Όποιος λοιπόν θέλει να έρθει πίσω Του, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, όπως είπε Εκείνος (Ματθ. 16:24), και έτσι μόνο θα μπορέσει να σηκώσει το σταυρό και να Τον ακολουθήσει. Γιατί ο σταυρός αυτό φανερώνει, ότι δηλαδή είμαστε έτοιμοι για κάθε θλίψη και για κάθε κακοπάθεια, ακόμα και γι αυτόν το θάνατο.
Του αββά Ζωσμά
Η χάρη του Θεού ακολουθεί πάντα την προαίρεσή μας. Και με τη χάρη κατορθώνουμε κάθε αγαθό. Εμείς όμως δεν ζητάμε να κάνουμε αρχή στο αγαθό ούτε δείχνουμε μεγάλη και πρόθυμη προαίρεση, ώστε να ελκύσουμε τη χάρη του Θεού σε βοήθειά μας. Αλλά κι αν ποτέ φανούμε ότι δείχνουμε κάποια προαίρεση, είναι νωθρή, ασήμαντη και ανάξια να λάβει κάποιο αγαθό από το Θεό.
Δεν ξέρουμε ότι ολόκληρος ο πνευματικός αγώνας μας είναι σαν τη σπορά και την καρποφορία; Ο γεωργός δηλαδή σπέρνει το χωράφι του, ύστερα όμως περιμένει το έλεος του Θεού. Και ο Θεός στη συνέχεια, στέλνει τη δωρεά Του, προξενώντας βροχές στον κατάλληλο καιρό και ευνοϊκούς ανέμους, κάνοντας να φυτρώσουν και ν' αυξηθούν και να τελειοποιηθούν τα σπέρματα πού έριξε ο γεωργός στη γη, και βοηθώντας τον έτσι να κερδίσει πολλά από τα λίγα.
Έτσι κι εμείς, αν σπείρουμε στα καλά έργα πλούσια και μεγαλόψυχη προαίρεση, τότε και η χάρη, πού θα βρούμε από το Θεό, θα είναι ανάλογη. Μ' αυτή θα μπορέσουμε στη συνέχεια, χωρίς πίεση και κόπο, να κατορθώσουμε όλα τα αγαθά.
Το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και στις τέχνες. Εκείνος δηλαδή που έρχεται για να μάθει μια τέχνη, στην αρχή κοπιάζει και δυσκολεύεται και πολλές φορές αποτυχαίνει. Δεν χάνει όμως το κουράγιο του ούτε απογοητεύεται, αλλά πάλι προσπαθεί. Όσες φορές κι αν αποτύχει, άλλες τόσες ζητάει να διορθωθεί, φανερώνοντας έτσι στο μάστορα την προαίρεσή του. Αν όμως λιποψυχήσει και κάνει πίσω, δεν μαθαίνει τίποτα. Έτσι, καθώς συχνά κάνει σφάλματα και διορθώνεται από το μάστορα και πάλι επιμένει και εργάζεται με κόπο και υπομονή, σιγά-σιγά μαθαίνει καλά την τέχνη. Και τότε κάνει άνετα τη δουλειά του και βγάζει μ' αυτή το ψωμί του.
Έτσι πρέπει να κάνει κι αυτός πού θέλει να καταπιαστεί με την εργασία κάποιας αρετής: Πρώτα δηλαδή να δείξει μεγάλη γενναιότητα και καλή προαίρεση, κι έπειτα να ασχολείται υπομονετικά με την εργασία του αγαθού, ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία του Θεού. Να μη λιποψυχεί ούτε ν' απελπίζεται από τις πτώσεις και να εγκαταλείπει τον αγώνα — γιατί έτσι δεν θα μπορέσει να πετύχει ποτέ κάτι καλό —, αλλά, όσες φορές κι αν πέφτει, να ξανασηκώνεται, να τροφοδοτεί την προθυμία του με την ελπίδα στο Θεό και να περιμένει το έλεός Του. Αυτό δηλαδή είναι εκείνο πού είπε ο αββάς Μωϋσής: «Η δύναμη αυτών πού θέλουν ν' αποκτήσουν τις αρετές, εδώ φαίνεται: «Αν πέσουν, να μη λιποψυχήσουν, αλλά να προσπαθήσουν πάλι».
Του αγίου Διαδόχου
Ο δρόμος της αρετής, σ' εκείνους πού αρχίζουν ν' αγαπούν την ευσέβεια, φαίνεται πολύ σκληρός και σκοτεινός, όχι γιατί είναι πράγματι τέτοιος, αλλά γιατί η φύση του ανθρώπου, από τη γέννησή του κιόλας, έρχεται σε επαφή με την άνεση των ηδονών. Σ' εκείνους όμως πού μπόρεσαν να φτάσουν ως τη μέση του δρόμου, φαίνεται ευχάριστη και πολύ ξεκούραστη, γιατί, με τη συνέργια του αγαθού, έχει υποταχθεί η κακία στη συνήθεια της αρετής και χάνεται μαζί με την ανάμνηση των παράλογων ηδονών. Γι αυτό η ψυχή βαδίζει στο εξής με ευχαρίστηση το δρόμο των αρετών. Να γιατί ο Κύριος, προτρέποντάς μας στην οδό της σωτηρίας, λέει: «Τι στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα είς την βασιλείαν, και ολίγοι δι' αυτής εισπορεύονται» (πρβλ. Ματθ. 7:14). Σ' εκείνους όμως πού με θερμή διάθεση αποφασίζουν την τήρηση των αγίων εντολών Του, λέει: «Ο ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστί» (Ματθ. 11:30).
Πρέπει λοιπόν από την αρχή του πνευματικού αγώνα να βιάζουμε τη θέλησή μας στην εργασία των αγίων εντολών του Θεού, ώστε ο αγαθός Κύριος, βλέποντας το σκοπό και τον κόπο μας και ότι έχουμε την προαίρεση να υπηρετήσουμε ολοπρόθυμα τις ένδοξες βουλές Του, να μας στείλει έτοιμο το άγιο θέλημά Του. Γιατί από τον Κύριο ετοιμάζεται η θέλησή μας (Παροιμ. 8:35), ώστε με πολλή χαρά να εργαζόμαστε ακατάπαυστα το αγαθό. Τότε πράγματι θα αισθανθούμε, ότι «ο Θεός έστιν ό ενεργών έν ημίν και το θέλειν και το ενεργείν υπέρ της ευδοκίας» (Φιλιπ. 2:13).