«Αφού ξέρεις πως πρέπει να θεραπευθείς, τι χρειάζεται να μιλήσεις σε κάποιον σχετικά; Αλλωστε εσύ δεν αδιαφορείς για τον εαυτό σου. Ξέρεις τι είπαν οι Πατέρες». Αυτά μου έβαζε στο νου ο αντίπαλος, για να μη φανερώσω το πάθος στο γιατρό και θεραπευθώ.
Ο γέροντας, από την άλλη μεριά, ενώ καταλάβαινε ότι είχα λογισμούς, δεν μου έκανε παρατήρηση, περιμένοντας να τους φανερώσω ο ίδιος. Με δίδασκε μόνο για τον σωστό τρόπο ζωής, και με άφηνε να φύγω.
Κάποτε όμως, γεμάτος θλίψη, είπα μέσα μου:
«Ως πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δεν θα θέλεις να γιατρευτείς; Αλλοι έρχονται στο γέροντα από μακριά και θεραπεύονται, κι εσύ δεν ντρέπεσαι, να έχεις κοντά σου το γιατρό και να μη γίνεσαι καλά;»
Ζεστάθηκε έτσι η καρδιά μου και είπα μέσα μου:
«Ας πάω στο γέροντα, κι αν δεν βρω κανέναν (άλλον) εκεί, θα καταλάβω πως είναι θέλημα Θεού να του αποκαλύψω το λογισμό μου». Πράγματι, πήγα και δεν βρήκα κανέναν.
Ο γέροντας, όπως συνήθιζε, με νουθέτησε γύρω από τη σωτηρία της ψυχής και για το πώς θα καθαρθεί κανείς από τους ρυπαρούς λογισμούς. Εγώ από ντροπή δεν του φανέρωσα πάλι τίποτα, κι ετοιμαζόμουνα να φύγω. Σηκώθηκε, έκανε ευχή και με ξεπροβόδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ως την εξώπορτα.
Τον ακολουθούσα από κοντά, ενώ με βασάνιζαν οι λογισμοί: Να μιλήσω ή να μη μιλήσω στο γέροντα;
Εκείνος στράφηκε, είδε πόσο βασανιζόμουν από τους λογισμούς, με χτύπησε στο στήθος και μου είπε:
«Τι έχεις; Ανθρωπος είμαι κι εγώ!».
Μόλις είπε αυτά τα λόγια, νόμισα πώς η καρδιά μου ανοίχτηκε.
Πέφτω με το πρόσωπο στα πόδια του, παρακαλώντας τον με δάκρυα:
«Ελέησέ με!».
«Τι έχεις;», μου λέει ο γέροντας.
«Δεν ξέρεις τι έχω;», αποκρίθηκα.
«Εσύ πρέπει να το πεις!», είπε εκείνος.
Τότε λοιπόν, με πολλή ντροπή, του εξομολογήθηκα το πάθος μου. Και μου λέει:
«Γιατί ντρεπόσουνα να μου το πεις τόσον καιρό; Δεν είμαι κι εγώ άνθρωπος; Θέλεις λοιπόν να σου φανερώσω αυτό που ξέρω;
Δεν έχεις ήδη τρία χρόνια, που έρχεσαι εδώ μ' αυτούς τους λογισμούς, και δεν τους αναφέρεις;»
Το ομολόγησα, κι έπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον:
«Ελέησέ με, για τον Κύριο!»
«Πήγαινε», μου είπε, «μην παραμελείς την προσευχή σου και μην κατακρίνεις κανέναν».
Πήγα πράγματι στο κελί μου και αφοσιώθηκα με επιμέλεια στην προσευχή μου.
Με τη χάρη του Χριστού και τις ευχές του γέροντα, ποτέ πια δεν ενοχλήθηκα από το πάθος εκείνο.
Είπε ο αββάς Αντώνιος:
- Ξέρω μοναχούς, πού έπεσαν μετά από πολλούς ασκητικούς κόπους κι έφτασαν ως την παράκρουση, επειδή στήριξαν τις ελπίδες τους μόνο στον αγώνα τους και δεν έδωσαν σημασία στην εντολή Εκείνου, που είπε:
«Επερώτησον τον πατέρα σου, και αναγγελεί σοι, τους πρεσβυτέρους σου, και ερουσί σοι» (Δευτ. 32:7).
Είπε ο αββάς Μωϋσής:
- Ο μοναχός που έχει πνευματικό πατέρα, δεν έχει όμως υπακοή και ταπείνωση, και αυτόβουλα νηστεύει ή κάνει οτιδήποτε άλλο που θεωρεί καλό, δεν θ' αποκτήσει ποτέ καμία αρετή ούτε ξέρει τι είναι μοναχός.
Ένας γέροντας είπε: — Αν σ' ενοχλούν ακάθαρτοι λογισμοί, μην τους κρύψεις, αλλά πες τους αμέσως στον πνευματικό σου πατέρα και έλεγξέ τους.
Γιατί όσο κρύβει ο άνθρωπος τους λογισμούς του, τόσο πληθαίνουν και δυναμώνουν.
Όπως δηλαδή το φίδι, μόλις βγει από τη φωλιά του, αμέσως φεύγει, έτσι και ο πονηρός λογισμός, μόλις φανερωθεί, αμέσως χάνεται.
Και όπως το σκουλήκι τρώει το ξύλο, έτσι και ο πονηρός λογισμός αφανίζει την καρδιά.
Όποιος φανερώνει τους λογισμούς του, γρήγορα θεραπεύεται. Όποιος όμως τους κρύβει, πάσχει από υπερηφάνεια.
Ας αποφεύγουμε όσους μας βλάπτουν
Ας αποφεύγουμε όσους μας βλάπτουν, έστω κι αν είναι φίλοι ή για οποιοδήποτε λόγο απαραίτητοι. Σαν πρότυπα να έχουμε αυτούς που ασκούν την αρετή.
Του αββά Ησαΐα
Αν θέλεις ν' ακολουθήσεις τον Κύριό μας Ιησού Χριστό και να κρεμάσεις μαζί Του, πάνω στο σταυρό, τον παλιό σου εαυτό, πρέπει (πρώτα) να διώξεις από κοντά σου εκείνους πού σε κατεβάζουν από το σταυρό, (έπειτα) να ετοιμαστείς για να υπομείνεις ταπεινώσεις, και (τέλος), να αναπαύεις τις καρδιές εκείνων που σε στενοχωρούν.
Του αββά Ισαάκ
Φίλος άμυαλος και επιπόλαιος είναι πηγή βλάβης, ενώ η συναναστροφή με συνετούς είναι πηγή γλυκύτητας.