Выбрать главу

Στην Ορθόδοξη παράδοσι ούτε η αναλογία της πίστεως υπάρχει. Διότι μεταξύ της διδασκαλίας της Αγίας Γραφής και της αληθείας περί Θεού δεν υπάρχει αναλογία πίστεως. Γατί; Διότι μεταξύ Θεού και κτισμάτων δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης. Γι’ αυτόν τον λόγο τα νοήματα της Αγίας Γραφής περί Θεού είναι καταργήσιμα νοήματα. Καταργούνται στην εμπειρία της θεώσεως. Πριν είναι απλώς βοηθητικά, απαραίτητα, σωστά και ορθά ως καθοδηγητικά μόνο προς τον Θεόν.

Η Αγία Γραφή είναι οδηγός προς τον Θεόν, αλλά δεν έχει η περιγραφή του Θεού στην Αγία Γραφή καμμία ομοιότητα με τον Θεόν. Μιλά για τον Θεόν, μιλά για την Αλήθεια, αλλά δεν είναι η Αλήθεια. Είναι οδηγός προς την Αλήθειαν και την Οδόν, που είναι ο Χριστός. Διότι οι λέξεις στην Αγία Γραφή είναι απλώς σύμβολα, τα οποία περιέχουν ωρισμένα νοήματα. Αυτά τα νοήματα είναι όλα ανθρώπινα και οδηγούν προς τον Θεόν, προς τον Χριστόν και τίποτε άλλο.

Οπότε διαβάζοντας απλώς κανείς την Αγία Γραφή δεν μπορεί να θεολογή σωστά μόνο βάσει της Αγίας Γραφής. Αν αυτό το κάνη, δεν μπορεί παρά να γίνη αιρετικός. Διότι σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής μπορεί να γίνη μόνον, όταν η μελέτη ή η ανάγνωσις της Αγίας Γραφής συνοδεύεται από την εμπειρία του φωτισμού ή της θεώσεως. Χωρίς φωτισμό ή θέωσι δεν μπορεί η Αγία Γραφή να ερμηνευθή σωστά.

Όπως διαβάζοντας απλώς κάποιος βιβλία χειρουργικής δεν μπορεί να γίνη χειρούργος, αν δεν παρακολουθήση μαθήματα στην Ιατρική Σχολή και δεν εξασκηθή στην χειρουργική κοντά σε έμπειρο καθηγητή, έτσι και σε οποιαδήποτε άλλη θετική επιστήμη πρέπει κανείς να εξασκηθή, για να μπορή από την άσκηση και την εμπειρία να προχωρήση στην επαλήθευσι και διαπίστωσι της θεωρίας. Δηλαδή η θεωρία διαπιστώνεται, αν είναι αληθινή, από την εμπειρική πράξι, από την εμπειρική γνώσι.

Κατά τον ίδιο τρόπο ένας ο οποίος δεν προσεγγίζει την Αγία Γραφή μέσω εμπειρογνωμόνων, δηλαδή μέσω ανθρώπων που έχουν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες ή τους Αποστόλους, που είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν μπορεί να βεβαιωθή για την αλήθεια της Αγίας Γραφής. Η βάσις, το θεμέλιο της εμπειρίας αυτής είναι ο φωτισμός και η θέωσις, δηλαδή ο δοξασμός.

34. Περί θεώσεως

Όσον για την θέωσι στην Ορθόδοξη Γραμματεία έχουν γραφή πολλά και από κάποιους δίνεται η εντύπωσις ότι η θέωσις είναι μία ένεσις Θεότητος(!), που γίνεται στον άνθρωπο μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Νομίζουν μερικοί ότι υπάρχουν τα

Μυστήρια της Εκκλησίας, ώστε να πηγαίνουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να δέχωνται ενέσεις Θεότητος, όταν παίρνουν μέρος σ’ αυτά.

Επειδή δηλαδή λέγει π.χ. ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στις Ευχές προ της Θείας Μεταλήψεως για το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ότι «θεοί με και τρέφει», νομίζουν μερικοί ευσεβείς ότι μεταλαμβάνοντας των Αχράντων Μυστηρίων δέχονται ένεσι Θεότητος και ότι έτσι, παίρνουν τρόπον τινά το εισιτήριο για τον Παράδεισο, έχουν δηλαδή τον Παράδεισο στην τσέπη(!)

Αυτά όμως τα λέγει ο άγιος Συμεών για τον εαυτό του· εννοεί δηλαδή ότι, εκείνος, μετά την Θεία Μετάληψι συχνά έφθανε να έχη μέθεξι στην άκτιστη Χάρι του Θεού, δηλαδή είχε εμπειρίες θεώσεως, τις οποίες του χάριζε ο Θεός. Εμείς όμως έχομε μέθεξι Θεού μετά από κάθε Θεία Μετάληψι; Μπορούμε να ισχυριζώμαστε ότι είχαμε μετοχή στην Θεότητα, δηλαδή στην άκτιστη θεωτική Χάρι του Θεού, απλώς επειδή κοινωνήσαμε των Αχράντων Μυστηρίων, χωρίς γνωστώς να έχωμε αίσθησι της θεωτικής Χάριτος του Θεού; Δυστυχώς σ’ αυτά τα χάλια καταντήσαμε με αυτά, που γράφουν οι ευσεβείς στην Ελλάδα σήμερα περί θεώσεως.

Αλλά στην Πατερική παράδοσι θέωσις δεν είναι ο εμβολιασμός Θεότητος, αλλά η θεοπτία, ο δοξασμός. Δηλαδή, ο άνθρωπος, αφού φθάση στην φώτισι, κατά την οποία έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα του, τότε έχει τις προϋποθέσεις να οδηγηθή στην θεοπτία. Όταν ο Θεός θελήση, τον οδηγεί στην θεοπτία, δηλαδή στην θέωσι και τότε βλέπει τον Χριστό εν δόξη.

Αυτή η όρασις του Χριστού εν δόξη είναι η θέωσις και μόνον αυτή. Υπάρχει και στους Λατίνους συγγραφείς τους Ορθοδόξους ο αντίστοιχος όρος § 1οηίίοαίίο, που σημαίνει δοξασμός. Γι’ αυτό ο όρος θέωσις δεν συναντάται στην Ορθόδοξη Λατινική παράδοσι.

Έτσι βλέπομε τον Απόστολο Παύλο στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του να λέγη: «Είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12, 26). Δηλαδή, όταν δοξάζεται ένα μέλος της ενορίας, τότε όλα τα μέλη της ενορίας συγχαίρουν μαζί του, φυσικά λόγω του δεσμού της αγάπης. Αυτός δε που δοξάζεται, γίνεται αυτόματα προφήτης.

Αυτός ο δοξασμός, που αναφέρει ο Απόστολος, είναι η θέωσις στην Πατερική παράδοσι, που κάνει έναν Χριστιανό να γίνεται θεολόγος. Υπάρχει και ο όρος δοξασμός στους Πατέρες, αλλά επεκράτησε ο όρος θέωσις, που είναι μία θεολογική περιγραφή του δοξασμού. Επειδή ο άνθρωπος, για να δη τον Θεόν, πρέπει να γίνη κατά Χάριν θεός, πρέπει να έχει μέθεξι Θεού.