Στα κτιστά υπάρχει σχετική ομοιότης και διαφορά. Εις τι συνίσταται όμως η ομοιότης στα κτιστά; Συνίσταται πρώτον εις την αυτήν ουσία. Όλα τα κτιστά και υλικά, γη, αέρας, άστρα, πέτρες, ζώα, φυτά, φως, θερμότης, νερό, ατμός, σύννεφα όλα τα ορατά δηλαδή και υλικά, καθώς και όλα τα αόρατα και υλικά, όπως οι διάφορες μορφές φυσικής ενεργείας, συνίστανται από την ίδια ουσία, όπως απέδειξε ο Είηδίθίη με τον νόμο της ισοδυναμίας μάζης και ενεργείας. Η παγκόσμιος αυτή ουσία λέγεται στην φιλοσοφία ύλη, ενώ στην θεολογική γλώσσα λέγεται χους (χώμα), πηλός και γη.
Δεύτερον στα υλικά και ορατά υπάρχει ομοιότης ως προς την δομή. Όλα τα υλικά σώματα αποτελούνται από άτομα, τα οποία έχουν μεταξύ τους μία σχετική ομοιότητα. Οπότε από αυτής της απόψεως υπάρχει μία σχετική ομοιότης όλων των υλικών κτισμάτων.
Η διαφορά τους συνίσταται στο αν η παγκόσμιος αυτή ουσία ευρίσκεται υπό την μορφήν μιας φυσικής ενεργείας ή της συμπεπυκνωμένης μορφής της, δηλαδή της ύλης, καθώς και στην σύνθεσι των δομικών ατόμων των υλικών κτισμάτων μεταξύ τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα κύτταρα των ζωντανών οργανισμών. Και εδώ υπάρχει αντιστοίχως σχετική ομοιότης και σχετική διαφορά. Η σχετική ομοιότης μεταξύ των αλόγων ζωντανών οργανισμών (φυτικών και ζωϊκών) και των ανθρώπων συνίσταται στην ίδια υλική δομή εξ επόψεως δομικών μονάδων (ατόμων δηλαδή και κυττάρων), ενώ η διαφορά τους εις την ανυπαρξίαν εις τα μεν, και εις την ύπαρξιν εις τους δε, κατ’ ουσίαν ψυχής αθανάτου, κατ’ εικόνα του Θεού πλασμένης, καθώς και νοεράς ενεργείας αυτής της ψυχής.
Η σχετική ομοιότης μεταξύ αγγέλων και ανθρώπων συνίσταται εις την αθανασίαν, το λογικόν, το περιγραπτόν, το αυτεξούσιον κλπ., ενώ η σχετική διαφορά συνίσταται εις την δόξαν, το άϋλον των αγγέλων κλπ. Η σχετική ομοιότης μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων, συνίσταται εις την φύσιν, η δε διαφορά τους εις την δόξαν (οι άγγελοι είναι δεδοξασμένοι δια της Χάριτος, ενώ οι δαίμονες στερούνται της Θείας δόξης).
Μεταξύ όμως Θεού και κτισμάτων δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης. Οπότε, όταν λέμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, δεν πρόκειται για την διαφορά της επιστήμης ή της φιλοσοφίας (δηλαδή για σχετική διαφορά), αλλά για απόλυτη διαφορά[71]. Γι’ αυτό φθάνουν να λένε οι Πατέρες: «Εάν τα κτιστά είναι όντα, τότε ο Θεός είναι μη ων. Και εάν ο Θεός είναι ων, τότε τα κτιστά είναι μη όντα». Και τούτο διότι, όπως είπαμε, δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Αυτό όμως σημαίνει ότι, εφ’ όσον δεν υπάρχη ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων, η ίδια η Αγία Γραφή καθ’ εαυτήν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή ως γέφυρα προς τον Θεόν. Διότι η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί νοήματα. Όλα δε ανεξαιρέτως τα νοήματα που χρησιμοποιεί είναι παρμένα από τα περιγραπτά κτίσματα του κόσμου. Δεν υπάρχει ούτε ένα κτίσμα που να μην είναι περιγραπτόν.
Όλα τα ονόματα του Θεού στην Αγία Γραφή είναι παρμένα από την εμπειρία του ανθρώπου. Όλα είναι περιγραπτά ονόματα. Όταν όμως φθάση κανείς στην εμπειρία της θεώσεως, διαπιστώνει ότι ο Θεός είναι ανώνυμος! Διότι δεν υπάρχει ούτε ένα ανθρώπινο ή αγγελικό όνομα ή νόημα που μπορή να αποδοθή εις τον Θεόν, που να μπορή να αποδώση την ύπαρξι την οντότητα του Θεού. Επειδή ο Θεός δεν μοιάζει με τίποτε που γνωρίζει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό μπροστά στην θέα του Θεού όλα τα ονόματα και νοήματα καταργούνται[72].
Υπάρχει ένα πολύ ωραίο χωρίο στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, το οποίο χρησιμοποιούν οι Πατέρες, και το οποίο λέγει ότι τελικά ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Τριάς είναι[73]. Διότι ο Θεός δεν είναι εκείνο, που σκέπτεται ο άνθρωπος για τον Θεό, ή που θα μπορούσε να σκεφθή.
Εμείς π.χ. λέμε ότι ο Θεός είναι ένας. Βέβαια, όταν ο άνθρωπος λέγει ένας, τότε φαντάζεται ένα νούμερο, την μονάδα. Δηλαδή ότι ο Θεός είναι ένας, όπως ένας είναι και ο οποιοσδήποτε άνθρωπος. Το ίδιο συμβαίνει, όταν λέμε ότι ο Θεός είναι τρία Πρόσωπα. Αλλά ούτε τρεις είναι ο Θεός ούτε τρία υποκείμενα ή αντικείμενα είναι ο Θεός ούτε ένα υποκείμενο ή αντικείμενο είναι ο Θεός.
Όταν σκέπτεται ο άνθρωπος, σκέπτεται πάντοτε με το σχήμα: Υποκείμενο — αντικείμενο. Υποκείμενο είναι εκείνο που παρατηρεί και αντικείμενο είναι εκείνο που παρατηρείται.
Όταν όμως λέμε ότι ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν, εδώ δεν έχομε σχέσι υποκειμένου — αντικειμένου. Δεν είναι δηλαδή εδώ ο ένας, ο Πατήρ, το υποκείμενο της αγάπης και ο άλλος, ο Υιός, το αντικείμενο της αγάπης, όπως εσφαλμένα νόμισε ο άγιος Αυγουστίνος, που ωνόμασε τον Θεόν Αυτοαγάπη, για να κάνη μία Θεολογία περί της Αγίας Τριάδος. Διότι, εφ’ όσον στον Θεόν δεν υπάρχη ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο, δεν είναι ο Θεός ούτε το υποκείμενο της αγάπης Του ούτε το αντικείμενο της αγάπης Του.
71
Βλ. Μητρ. Ιεροθέου (Βλάχου), ένθ’ ανωτ., σ. 228: «… Μεταξύ ακτίστου και κτιστού μία είναι η γέφυρα, ένα είναι το σημείο που τα ενώνει. Αυτός είναι ο Χριστός, στο Πρόσωπο του οποίου ενώθηκε ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως, η θεία με την ανθρώπινη φύση ή για να εκφρασθώ καλύτερα η θεία φύση προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στην υπόσταση του Λόγου. Γι’ αυτό ο άνθρωπος, που είναι κατ’ εικόνα Θεού, το οποίο κατ’ εικόνα είναι δυνάμει ομοίωση, ζώντας μέσα στην Εκκλησία και ενωμένος με τον Χριστό μπορεί να γίνη ενεργεία πρόσωπο. Βέβαια ο άνθρωπος από τη γέννησή του είναι δυνάμει πρόσωπο, αλλά πρέπει με την δύναμη του Χριστού να ενεργοποιήση την υποστατική αυτή αρχή. Γίνεται πρόσωπο εν κοινωνία με τον Θεό…. Με την ασκητική και μυστηριακή ζωή ενεργοποιείται η υποστατική αρχή στον άνθρωπο».
72
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικής Θεολογίας, Εισαγωγή: νΐαάίΜΐΓ Εθ88^γ, Φιλόσοφος λόγος, έκδοσις Πολύτυπο, 1983, σ. 23: «Όσο για τα ονόματα, που αποδίδομε στον Θεό, μας αποκαλύπτουν τις ενέργειές Του που κατέρχονται προς εμάς, αλλά δεν μας φέρνουν κοντά στην απρόσιτη ουσία Του. Για τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης κάθε έννοια που αναφέρεται στον Θεό είναι ομοίωμα, απατηλή εικόνα, είδωλο. Οι έννοιες που σχηματίζουμε ακολουθώντας την φυσική μας κρίση και γνώμη, κάνοντάς μας να βασιστούμε σε μία νοητή αναπαράσταση, δημιουργούν είδωλα Θεού, αντί να μας αποκαλύπτουν τον ίδιο τον Θεό. Δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα όνομα για να εκφράση την Θεία φύση- είναι ο θαυμασμός που κυριεύει την (πιστή) ψυχή, όταν συλλογίζεται τον Θεό».
73
Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ένθ’ ανωτ., σ. 45: «Λέμε λοιπόν ότι η των πάντων αιτία, που όλα τα υπερβαίνει, ούτε ουσία είναι ούτε χωρίς ζωή ούτε χωρίς λόγο ούτε χωρίς νου ούτε σώμα είναι. Ούτε σχήμα έχει ή είδος (μορφή) ή ποιότητα ή ποσότητα ή όγκο. Ούτε βρίσκεται σε ωρισμένο τόπο ούτε βλέπεται ούτε έρχεται σε επαφή ούτε αισθάνεται ούτε γίνεται αισθητή ούτε συγχύζεται ούτε ταράζεται ούτε ενοχλείται από υλικά πάθη ούτε από αδυναμία υπόκειται σε πάθη των αισθήσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά ή μερισμό ή στέρηση ή ροή ούτε τίποτε άλλο απ’ όσα παθαίνουν τα αισθητά ούτε είναι τίποτε από αυτά.
Και ανερχόμενοι λέμε ότι ούτε ψυχή είναι ούτε νους. Ούτε είναι λόγος ούτε είναι νόηση. Ούτε λέγεται ούτε νοείται. Ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα ή ομοιότητα ή ανομοιότητα. Ούτε στέκεται ούτε κινείται ούτε ησυχάζει ούτε έχει δύναμη ούτε είναι δύναμη ούτε είναι φως. Ούτε ζει ούτε είναι ζωή. Ούτε είναι ουσία ούτε είναι αιώνας ούτε είναι χρόνος. Ούτε νοητικά (γνωστικά) μπορεί κανείς να έχη επαφή μαζί Της ούτε είναι επιστήμη (γνώση) ούτε είναι αλήθεια.
Ούτε είναι βασιλεία ούτε είναι σοφία. Ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή αγαθότητα ούτε είναι πνεύμα όπως εμείς ξέρουμε. Ούτε υιότητα ούτε πατρότητα ούτε τίποτε άλλο από όσα αφορούν εμάς ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα. Ούτε ανήκει στα μη όντα, αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τι είναι. Ούτε αυτή γνωρίζει με την γνώση τι είναι τα όντα. Ούτε υπάρχει λόγος γι’ αυτήν ούτε όνομα ούτε γνώση. Ούτε είναι σκοτάδι ούτε είναι φως. Ούτε πλάνη ούτε αλήθεια. Ούτε μπορεί καθόλου να ορισθή με την κατάφαση ή την αφαίρεση. Αλλά και όταν τα προερχόμενα από αυτήν προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε τίποτε. Επειδή η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που απλά έχει αποδεσμευθή από όλα, που τα πάντα υπερβαίνει».