Выбрать главу

Αυτή λοιπόν η γνωσιολογική αρχή είναι μία δεσπόζουσα αρχή στους Πατέρες της Εκκλησίας. Το φαινομενικά παράξενο όμως είναι ότι οι Πατέρες παίρνουν αυτό το Φως του Θεού και το ταυτίζουν με το Σκότος (Γνόφος) και χρησιμοποιούν εναλλακτικά το Φως και το Σκότος. Οπότε το «εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» και το «εν τω σκότει σου οψόμεθα σκότος» σημαίνει για τους Πατέρες το ίδιο πράγμα. Διότι ο Θεός ούτε Φως είναι ούτε Σκότος είναι· και τούτο, επειδή ο Θεός δεν είναι κτίσμα για να μοιάζη με κάτι κτιστό, όπως είναι το φως ή το σκότος.

Εφ’ όσον λοιπόν οι γνωσιολογικές μας δυνάμεις αναλογούν στα κτιστά και δεν επεκτείνονται στα άκτιστα, γι’ αυτόν τον λόγο ο άνθρωπος γνωρίζει μόνο τα κτιστά. Επομένως οποιαδήποτε ορολογία χρησιμοποιήσωμε για τον Θεό, η ορολογία αυτή θα είναι παρμένη από την καθημερινή εμπειρία του ανθρώπου και όχι από κάποια δυνατότητα του ανθρώπου να περιγράψη το άκτιστο. Αυτή η Πατερική αντίληψις περί γνωσιολογίας εμπίπτει απολύτως μέσα στα πλαίσια της μοντέρνας έρευνας, η οποία γίνεται επάνω στα γνωσιολογικά θέματα και η οποία σήμερα[114] γίνεται από νευρολόγους, βιολόγους, βιοχημικούς, ψυχολόγους, ανθρωπολόγους και λίγο από ψυχιάτρους.

Όλες οι επιστήμες, που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, συμφωνούν ως προς την γνωσιολογική λειτουργία της ανθρωπίνης υπάρξεως. Όλα στον άνθρωπο είναι παρμένα, απ’ ότι ξέρομε μέχρι τώρα, από τις καθημερινές εμπειρίες του ανθρώπου. Ακόμη και οι αφηρημένες σκέψεις που κάνει ο άνθρωπος και οι μαθηματικοί υπολογισμοί, όλα αυτά πλέον έχει γίνει αποδεκτό ότι είναι διαστάσεις της υλικής υπάρξεως του κόσμου και καμμιάς πνευματικής αΰλου υπάρξεως.

Η κατηγορία πάντως του Μεγάλου Αθανασίου εναντίον του Αρείου, ότι διδάσκει την «εν χρόνω» γέννησι του Λόγου, προέρχεται από την ίδια την έκφρασι του Αρείου, την οποία εξεμεταλλεύθησαν οι Ορθόδοξοι και συνέχεια βομβάρδιζαν τους Αρειανούς επάνω στο θέμα αυτό. Τόσο δε πολύ τους βομβάρδιζαν, ώστε οι Αρειανοί αναγκάσθηκαν και απάντησαν. Με την απώλεια όμως, που συνέβη, των πολλών συγγραμμάτων των αιρετικών, χάθηκαν και οι απαντήσεις αυτές.

Οι Πατέρες κατηγορούσαν τον Άρειο ότι διδάσκει την εν χρόνω γέννησι του Λόγου. Απόδειξις δε για τους Πατέρες είναι ότι ο Άρειος αναφέρει το «ποτέ» (κάποτε) και το «ότε». Ναι, αλλά σώζονται όμως αποσπάσματα των λεχθέντων του Αρείου και των Αρειανών, στα οποία οι Αρειανοί διαμαρτύρονται γι’ αυτήν την καταγγελία των Ορθοδόξων, ότι δηλαδή διδάσκουν την εν χρόνω γέννησι του Λόγου και υποστηρίζουν ότι συκοφαντούνται, καθ’ όσον οι ίδιοι διδάσκουν ότι ο Λόγος εγεννήθη εκ του Πατρός «προ των αιώνων».

Αυτό το προ των αιώνων έχει πολύ μεγάλη σημασία, διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα οι αιώνες και ο χρόνος. Οι Πατέρες κάνουν μία διάκρισι μεταξύ αιώνων και χρόνου, αν και δεν ήξεραν μοντέρνα Φυσική. Στην Φυσική δεν έχομε πια τον χρόνο που είχαμε στο παρελθόν. Ο χρόνος του παρελθόντος εμετράτο από την σχετική κίνησι της γης ως προς τον ήλιο και την σελήνη. Τώρα όμως οι αντιλήψεις περί χρόνου έχουν αλλάξει πάρα πολύ.

Εκείνο που έχει για μας σημασία, είναι ότι οι Πατέρες διακρίνουν σαφώς μεταξύ αιώνων και χρόνου. Οπότε, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, λένε οι Πατέρες, πρώτα δημιούργησε τους αιώνες, μετά τους αγγέλους, και μετά τον κόσμο αυτόν, καθώς και τον χρόνο. Δηλαδή οι Πατέρες ήξεραν ότι ο χρόνος είναι μία διάστασις ωρισμένου μέρους του κτιστού σύμπαντος. Διότι το πρώτο κτίσμα που κτίσθηκε είναι οι αιώνες και όχι ο χρόνος. Ο χρόνος δημιουργείται αργότερα από τον Θεόν.

Οπότε η κυρία διαφοροποίησις μεταξύ αιώνων και χρόνου είναι ότι στον χρόνο έχομε αλληλοδιαδοχή στα γεγονότα, ενώ στους αιώνες δεν έχομε αναγκαστικά αλληλοδιαδοχή των γεγονότων, αλλά μία συνύπαρξη γεγονότων σε μία συνύπαρξη πραγμάτων, χωρίς αναγκαστικά να εμπλέκωνται τα γεγονότα με την αλληλοδιαδοχή. Ο άνθρωπος είναι περιωρισμένος στην αλληλοδιαδοχική εμπειρία των καταστάσεων, επειδή είναι μέσα στον χρόνο. Ο άνθρωπος δεν έχει εμπειρία μιας υπάρξεως χωρίς αλληλοδιαδοχή. Την αποκτά όμως μόνο στην εμπειρία της θεώσεως, διότι τότε καταργείται ο χρόνος.

Μόνον εκείνος ο οποίος έχει φθάσει στην θέωσι έχει εμπειρία εκείνου του τρόπου της υπάρξεως που υπερβαίνει την ύπαρξι, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χρόνο, υπάρξεως που υπερβαίνει τον αιώνα, υπάρξεως που υπερβαίνει τον χώρο, υπάρξεως που υπερβαίνει την λογική κλπ. Έχει δηλαδή ο θεούμενος την εμπειρία του ακτίστου, χωρίς όμως να γνωρίζη γνωσιολογικώς τι είναι αυτό το άκτιστο. Επειδή γνωσιολογικώς το άκτιστο για τον θεούμενο παραμένει Μυστήριο. Δηλαδή και ο Θεός, όταν αποκαλύπτεται στον θεούμενο, παραμένει Μυστήριο. Διότι, αν και υποπίπτη στην αντίληψι του νοός και της λογικής και των αισθήσεων και του σώματος του ανθρώπου, παρά ταύτα ο Θεός παραμένει Μυστήριο, επειδή ξεφεύγει από τα όρια και τον τρόπο γνώσεως του ανθρώπου.

вернуться

114

Το έτος 1983.