Εξ επόψεως τώρα της Παραδόσεως δεν είναι το ίδιο πράγμα η μοντέρνα Ορθοδοξία με την παραδοσιακή Ορθοδοξία. Υπάρχει βέβαια κάτι το κοινό, η Αγία Γραφή· αυτή όμως είναι μέρος της Παραδόσεως. Το πρόβλημα όμως είναι ποια είναι η ουσία της Παραδόσεως· ποιος είναι ο πυρήνας της Παραδόσεως. Αυτόν θα τον βρη κανείς, αν προσέγγιση το θέμα, όπως θα έκανε σε μία οποιαδήποτε θετική επιστήμη.
Στην Ορθόδοξη Παράδοσι έχομε εκτός της προφορικής Παραδόσεως και γραπτά κείμενα. Έχομε την Παλαιά Διαθήκη, έχομε την Καινή Διαθήκη, έχομε τις αποφάσεις και τα πρακτικά των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, έχομε τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας κλπ. Τέτοια όμως γραπτά κείμενα έχουν σε ποσότητα και οι Παπικοί και οι Προτεστάντες. Οπότε τίθεται το θέμα, ποια είναι η βασική διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των πιστών των άλλων Χριστιανικών δογμάτων. Γιατί οι μεν να είναι Ορθόδοξοι και οι άλλοι αιρετικοί; Ποια είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών;
Νομίζω την βασική διαφορά μπορούμε να την κατανοήσωμε, αν πάρωμε για παράδειγμα την Ιατρική επιστήμη. Εκεί έχομε τους γιατρούς που ανήκουν στον Ιατρικό Σύλλογο. Αν δεν είναι κάποιος γιατρός μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήση το επάγγελμα του γιατρού. Για να είναι ένας γιατρός νόμιμος, πρέπει όχι μόνο να είναι απόφοιτος μιας ανεγνωρισμένης Ιατρικής Σχολής, αλλά και μέλος του Ιατρικού Συλλόγου. Τα ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μία συνεχής δοκιμασία· διότι, αν παρεκτραπή κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκησι του επαγγέλματός του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού Συλλόγου στον οποίο ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος
Το ίδιο όμως συμβαίνει και στη Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η αποβολή δηλαδή ή η αποκοπή κάποιου μέλους Της, ονομάζεται αφορισμός· προκειμένου δε περί εκκλησιαστικού αξιώματος καθαίρεσις. Έτσι οι αιρετικοί αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπή να θεραπεύη, έτσι και στην Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να επιτραπή σε έναν αιρετικό να θεραπεύη τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να θεραπεύη.
Οπότε, όπως δεν είναι δυνατόν να γίνη ποτέ ένωσις μεταξύ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτών γιατρών και του Ιατρικού Συλλόγου, έτσι δεν είναι ποτέ δυνατόν να γίνη ένωσις μεταξύ των Ορθοδόξων και των αιρετικών. Ένας πραγματικός γιατρός δεν είναι εκείνος που απλώς διαβάζει πολλά ιατρικά βιβλία, αλλά εκείνος που έχει μεν αποφοιτήσει από την Ιατρική Σχολή ενός Πανεπιστημίου, συγχρόνως όμως έχει μαθητεύσει για ένα σημαντικό διάστημα κοντά σε έναν πεπειραμένο καθηγητή αποδεδειγμένης ικανότητας να θεραπεύη αρρώστους.
55. Ποιος είναι ο αληθινός θεολόγος
Ποιος είναι, τώρα, ο αληθινός θεολόγος; Θεολόγος είναι μόνον εκείνος που διάβασε πολλά θεολογικά βιβλία και είναι ενημερωμένος επάνω στην σχετική βιβλιογραφία; Αυτός όμως μοιάζει με έναν μικροβιολόγο π.χ. που διάβασε μεν πολλά βιβλία επάνω στην επιστήμη του, αλλά δεν χρησιμοποίησε ποτέ ένα μικροσκόπιο ούτε έκανε εργαστηριακές αναλύσεις κλπ. Σε όλες τις θετικές επιστήμες, εκείνος που έχει ο λόγος του κύρος και είναι αυθεντία στην επιστήμη του, είναι πάντα εκείνος που έχει εμπειρία του αντικειμένου ή του φαινομένου στο οποίο αναφέρεται και το οποίο έχει μελετήσει, δηλαδή εκείνος που έχει την εμπειρία της παρατηρήσεως και κατανοεί τα φαινόμενα που παρατηρεί.
Στην Πατερική ορολογία αυτή η εμπειρία της παρατηρήσεως των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος λέγεται θεωρία. Το πρώτο σκαλοπάτι της θεωρίας είναι η εμπειρία της αυτενεργούσης προσευχής του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, η εμπειρία της ευχής. Με την ευχή, όταν είναι ενεργουμένη από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, αρχίζει να θεμελιώνεται η ενδιάθετος πίστις στον άνθρωπο. Δια της εμπειρίας αυτής της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Χριστιανός αρχίζει να θεωρή τον Θεόν, να γνωρίζη τον Θεόν. Ο Χριστιανός τώρα έχοντας την βοήθεια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, με οδηγούς την Παλαιά και Καινή Διαθήκη δηλαδή τους Προφήτες και τους Αποστόλους, καθώς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν εν Αγίω Πνεύματι την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, μπορεί να κάνη και ο ίδιος σωστή ερμηνεία της Αγίας Γραφής και να εμβαθύνη στα ρητά και στα νοήματα της Αγίας Γραφής και των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας.
Σε ωρισμένες περιπτώσεις κατά διαστήματα μπορεί ο Χριστιανός αυτός να ανεβαίνη σε υψηλότερα στάδια θεωρίας π.χ. σε έλλαμψι ή, όταν θέλη ο Θεός, σε μέθεξι του ακτίστου Φωτός, δηλαδή σε θέωσι. Από Πατερικής απόψεως θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε σε θέωσι. Διότι τότε γίνεται απλανής, οπότε μπορεί να θεολογή χωρίς φόβο να πέση σε πλάνη. Δηλαδή θεολόγοι κατά τους Πατέρες είναι μόνον οι θεόπτες. Η Εκκλησία τον τίτλο του κατ’ εξοχήν θεολόγου τον έδωσε σε πολύ λίγους Πατέρες, αν και πολλοί Άγιοι εθεολόγησαν. Οι θεολογούντες σε αντιδιαστολή με του θεολόγους είναι όσοι έφθασαν μόνο στην κατάστασι φωτισμού, της αδιαλείπτου δηλαδή καρδιακής ευχής, οι οποίοι όμως, επειδή έχουν φωτισθή από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, μπορούν και θεολογούν επάνω στην εμπειρία των θεουμένων, χωρίς οι ίδιοι να παράγουν καινούργια Θεολογία. Βέβαια υπάρχουν και οι διανοητικά θεολογούντες, οι οποίοι θεολογούν, επειδή έχουν απλώς διαβάσει μερικά θεολογικά βιβλία, πράγμα όμως που απαγορεύεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας.