Οπότε δεν υπάρχουν στον Θεό τρία Πρόσωπα, όπως υπάρχουν σε μία οικογένεια τρία πρόσωπα.
Υπάρχουν Ορθόδοξοι θεολόγοι, Ρωσικής προελεύσεως, που λένε ότι ο Θεός είναι προσωπικός Θεός. Ότι δεν είναι δηλαδή ο Θεός της φιλοσοφίας, που είναι ένα ανθρώπινο στοχαστικό κατασκεύασμα, αλλά ότι είναι ένας προσωπικός Θεός[74]. Το ίδιο λένε και στην δυτική παράδοσι.
Στην Πατερική όμως παράδοσι δεν είναι ο Θεός προσωπικός Θεός. Μάλιστα ο Θεός ούτε Θεός είναι! Ο Θεός δηλαδή δεν ανταποκρίνεται σε τίποτε που μπορεί ο άνθρωπος να σκέπτεται ή θα μπορούσε να σκεφθή. Ούτε οι σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου είναι προσωπικές. Ούτε είναι σχέσεις υποκειμένου — αντικειμένου.
Οπότε, όταν μιλάμε για προσωπικές σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων, σφάλλομε. Δεν υπάρχουν τέτοιου είδους σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Κατ’ επέκτασιν αυτών, που λέμε τώρα, μερικοί μιλούν για διαπροσωπικές σχέσεις ή για κοινωνία προσώπων, κατά το πρότυπο των σχέσεων των Προσώπων της Τριάδος. Αυτές είναι εσφαλμένες συσχετίσεις. Οι σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων δεν είναι όπως οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν είναι ένας συνάδελφος.
Τα παραπάνω ίσχυαν μέχρι την Ενσάρκωσι. Μετά όμως την Ενσάρκωσι του Θεού Λόγου, μέσω και λόγω της Ενσαρκώσεως, έχομε προσωπικές σχέσεις με τον Θεόν. Με τον Θεόν όμως ως Θεάνθρωπον (ως Υιόν Θεού και υιόν ανθρώπου). Επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος.
Που σημαίνει ότι η Ενσάρκωσις επέφερε μία ειδική σχέσι μεταξύ Θεού και ανθρώπων, μεταξύ του Χριστού και των ανθρώπων, η οποία όμως σχέσις δεν υπάρχει εξ επόψεως Αγίας Τριάδος μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Δεν έχομε με την Αγία Τριάδα, με την άκτιστη Θεότητα τη σχέση που έχομε με τον Χριστόν. Δηλαδή δεν έχομε με τον Πατέρα ούτε με το Άγιον Πνεύμα την σχέσι που έχομε με τον Χριστόν, με τον οποίον και μόνον έχομε προσωπική σχέσι. Η Αγία Τριάς ήλθε σε προσωπική σχέσι με τον άνθρωπο μόνο δια της Ενσαρκώσεως, μόνο δια του Χριστού. Αυτή η σχέσις δεν υπήρχε πριν την Ενσάρκωσι. Διότι, πριν από την Ενσάρκωσι, δεν είχαμε σχέσεις με τον Θεόν ως με άνθρωπον.
Ο Θεός δεν είναι άνθρωπος κατά το άκτιστον. Εις την ακτιστότητά Του δηλαδή ο Θεός δεν είναι άνθρωπος ούτε μοιάζει με άνθρωπο. Οπότε, όταν ο Θεός έγινε άνθρωπος, δεν έγινε ο Θεός κάτι που έμοιαζε με τον εαυτόν Του. Ενσάρκωσις δεν σημαίνει ότι ο Θεός έλαβε μία φύσι που είχε κάποια ομοιότητα με την δική Του φύσι. Δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης μεταξύ της φύσεως του ανθρώπου και της φύσεως του Θεού.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι Πατέρες τονίζουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι εικόνα του Θεού. Εικόνα του Θεού απαράλλακτος είναι μόνον ο Λόγος, ο Υιός. Ο Λόγος είναι η εικών του Πατρός. Γι’ αυτό, επειδή ο Λόγος είναι η εικών του Πατρός, ο Χριστός είναι η εικόνα του Πατρός ως Λόγος. Αλλά και από την αντίδοσι των ιδιωμάτων και ο σαρκωμένος Λόγος, δηλαδή η ανθρώπινη φύσι του Χριστού είναι και αυτή η εικών του Πατρός. Δηλαδή και η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι εικόνα του Πατρός εξ αιτίας της Ενσαρκώσεως.
Ο άνθρωπος δεν είναι εικόνα του Θεού. Λέγεται βέβαια ο άνθρωπος εικόνα του Θεού, καταχρηστικώς όμως. Κυριολεκτικώς ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα του Θεού πλασμένος και όχι εικόνα του Θεού[75]. Το τι ακριβώς είναι το κατ’ εικόνα του Θεού, που αναφέρεται στην Αγία Γραφή ότι επλάσθη ο άνθρωπος, απεκαλύφθη πλήρως μόνον εις την Ενσάρκωσι[76]. Διότι ο προορισμός του ανθρώπου ήταν απ’ αρχής να γίνη σαν τον Χριστόν, δηλαδή κατά χάριν θεός. Να φθάση εις το καθ ’ ομοίωσιν. Ενεργεία το κατ’ εικόνα σημαίνει ομοίωσιν με τον Χριστόν κατά την ευσπλαγχνίαν. Οπότε ο άνθρωπος ως μιμητής πλέον του Χριστού γίνεται και εκείνος εικόνα του Πατρός κατά χάριν μετέχων της δόξης του Χριστού.
Έτσι, όταν κάποιος φθάση στην θέωσι (δηλαδή στο καθ’ ομοίωσιν), τότε γίνεται κατά χάριν Χριστός, δηλαδή κατά χάριν θεός. Τότε γίνεται όμοιος με τον Χριστόν και δεν διαφέρει από τον Χριστόν παρά μόνον κατά την φύσιν. Ο Χριστός δεν είναι Θεός κατά χάριν, αλλά Θεός κατά φύσιν.
Ο Λόγος, όταν εσαρκώθη, έγινε κατά φύσιν άνθρωπος. Δεν έγινε ο Λόγος κατά χάριν άνθρωπος, αλλά έγινε κατά φύσιν άνθρωπος. Δεν έγινε δηλαδή κατά την Ενσάρκωσι μία απλή υιοθεσία. Δεν υιοθέτησε κατά την Ενσάρκωσι ο Θεός Πατήρ έναν άνθρωπο για να κατοικήση μέσα του και κατ’ αυτόν τον τρόπον να κάνη τον άνθρωπον εκείνον Θεόν, αλλά ο ίδιος ο Λόγος, ο Υιός του Θεού, έγινε δια της Ενσαρκώσεως κατά φύσιν άνθρωπος.
Έτσι στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκαν η Θεία με τη ανθρώπινη φύσι. Στο πρόσωπο του Χριστού συνυπάρχουν η Θεία φύσις του Λόγου και η ανθρώπινη φύσις ασυγχύτως, ατρέπτως και αδιαιρέτως ενωμένες. Ο Χριστός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά είναι Θεάνθρωπος, Θεός και άνθρωπος ταυτοχρόνως, με διακεκριμένα τα ιδιώματα των δύο φύσεων. Αντικρύζοντας τον Χριστό, αντικρύζομε τον σαρκωμένο Υιό του Θεού. Ο Λόγος, ο Υιός του Θεού, μετά την Ενσάρκωσι είναι δια παντός ενωμένος με την ανθρώπινη φύσι στο πρόσωπο του Χριστού[77].
75
Ο Χριστός είναι η εικόνα του Θεού και ο άνθρωπος είναι η εικόνα του Χριστού. Δηλ. ο άνθρωπος είναι εικών εικόνος, εκείνης του Χριστού.
76
Εις την Ενσάρκωσι δηλαδή τελικά απεκαλύφθη ότι ο άνθρωπος είχε δημιουργηθή κατ’ εικόνα του μεταγενεστέρου του χρονικά πρωτοτύπου, δηλαδή του Χριστού.
77
Βλ. σχετικώς Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου: Εορτοδρόμιον, Τόμος Γ’, Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη, 1987, σ. 234 ε.