Выбрать главу

Για την ιστορική εξέλιξι της Δυτικής θεολογίας έχει επίσης μεγάλη σημασία η συμβολή του Γουλιέλμου Όκκαμ (ΌοΚΚαω), ο οποίος είναι ο πατέρας του Νομιναλισμού και ο οποίος έκανε μία γενική επίθεσι εναντίον της αναλογίας του όντος. Οι νομιναλισταί απορρίπτουν κάθε είδος διακρίσεως μεταξύ θείας ουσίας και θείων ιδιοτήτων μεταξύ δηλαδή θείας ουσίας και ενεργείας και ισχυρίζονται ότι η διάκρισις είναι μόνο κατ’ όνομα (εξ ου και νομιναλισταί).

Εξ αιτίας του Γουλιέλμου Όκκαμ δημιουργήθηκε μία παράδοσις, που δεν εδέχετο την αναλογία του όντος, μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Έλεγε δηλαδή ότι από την φιλοσοφία δεν μπορούμε να ανιχνεύσωμε κάποια γνώσι περί Θεού. Αυτός έκανε μία γενική επίθεσι εναντίον των αρχετύπων του Πλάτωνος, εναντίον δηλαδή των καθ’ όλου (ϋηίνθΓ8θ1ία) της Πλατωνικής παραδόσεως με πολύ γερά φιλοσοφικά επιχειρήματα, και σχεδόν κατήργησε τους προηγούμενους Πλατωνικούς της Δυτικής παραδόσεως, προκαλώντας έτσι μία μεγάλη κρίσι στην Δυτική Θεολογία.

Αυτό για την Ορθόδοξη παράδοσι έχει πολύ μεγάλη σημασία, εφ’ όσον η διδασκαλία περί αρχετύπων του Πλάτωνος και των Νεοπλατωνικών επίσημα καταδικάσθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» που διαβάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας υπάρχει η επίσημος καταδίκη αυτής της διδασκαλίας του Πλάτωνος και των Νεοπλατωνικών και αναθεματίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία επίσημα πλέον, όσοι παραδέχονται αυτήν την διδασκαλία περί αρχετύπων του Πλάτωνος. Και τούτο διότι η Πλατωνική αντίληψις περί Θεού είναι καθαρά ανθρωπομορφική.

Η περί των αρχετύπων ειδών στον νουν του Θεού διδασκαλία αυτή καταργεί ουσιαστικά την Θεία ελευθερία και αποτελεί την όλη γνωσιολογική βάσι της λεγομένης Σχολαστικής θεολογίας και φιλοσοφικής παραδόσεως, δηλαδή της θεολογίας των Παπικών, κατά την οποία πιστεύουν ότι υπάρχει μία αναλογία του όντος και μία αναλογία της πίστεως μεταξύ των κτιστών ουσιών και των ακτίστων αρχετύπων ειδών ή ιδεών ή λόγων, που υποτίθεται ότι υπάρχουν μέσα στον νουν του Θεού. Έτσι κατ’ αυτούς μπορεί κανείς να εξιχνιάση τα περί της Θεία ουσίας, εάν διεισδύση εις την ουσίαν και εις την καθ’ όλου έννοιαν των όντων μέσω της ανθρωπίνης λογικής.

Αυτή όμως η διδασκαλία, όπως είπαμε, καταδικάσθηκε από την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία κατά την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπον καθιερώνεται και κατοχυρώνεται η Πατερική άποψις ότι μεταξύ κτιστών και ακτίστου, δηλαδή μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει.

Την ως άνω Πλατωνική αντίληψι περί Θεού ακολούθησε ο Αυγουστίνος και ολόκληρη η Δυτική παράδοσις. Ο Γουλιέλμος Όκκαμ δεν κατήργησε όμως την αναλογία της πίστεως, η οποία γι’ αυτόν είναι η Αγία Γραφή. Γι’ αυτόν δηλαδή στην Αγία Γραφή περιγράφονται τα του Θεού όπως είναι στην πραγματικότητα. Και μόνο μέσω της Αγίας Γραφής, λέγει, μπορεί κανείς να γνωρίση τον Θεόν.

Κατά την αναλογία της πίστεως υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού και κτισμάτων. Όχι όμως από την φιλοσοφική σκέψι (που είναι η αναλογία του όντος), αλλά από την αποκάλυψι του Θεού στους ανθρώπους, που είναι κατατεθειμένη μέσα στην Αγία Γραφή.

Δηλαδή λέγει η αναλογία της πίστεως ότι ο Θεός αποκαλύπτει στον άνθρωπο τα περί του εαυτού Του μέσα στην Αγία Γραφή και ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση τα περί Θεού σωστά από την φιλοσοφία. Εδώ βέβαια κάνει ο Όκκαμ μία επίθεση εναντίον της φιλοσοφικής μεθόδου του Αυγουστίνου, όχι όμως και εναντίον της θεολογικής μεθόδου, που βασίζεται στην Αγία Γραφή, δηλαδή της αναλογίας της πίστεως.

Αυτήν την αναλογία της πίστεως ακολουθεί και ο Λούθηρος, ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού. Ο Λούθηρος βέβαια είχε διδάξει σωστά ότι υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστις είναι η εγκεφαλική πίστις, της λογικής αποδοχής. Κατ’ αυτήν ο άνθρωπος αποδέχεται κάτι με την λογική του και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι η πίστις που δικαιώνει τον άνθρωπο. Όταν λέγη η Αγία Γραφή ότι ο άνθρωπος δια μόνης της πίστεως σώζεται, δεν εννοεί απλώς την πίστι της λογικής αποδοχής αλλά την ενδιάθετη πίστη.

Ο Λούθηρος παρετήρησε ότι στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι πράγματι υπάρχει μία άλλη πίστις, που είναι δώρο Θεού και ότι αυτή η πίστις ενεργείται στον χώρο της καρδιάς. Έφθασε όμως μέχρι αυτού του σημείου και δεν προχώρησε παραπέρα. Δεν ολοκλήρωσε δηλαδή το θέμα αυτό εμβαθύνοντας στην Πατερική αντίληψι περί της ενδιαθέτου πίστεως.