλλα στο στόμα σου και άλλα στην καρδιά σου, γιατί ο Θεός δεν εμπαίζεται, όλα τα βλέπει, και τα κρυφά και τα φανερά. Κάθε λογισμό λοιπόν και κάθε θλίψη και κάθε θέλημά σου και κάθε υποψία σου μην τα κρύψεις, αλλά φανέρωσέ τα ελεύθερα στο γέροντά σου. Και ό,τι ακούς απ' αυτόν, φρόντιζε να το εφαρμόζεις με πίστη. Έτσι ο πόλεμος γίνεται ελαφρότερος. Γιατί χαρά αλλού δεν βρίσκουνε τα πονηρά πνεύματα, παρά στον άνθρωπο πού κρατάει κρυφούς τους λογισμούς του, είτε είναι καλοί είτε κακοί.

Παράδωσε την καρδιά σου στην υπακοή των πατέρων σου, και η χάρη του Θεού θα κατοικήσει μέσα σου. Μη θεωρείς τον εαυτό σου συνετό, για να μην πέσεις στα χέρια των εχθρών σου. Το να σωπαίνεις και να μην εξαγορεύεις τους λογισμούς σου, δείχνει ότι ζητάς την τιμή του κόσμου και την άθλια δόξα του. Εκείνος όμως πού έχει το θάρρος να εξαγορεύει τους λογισμούς του στους πατέρες του, τους διώχνει μακριά του. Πάντα να παίρνει τη συμβουλή των πατέρων σου, και θα είσαι σ' όλη σου τη ζωή αναπαυμένος.

Από το Γεροντικό

Επισκεφθήκαμε κάποτε έναν από τους πατέρες και τον ρωτήσαμε:

- Αν κάποιος, πού πειράζεται από έναν λογισμό και βλέπει ότι νικιέται, διαβάζει συχνά-πυκνά όσα είπαν οι πατέρες για το λογισμό αυτό και προσπαθεί να τα εφαρμόσει, χωρίς όμως να το κατορθώνει απόλυτα, τι είναι προτιμότερο, να φανερώσει σε κάποιον από τους πατέρες το λογισμό του ή να προσπαθήσει μόνος του να εφαρμόσει όσα διάβασε και να περιοριστεί στην πληροφορία της δικής του συνειδήσεως;

- Έχει υποχρέωση, απάντησε ο γέροντας, να φανερώσει το λογισμό του σε άνθρωπο πού θα μπορέσει να τον ωφελήσει, και να μη βασιστεί μόνο στον εαυτό του. Γιατί δεν μπορεί κανείς να βοηθήσει τον εαυτό του, όταν μάλιστα ταλαιπωρείται από τα πάθη.

Να τι συνέβη σε μένα όταν ήμουνα νέος:

Είχα ένα ψυχικό πάθος πού με νικούσε. Ακούγοντας λοιπόν ότι ο αββάς Ζήνων είχε θεραπεύσει πολλούς, πού ήταν σε παρόμοια κατάσταση, αποφάσισα να πάω και να του μιλήσω. Ο σατανάς όμως με εμπόδιζε, βάζοντάς μου τη σκέψη: «Αφού ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, εφάρμοσε όσα διαβάζεις, γιατί να πας και να ενοχλήσεις το γέροντα;» Κάθε φορά που αποφάσιζα, ωστόσο, να επισκεφθώ το γέροντα και να του μιλήσω, ο πόλεμος του πάθους υποχωρούσε, με τέχνασμα του πονηρού, για να μην πάω. Και όταν έπαιρνα την απόφαση να μην πάω, κυριευόμουνα πάλι από το πάθος. Σ' αυτή την παγίδα μ' έριχνε πολύ καιρό ο εχθρός, πού δεν ήθελε να φανερώσω το πάθος στο γέροντα. Αλλά και πολλές φορές, που πήγα αποφασισμένος να του πω το λογισμό μου, ο εχθρός δεν με άφηνε, γεννώντας μέσα στη καρδιά μου ντροπή και λέγοντάς μου μυστικά: