Ένας γέροντας είπε:
- Η φιλονικία παραδίνει τον άνθρωπο στην οργή, η οργή τον παραδίνει στην τύφλωση, και η τύφλωση τον οδηγεί στη διάπραξη κάθε κακού.
Ο αββάς Αμμωνάς ρωτήθηκε, ποια είναι η «στενή και τεθλιμμένη» οδός (Ματθ. 7:14).
Και αποκρίθηκε:
- Η «στενή και τεθλιμμένη» οδός είναι το να υποτάσσει κανείς τους λογισμούς του και να κόβει, για χάρη του Θεού, τα θελήματά του. Αυτό σημαίνει άλλωστε, και το «ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι» (Ματθ. 19:27).
Ο αββάς Αλώνιος είπε:
- Αν δεν γκρέμιζα συθέμελα ολόκληρο (το οικοδόμημα του θελήματός μου), δεν θα μπορούσα να οικοδομήσω (πνευματικά) τον εαυτό μου. Αν δηλαδή δεν εγκατέλειπα κάθε τι, πού, από το δικό μου θέλημα, μου φαινόταν καλό, δεν θα μπορούσα ν'αποκτήσω τις αρετές.
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
- Πώς πρέπει να είμαι στον τόπο που κατοικώ;
- Όπου κι αν βρίσκεσαι, αποκρίθηκε, να έχει τη συναίσθηση πώς είσαι πάροικος (δηλαδή ξένος, χωρίς δικαιώματα).
Έτσι δεν θα ζητήσεις (ποτέ) να είναι πρώτος ο λόγος σου, και θα είσαι αναπαυμένος (ψυχικά).
Είπε πάλι (ο αββάς Ποιμήν):
- Να μην ικανοποιήσεις (ποτέ) το θέλημά σου.
Απεναντίας, αυτό που χρειάζεται είναι να ταπεινώνεσαι μπροστά στον αδελφό σου.
Ένας από τους πατέρες είπε την εξής παραβολή για την ταπεινοφροσύνη:
- Είπαν (κάποτε) οι κέδροι στα καλάμια: «Πώς εσείς, μολονότι είστε ασθενικά και αδύνατα, δεν σπάτε το χειμώνα, ενώ εμείς, αν και είμαστε τόσο μεγάλοι, συντριβόμαστε ή και ξεριζωνόμαστε καμιά φορά;» Και τα καλάμια αποκρίθηκαν: «Εμείς, όταν έρθει ο χειμώνας και φυσήξουν οι άνεμοι, γέρνουμε με τους ανέμους πότε από δώ και πότε από κει, γι'αυτό και δεν σπάμε. Εσείς όμως κινδυνεύετε, επειδή αντιστέκεστε στους ανέμους».
Και (μετά απ'αυτή την παραβολή) είπε (συμπερασματικά) ο γέροντας:
- Πρέπει (λοιπόν) να υποχωρούμε όταν μας προσβάλλουν και να δίνουμε «τόπον τη οργή» (Ρωμ. 12:19).
Να μην ερχόμαστε σε σύγκρουση ούτε να πέφτουμε σε κακούς λογισμούς ούτε να λογομαχούμε και να δημιουργούμε ζητήματα.
Δυο γέροντες ζούσαν μαζί πολλά χρόνια, και ποτέ δεν μάλωσαν.
Είπε λοιπόν (κάποτε) ο ένας στον άλλον:
- Ας μαλώσουμε κι εμείς μια φορά, όπως οι άνθρωποι.
- Μά δεν ξέρω πώς γίνεται το μάλωμα, απάντησε ο άλλος.
- Να, είπε ο πρώτος, θα βάλω μια μικρή πλίθα στη μέση, και θα λέω πώς είναι δική μου.
Εσύ πάλι θα λές ότι δεν είναι δική μου, αλλά δική σου. Και έτσι θα γίνει η αρχή. Έβαλε λοιπόν στη μέση την πλίθα και είπε στον άλλον:
- Αυτή είναι δική μου.
- Όχι, είπε αυτός, δική μου (είναι).
- Έ, αν είναι δική σου, πάρε την και πήγαινε, αποκρίθηκε ο πρώτος.
Και έφυγαν, χωρίς να μπορέσουν να μαλώσουν.
Από το βίο του οσίου Συμεών του έν τη μάνδρα
Όταν ο (όσιος) Συμεών σοφίστηκε τον πρωτόγνωρο (για την εποχή του) τρόπο ασκήσεως πάνω στο στύλο και διαδόθηκε έντονα η φήμη του παντού, οι ερημίτες πατέρες ξαφνιάστηκαν από το ασυνήθιστο και παράδοξο αυτό εγχείρημα. Του στέλνουν λοιπόν κάποιους με την εντολή να τον
επιπλήξουν για την περίεργη επινόησή του και να του συστήσουν ν' ακολουθήσει χωρίς περιφρόνηση τον συνηθισμένο και δοκιμασμένο από τους αγίους δρόμο, όπου βαδίζοντας τόσα πλήθη μακαρίων (ανδρών), ανέβηκαν ως τα επουράνια και κατοίκησαν σ' εκείνα τα αιώνια σκηνώματα. Έπειτα όμως, από φόβο μήπως η σκέψη (του οσίου) ήταν θεάρεστη και εκείνοι αντιμετώπιζαν την υπόθεση ανθρώπινα, έδωσαν στους απεσταλμένους κι αυτή την παραγγελία: Αν μεν δουν τον άνδρα ν' αρνείται το θέλημά του και να κατεβαίνει από κει (που είχε ανέβει, υπακούοντας σ' αυτούς), να τον συγκρατήσουν αμέσως και να τον προτρέψουν να μείνει σταθερός στην απόφασή του, γιατί έτσι θα θεωρούσαν ότι πρόκειται για θεία οικονομία, και δεν θα είχαν πια για το μέλλον το φόβο, ότι μια τέτοια αρχή δεν θα καταλήξει και σε καλό τέλος. Αν πάλι (ο όσιος) δυσφορούσε και δεν ανεχόταν ούτε λίγες συμβουλές (ν' ακούσει), αλλά πεισματικά και ασυλλόγιστα ακολουθούσε το δικό του θέλημα, τότε θα γινόταν οπωσδήποτε φανερό, έλεγαν, ότι βρίσκεται μακριά από την ταπεινοφροσύνη — οπότε ποιος δεν θα έλεγε ότι ο πονηρός του είχε βάλει αυτούς τους λογισμούς; Σ' αυτή την περίπτωση πρόσταζαν (οι πατέρες τους απεσταλμένους τους) να τον τραβήξουν κάτω και να τον κατεβάσουν από το στύλο ακόμα και με τη βία.
Φτάνοντας λοιπόν οι απεσταλμένοι με τέτοια εντολή στον πατέρα της ταπεινοφροσύνης και της υπακοής Συμεών, κυριεύθηκαν από σεβασμό απέναντί του μόλις κιόλας τον είδαν και τον χαιρέτισαν. Δεν μπορούσαν ούτε να τον κοιτάξουν στο πρόσωπο. Όμως, για την εντολή των πατέρων πού τους έστειλαν και γι αυτό καθεαυτό το καλό της εκπληρώσεώς της, του λένε χωρίς περιστροφές όλα όσα τους είχαν πει εκείνοι. Κι ο αληθινά πράος και ταπεινός στην καρδιά (Συμεών), δέχθηκε με πραότητα την επιτίμησή τους. Δεν αντιμίλησε, δεν αγανάκτησε, δεν τη συζήτησε, δεν είπε τίποτα, ούτε πολλά ούτε λίγα. Απεναντίας μάλιστα, αφού δέχθηκε την επιτίμηση με ιλαρό βλέμμα και χαμηλωμένα μάτια, έκανε να κατεβεί από το στύλο, ευχαριστώντας το Θεό και ευγνωμονώντας τους πατέρες για την φροντίδα τους. Αμέσως τότε οι απεσταλμένοι τον σταματούν και του φανερώνουν την κρίση των πατέρων. Ύστερα, αφού ευχήθηκαν στο Συμεών να μείνει μόνιμα και σταθερά πάνω στο στύλο, να έχει καλό τέλος και (ν'αξιωθεί) με ασφάλεια την ανάπαυση από τους συνεχείς κόπους του, αναχώρησαν.