«Τώρα πρέπει να φύγουμε», αλλά ας αναβάλει (την εργασία) για λίγο και ας γυρίσει στο κελλί του με φιλευσπλαχνία.
Πρόσεχε, να μην έρθεις σε αντίθεση με τον αδελφό για οτιδήποτε, για να μην τον λυπήσεις.
Αν μένεις (μόνιμα) με κάποιον ή φιλοξενείσαι (κοντά του) και πάρεις από αυτόν μιαν εντολή, πρόσεξε, για το Θεό, να μην την καταφρονήσεις και την αθετήσεις, είτε κρυφά είτε φανερά.
Όπως υποτάσσεται το ζώο στον άνθρωπο, έτσι πρέπει και κάθε άνθρωπος να υποτάσσεται στον πλησίον του για χάρη του Θεού.
Και όπως το ζώο δεν έχει δικό του θέλημα ούτε γνώση, έτσι πρέπει να κάνω κι εγώ όχι μόνο μ' εκείνον που συμφωνεί αλλά και μ' εκείνον που διαφωνεί μαζί μου, και να υποτάξω τη γνώση μου στον ανίδεο και το θέλημά μου στον ασύνετο.
Και τότε είναι πού θα γνωρίσω πραγματικά τον εαυτό μου και θα καταλάβω τι με βλάπτει.
Γιατί εκείνος που έχει πεποίθηση στην αρετή του και επιμένει στο θέλημά του, δε μπορεί ν' αποφύγει την έχθρα ούτε ν' αναπαυθεί (ψυχικά) ούτε να δει σε ποια σημεία υστερεί. Και όταν (η ψυχή του) βγει από το σώμα, είναι δύσκολο να βρει έλεος (από το Θεό).
Ο Θεός, περισσότερο απ' όλες τις άλλες αρετές, ζητάει από τον άνθρωπο τούτο: Να ταπεινώνεται και να υποτάσσεται στον πλησίον σε όλα.
Εκείνα πάλι που γεννούν τη φιλονικία είναι τα εξής: η πολυλογία, η μεταφορά στον καθένα λόγων πού του αρέσουν, η παρρησία, η δολιότητα και το να θέλει κανείς να επικρατεί ο λόγος του. Αυτά (κυρίως) είναι που οδηγούν στη φιλονικία, και η ψυχή εκείνου που τα έχει είναι κατοικητήριο όλων των παθών.
Αντιόχου του Πανδέκτη
Ο εριστικός άνθρωπος όχι μόνο με τους συγγενείς του δεν ειρηνεύει ποτέ, μά ούτε και με τους ξένους.
Γιατί, θέλοντας να ικανοποιήσει τον εριστικό του λογισμό, πάντα καταφεύγει σε ραδιουργίες και συνεχώς οργίζεται, αλλά και τους άλλους ταράζει, και φτάνει έτσι να γίνεται αντιπαθητικός σε όλους.
Είναι γραμμένο σχετικά στη Γένεση, ότι ο Ησαύ πήρε γυναίκες αλλόφυλες, πού μάλωναν με τον Ισαάκ και τη Ρεβέκκα (26:35).
Γι αυτό είπε η Ρεββέκα στον Ισάακ: «Προσώχθικα τη ζωή μου διά τάς θυγατέρας των υιών Χέτ» (27:46).
Αυτό το χωρίο φανερώνει, ότι τα μαλώματα ταιριάζουν στους άθεους και όχι στους πιστούς και ευσεβείς.
Γιατί οι αληθινοί χριστιανοί και μαθητές του Χριστού μιμούνται τον Κύριο και Διδάσκαλό τους, για τον οποίο ήταν γραμμένο, ότι δεν θα φιλονικήσει ούτε θα φωνάξει ούτε θ' ακούσει κανείς τη φωνή του στις πλατείες (Ματθ. 12:19. Πρβλ. Ησ. 42:2).
Και αυτοί δεν προσπαθούν να λύσουν οποιοδήποτε ζήτημα με μαλώματα και λογομαχίες, αλλά με την υπομονή και την προσευχή και την υπακοή και τη μονολόγιστη ελπίδα (δηλαδή αυτή πού αποβλέπει μόνο στον Κύριο, χωρίς να ταλαντεύεται).
Δεν θέλουν ποτέ να επιβάλλουν το λόγο τους ούτε να ικανοποιήσουν το θέλημά τους, όπως άλλωστε είπε και ο Κύριος:
«Ήλθον ούχ ίνα ποιώ το θέλημα το εμόν, αλλά το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (πρβλ. Ιω. 6:38–39).
Του αγίου Εφραίμ
Αν κατοικείς μαζί με (άλλους) αδελφούς, μη θέλεις να τους διατάζεις, αλλά μάλλον να είσαι παράδειγμα γι αυτούς στα καλά έργα (πρβλ. Τίτ. 2:7), κάνοντάς τους υπακοή σ' αυτά πού σου λένε. Αν όμως παρουσιαστεί ανάγκη να μιλήσεις, πες (την άποψή σου) σαν να δίνεις μια ταπεινή συμβουλή. Αν πάλι ένας άλλος αδελφός φέρει αντίρρηση σ' αυτά που εσύ λες, να μην ταραχθείς, αλλά να εγκαταλείψεις το θέλημά σου για χάρη της αγάπης και της ειρήνης και ν' απαντήσεις με πραότητα σ' εκείνον που σου έφερε αντίρρηση:
«Εγώ, ευλογημένε, μίλησα σαν απλοϊκός άνθρωπος, επειδή έτσι σκέφτηκα, και συγχώρεσέ με, γιατί μίλησα ενώ είχα άγνοια (του ζητήματος), γι αυτό ας γίνει όπως είπες εσύ».
Και μ' αυτόν τον τρόπο θα φύγει άπρακτος και ντροπιασμένος ο διάβολος, πού υποκινεί τις ταραχές. Γιατί το να φιλονικεί κανείς και να υποστηρίζει το δικό του θέλημα ξεσηκώνει ταραχές και θυμό δυσκολογιάτρευτο. Και ο θυμός, λέει (η Γραφή), «έν κόλπω αφρόνων αναπαύσεται» (Έκκλ. 7:9). Και (αλλού) πάλι: «Η ροπή του θυμού αυτού πτώσις αυτώ» (Σοφ. Σειρ. 1:22).
Γι αυτό και ο απόστολος παραγγέλλει: «Δούλον Κυρίου ού δεί μάχεσθαι» (Β'Τιμ. 2:24).
Από το Γεροντικό
Ο αββάς Ποιμήν είπε, ότι το θέλημα του ανθρώπου είναι τείχος χάλκινο ανάμεσα σ'αυτόν και το Θεό, και πέτρα πού (γυρίζει) και χτυπάει τον ίδιο (τον άνθρωπο). Αν λοιπόν το εγκαταλείψει, θα λέει κι αυτός (όπως ο προφήτης Δαβίδ):
«Εν τω Θεώ μου υπερβήσομαι τείχος» (Ψαλμ. 17:30).
Αν πάλι το δικαίωμα συνεργαστεί με το θέλημα, τότε ο άνθρωπος νικιέται.