Δήτε όμως τώρα τι ισχύει στην Ορθόδοξο παράδοσι. Εκεί που ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει ότι ο Θεός είναι και κινούμενον, λέγει και κάτι άλλο. Λέγει επίσης ότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι συζητούν το θέμα αν ο έρως και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα. Και αυτοί λένε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο έρως και άλλο αγάπη. Έτσι λένε, ο Θεός έχει αγάπη, αλλά δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο, ενώ ο άνθρωπος έχη έρωτα, πρέπει όμως να έχη μόνο αγάπη. Επικαλούμενος όμως ο άγιος Διονύσιος την δική του εμπειρία της θεώσεως καταλήγει στο ότι ο Θεός, δεν έχει μόνο αγάπη, αλλά και έρωτα για τον άνθρωπο. Λέγει επίσης ότι έρως και αγάπη για τον Θεό είναι το ίδιο πράγμα[40]. Ποιος όμως Πλατωνικός θα μπορούσε να πη ότι ο Θεός έχει έρωτα για τον άνθρωπο; Αυτό αποκλείεται σ’ αυτούς.
21. Περί ορολογίας, ως και περί των ρητών και των νοημάτων στην Θεολογία
Οι Πατέρες λοιπόν τονίζουν ότι όλα τα ρητά και τα νοήματα, που έχει ο άνθρωπος, είναι δημιουργήματα της ανθρωπίνης διανοήσεως. Δεν κατεβαίνουν από τον ουρανό ούτε νοήματα ούτε ρητά. Ο Θεός δεν δημιουργεί ο ίδιος στους ανθρώπους ούτε νοήματα ούτε ρητά. Και από αυτής της απόψεως τονίζουν οι Πατέρες, με βάσι την εμπειρία τους της θεώσεως, ότι κάθε ανθρώπινη γλώσσα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Ο άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος εδημιούργησε την γλώσσα με την οποία επικοινωνεί με τον συνάνθρωπό του. Θεϊκή γλώσσα δεν υπάρχει. Ο Θεός δηλαδή δεν έχει δική Του γλώσσα, που έδωσε στον άνθρωπο ούτε ο Θεός επικοινωνεί με τον άνθρωπο με κάποια ιδιαίτερη γλώσσα, που την δίνει σε όσους επικοινωνεί μαζί τους. Η γλώσσα είναι αποτέλεσμα των ανθρωπίνων αναγκών. Διαμορφώθηκε δηλαδή από τους ανθρώπους για να εξυπηρετήση τις σχέσεις και τις ανάγκες επικοινωνίας των ανθρώπων.
Οπότε η γλώσσα δεν είναι αυτό που λέγει ο Όοπίθ και αρκετοί Προτεστάντες, καθώς και οι Φράγκοι θεολόγοι του Μεσαίωνα ούτε αυτό που λένε οι Μουσουλμάνοι για το Κοράνιο ότι η γλώσσα και το Κοράνιο κατέβηκαν από τον ουρανό και μάλιστα ισχυρίζονται ότι υπάρχει στον ουρανό το άκτιστο Κοράνιο κλπ. Επάνω σ’ αυτό το θέμα έχομε και την σπουδαία συζήτησι, που έγινε μεταξύ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και των Ευνομιανών. Οι Ευνομιανοί πιστεύανε ότι υπάρχει μία θεία γλώσσα, την οποία ο Θεός απεκάλυψε στους Προφήτες. Στη γλώσσα αυτή, έλεγαν, ανήκουν τα ονόματα του Θεού που αναφέρουν οι Προφήτες. Οπότε τα ονόματα του Θεού έλεγαν οι Ευνομιανοί ότι είναι η ουσία του Θεού και ότι αυτά τα ονόματα του Θεού, που αναφέρει η Αγία Γραφή, είναι φορείς νοημάτων, που αντιστοιχούν προς την πραγματικότητα που είναι ο Θεός. Τέτοιο πράγμα φυσικά δεν συμβαίνει.
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, δεν μπορούμε να διακρίνωμε μεταξύ θείας γλώσσας και ανθρωπίνων γλωσσών. Δεν υπάρχει κάποια θεϊκή γλώσσα, με την οποία ο Θεός μιλάει στους ανθρώπους. Ούτε υπάρχει τρόπος να διακρίνωμε ποιες λέξεις είναι κατάλληλες για την Θεολογία και ποιες δεν είναι. Δεν υπάρχει σαφής διάκρισις μεταξύ επιτρεπτής ορολογίας και ανεπίτρεπτης ορολογίας. Το μόνο κριτήριο, που μπορεί να χρησιμοποιηθή στην ορολογία περί Θεού, είναι το κριτήριο της ευπρεπείας. Δηλαδή υπάρχουν ονόματα, τα οποία δεν είναι ευπρεπές να χρησιμοποιούνται για τον Θεό, π.χ. ο Θεός είναι μάγκας, ενώ άλλα είναι ευπρεπή και μπορούν να χρησιμοποιούνται, όταν μιλάη κανείς για τον Θεό, π.χ. ο Θεός είναι Φως.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, η όλη Πατερική γνωσιολογία, που είναι καθαρά εμπειρική, είναι κάτι, που τουλάχιστον για τους Ορθοδόξους, ίσως και για τους άλλους Χριστιανούς, είναι πολύ χρήσιμο. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς, και πάρα πολύ μοντέρνα. Διότι, όταν οι Πατέρες γράφανε ό,τι γράφανε, δεν είχαν υποψιασθή ότι θα ανεπτύσσετο αργότερα μία Φραγκική παράδοσις, που θα είχε διαμορφωθή από τον Αυγουστίνο. Διότι οι Πατέρες της Ανατολής δεν εγνώριζαν τον Αυγουστίνο. Αλλά και όσοι κάτι εγνώριζαν, δεν του έδωσαν και πολλή σημασία στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον. Δεν είχαν διαβάσει τον Αυγουστίνο ούτε φανταζόντουσαν ότι θα ανεπτύσσετο μία ολόκληρη Δυτική παράδοσις μεταξύ των Γότθων, Φράγκων, Λογγοβάρδων, Νορμανδών κλπ., η οποία θα είχε ως μόνο οδηγό της θεολογίας τον Αυγουστίνο, ο οποίος δυστυχώς ασπάσθηκε την Πλατωνική, Νεοπλατωνική και Αριστοτελική γνωσιολογία. Που σημαίνει ότι η γνωσιολογία του Αυγουστίνου, δηλαδή η μέθοδος θεογνωσίας, που εφήρμοζε, ήταν τελείως διαφορετική από εκείνην των Πατέρων της Εκκλησίας, διότι ήταν καθαρά Αριστοτελικο-Πλατωνική.
Εκείνο που διακρίνει την Θεολογία του Αυγουστίνου από την Θεολογία των Πατέρων, είναι το ότι ο Αυγουστίνος δέχεται στην Θεολογία του την ουσία του Πλατωνισμού, που είναι τα αρχέτυπα του Πλάτωνος. Ότι δηλαδή όλα τα εν τω κόσμω είναι αντιγραφές κάποιων αρχετύπων. Βέβαια αυτό είναι κάτι, που οι Πατέρες όχι μόνο απορρίπτουν, αλλά επί πλέον υπάρχει και αφορισμός από το σώμα της Εκκλησίας εκείνων που αποδέχονται τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, διότι η αποδοχή τους είναι μια μορφή ειδωλολατρίας[41]. Σήμερα δεν ξέρω αν υπάρχη κανείς σοβαρός άνθρωπος, που να δέχεται αυτήν την διδασκαλία.
40
Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), Το Πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, έκδοσις Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου, Λεβάδεια, 1994, σ. 104: «Ο Θεός είναι πρόσωπο και αγαπά τον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ακολουθώντας τον άγιο Διονύσιο (τον Αρεοπαγίτη) λέγει: „Το θείον οι θεολόγοι, ποτέ μεν έρωτα, ποτέ δε αγάπην, ποτέ δε εραστόν και αγαπητόν καλούσιν. Όθεν, ως μεν έρως υπάρχων και αγάπη, κινείται· ως δε εραστόν και αγαπητόν, κινεί προς εαυτόν πάντα τα έρωτος και αγάπης δεκτικά“».