Ο άνθρωπος από μόνος του δεν μπορεί να δη τον Θεόν, όσο και αν προσπαθήση. Μόνον, όταν ο Θεός δοξάζη τον άνθρωπον, ο άνθρωπος γενόμενος κατά Χάριν θεός μέσω του Θεού βλέπει τον Θεόν[69]. Ο άνθρωπος μόνον όταν είναι μέσα στο άκτιστο Φως, όταν καταυγάζεται από το άκτιστο Φως, γινόμενος Φως κατά χάριν, βλέπει το Φως. Ο άνθρωπος δοξάζεται, σημαίνει ότι όλο το σώμα του, όλο το είναι του είναι μέσα στο άκτιστο Φως. Και, εφ’ όσον βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως, μέσα στο οποίο υπάρχει.
Ταυτόχρονα όμως βλέπει και όλο το φυσικό περιβάλλον γύρω του να καταυγάζεται και να διαποτίζεται και αυτό από το Φως. Το Φως αυτό λούζει, φωτίζει, διαπερνά τα πάντα.
Εκείνος που βλέπει, βλέπει το Φως της Θεότητος να διαπερνά όλη την κτίσι. Αυτό εκφράζει η φράσις «ο Θεός είναι πανταχού παρών», καθώς και ο στίχος του αγγελικού ύμνου «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Σου». Αυτή η πλήρωσις του ουρανού και της γης από την δόξα, δηλαδή το Φως του Θεού, λέγεται κράσις[70].
Η βασιλεία του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η δόξα, το Φως του Θεού και είναι άκτιστος και πανταχού παρούσα. Ο άνθρωπος όμως δεν μετέχει σ’ αυτήν, αν και βρίσκεται μέσα σ’ αυτήν. Μετέχει σ’ αυτήν μόνο κατά την εμπειρία του φωτισμού ή της θεώσεως, οπότε αυτή η δόξα ή βασιλεία αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, όταν πληροί τις προϋποθέσεις της καθαράς καρδίας. Κατά τον φωτισμό, το Φως της δόξης του Θεού είναι εσωτερικό, ενώ κατά την θέωσι μετέχουν και οι σωματικοί οφθαλμοί στη θέα του. Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η αποκάλυψις της δόξης του Θεού στον άνθρωπο.
Οπότε στην εμπειρία της θεώσεως βλέπει κανείς εκείνο, που ήδη υπάρχει γύρω και μέσα σ’ αυτόν και το οποίο απλώς του αποκαλύπτεται για να το γνωρίση. Έτσι γνωρίζει πλέον εκείνο το οποίο πίστευε, διότι το είδε. Γνωρίζει πλέον ότι υπάρχει αυτή η κράσις μεταξύ της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων.
35. Ποιος είναι ο Θεός και ποιος είναι ο άνθρωπος
Μεταξύ αυτής της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Όταν οι Πατέρες λένε ότι δεν γνωρίζομε την ουσία του Θεού, αλλά γνωρίζομε μόνο ωρισμένες ενέργειες του Θεού, χρησιμοποιούν εδώ την λέξι γνωρίζω, αλλά όχι αναλογικά, όχι δηλαδή με την συνήθη έννοια της λέξεως γνωρίζω. Όταν λέμε οι Ορθόδοξοι ότι γνωρίζομε την ενέργεια του Θεού, δεν σημαίνει αυτό ότι γνωρίζομε την ενέργεια του Θεού όπως γνωρίζομε την ενέργεια των κτισμάτων. Η γνώσις της δόξης του Θεού δεν είναι όπως η γνώσις των φυσικών ενεργειών (θερμικής, πυρηνικής, φωτιστικής, κινητικής, βαρυτικής, κλπ.) που έχει ένας βιολόγος, ένας φυσικός, ένας αστρονόμος, ένας αρχαιολόγος κλπ., διότι, όταν λέμε σ’ αυτές τις επιστήμες γνωρίζω, σημαίνει ότι έχω γνώσι κάποιου αντικειμένου ή φαινομένου, που μπορώ να περιγράψω. Και γιατί μπορώ να το περιγράψω; Επειδή μοιάζει με κάτι άλλο, που ήδη γνωρίζω. Υπάρχει δηλαδή ομοιότης εκείνου που θέλω να περιγράψω με κάτι άλλο.
Μετά υπάρχει και η διαφορά. Δηλαδή η βάσις της ανθρώπινης κτιστής γνώσεως είναι η ομοιότης και η διαφορά. Όταν υπάρχουν αυτά τα δύο, τότε κάτι μπορεί να γίνει περιγραπτό, υπόκεινται δηλαδή σε περιγραφή και ταξινόμησι, κατά γένη, είδη κλπ. Αυτά τα κατηγορήματα, δηλαδή η ομοιότης και η διαφορά, είναι το θεμέλιο των ανθρωπίνων γνώσεων.
Κατά τον Αριστοτέλη όμως ισχύει και ο νόμος της λογικής, των αντιθέσεων, ο οποίος λέγει ότι ένα και το αυτό πράγμα δεν μπορεί να είναι συγχρόνως και το αντίθετό του. Δεν μπορεί δηλαδή π.χ. κάτι να είναι συγχρόνως άσπρο και μαύρο. Ή άσπρο θα είναι ή μαύρο. Ομοίως δεν μπορεί να είναι συγχρόνως μεγάλο και μικρό, βαρύ και ελαφρύ, υπαρκτό και ανύπαρκτο, καλό και κακό κλπ.
Οι Πατέρες όμως δεν ακολουθούν τον νόμο αυτόν του Αριστοτέλους προκειμένου να θεολογήσουν. Δηλαδή στην Πατερική Θεολογία καταργείται αυτός ο νόμος. Οι αιρετικοί όμως τον αποδέχοντο και τον χρησιμοποιούσαν. Γιατί όμως οι Πατέρες δεν ακολουθούν τον νόμον αυτόν των αντιθέσεων του Αριστοτέλους, τον νόμο δηλαδή της λογικής του Αριστοτέλους;
Διότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Και, εφ’ όσον ουδεμία ομοιότης υπάρχη, δεν μπορεί να υπάρξη ουδεμία περιγραφή του ακτίστου. Ούτε και διαφορά μπορεί να υπάρξη, εφ’ όσον δεν υπάρχη ομοιότης.
69
Λόγω αυτής της εμπειρίας, ο Προφήτης Δαυΐδ και οι μετ’ αυτόν θεωθέντες είπαν «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. 35, 10).