Выбрать главу

Όταν λοιπόν ο επίσκοπος γίνεται φεουδάρχης, αρχίζει πλέον να ασχολήται με την διοίκησι και με την καθυπόταξι των Ρωμαίων δουλοπαροίκων και βιλάνων. Έτσι δεν ησχολείτο πλέον με τα πνευματικά θέματα ούτε με τα θεολογικά γράμματα, αλλά με διοικητικά θέματα. Την δε Θεολογία την πήραν στα χέρια τους, κάτι καλόγεροι στα μοναστήρια. Οπότε η θεολογική επιστήμη εκαλλιεργείτο συνήθως μέσα στα μοναστήρια, τα οποία και αυτά όμως δεν ησχολούντο με το πως θα φθάσουν οι μοναχοί στην κατάστασι του φωτισμού και της θεώσεως, την οποία ούτε επεδίωκαν· διότι επηρεασμένοι όντες από την Θεολογία του Αυγουστίνου δέχθηκαν μία φιλοσοφική αντίληψι περί του φωτισμού και της θεώσεως.

Βλέπομε λοιπόν ότι στον χώρο των κατακτητών των Δυτικών Ρωμαίων η εμπειρία του φωτισμού φιλοσοφοποιήθηκε και εισήλθε στην διδασκαλία περί φωτισμού ο νοητός κόσμος του Πλάτωνος. Αυτή λοιπόν η διαστρεβλωμένη και παραποιημένη θεώρησις περί φωτισμού μπήκε μέσα στον μοναχισμό των Φράγκων και έτσι και ο μοναχισμός των Φράγκων έχει πλέον μία ιδιαίτερη εξέλιξη και δεν είναι μία συνέχισις τη αρχαίας πνευματικότητος και ασκητικής ζωής της Εκκλησίας, αλλά διαμορφώθηκε μία παράδοσις διαφορετική.

Η παράδοσις αυτή δεν είναι βέβαια εντελώς καινούργια, είναι όμως η παράδοσις του Αυγουστίνου. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρώτοι Φράγκοι θεολόγοι και πνευματικοί τους πατέρες διάβαζαν παρά πολύ τον Αυγουστίνο και σχεδόν καθόλου τους άλλους Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια είναι πολύ παράδοξο το να ισχυρίζωνται οι Δυτικοί ότι εκείνοι μόνον καταλαβαίνουν την Πατερική παράδοσι και ότι εμείς παρεκκλίναμε από αυτήν. Ισχυρίζονται μάλιστα ότι εμείς από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και μετά είμαστε μία ειδωλολατρική μορφή του Χριστιανισμού(!)[116].

Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια γίνεται λοιπόν στην Δύσι η συζήτησις επάνω στα διάφορα κατηγορήματα της Πατερικής θεολογίας. Στην Δύσι για κάποιο λόγο δέχθηκαν ότι η ουσία και η ενέργεια του Θεού είναι το ίδιο πράγμα. Ταυτίζουν δηλαδή την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Μάλιστα υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι και ο ίδιος ο Αυγουστίνος εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται καθαρά στα πρώτα συγγράμματά του. Φαίνεται δηλαδή ότι με έναν τρόπο καθαρά φιλοσοφικό εταύτιζε την ουσία με την ενέργεια του Θεού. Ο ίδιος επίσης διατείνεται επανειλημμένως ότι ο Θεός είναι υηα δυβδίαηΐία (μία ουσία) και ό,τι υπάρχει στον Θεό ταυτίζεται με αυτήν την una substantia. Αυτά τα λέγει ο Αυγουστίνος όχι μία, αλλά πολλές φορές.

Έτσι φαίνεται ότι οι Γερμανικές φυλές του Μεσαίωνα υιοθέτησαν αυτήν την διδασκαλία. Αυτή λοιπόν η ταύτισις της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό έγινε πλέον η σπονδυλική στήλη της Σχολαστικής παραδόσεως. Σ’ αυτήν όμως την γραμμή υπάρχουν και ωρισμένες παραλλαγές. Μερικοί εξ αυτών κάνουν διάκρισι μεταξύ ουσίας και προσόντων (attributia) στον Θεό. Σ’ αυτήν την εξέλιξι της Δύσεως οι εκπρόσωποι των τριών επικρατεστέρων τάσεων είναι ο Θωμάς Ακινάτης από το ένα μέρος, ο Duns Scotus από το δεύτερο μέρος και ο Γουλιέλμος Ockham από το τρίτο μέρος. Ο Duns Scotus, του οποίου οι οπαδοί λέγονται Σκωτισταί, κάνει μία διάκρισι μεταξύ των προσόντων (attributia) και της ουσίας του Θεού, που μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με την

Ορθόδοξη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού. Μοιάζει μεν, αλλά δεν ταυτίζεται, διότι η διάκρισίς του είναι καθαρά φιλοσοφική, ενώ η Ορθόδοξη διάκρισις είναι καθαρά εμπειρική. Γι’ αυτό και η διάκρισίς του αυτή ονομάζεται και οντολογική ή μεταφυσική.

Στην αρχαία Εκκλησία τέτοιες διακρίσεις, οντολογικές ή μεταφυσικές, φιλοσοφικές δηλαδή, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού έκαναν συστηματικά οι αιρετικοί. Οι πιστοί της αρχαίας Εκκλησίας έκαναν και αυτοί διάκρισι, που ήταν όμως καθαρά εμπειρική, αφού εβασίζετο στην εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως.

63. Πως οι Πατέρες θεολογούν

Στην Ορθόδοξη Παράδοσι όμως οι Πατέρες πως θεολογούν; Οι Πατέρες πρώτον επικαλούνται την Αγία Γραφή για να υποστηρίξουν την διδασκαλία της Εκκλησίας. Επί πλέον όμως επικαλούνται και την εμπειρία των ζώντων θεουμένων, όταν εμφανισθή μία αίρεσις. Όταν εμφανίσθηκε η αίρεσις του Αρείου, οι Πατέρες επεκαλέσθησαν και την εμπειρία των θεουμένων που ζούσαν κατά την εποχή της Αρειανικής διαμάχης. Έτσι έχομε δύο ειδών επιχειρήματα. Για να είναι όμως κάτι Ορθόδοξο, πρέπει αυτό τα δύο να είναι συμβατά μεταξύ τους είτε να ταυτίζωνται είτε να είναι αλληλοσυμπληρούμενα. Όχι αλληλοσυγκρουόμενα. Η βασική επιχειρηματολογία πηγάζει από την Αγία Γραφή. Η επισφράγισις όμως της επιχειρηματολογίας αυτής καθώς και η επιβεβαίωσις της γνησιότητός Της γίνονται πάντοτε βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των Πατέρων και των κεκοιμημένων Αγίων της Εκκλησίας, καθώς και της εμπειρίας των ζώντων Αγίων της εποχής κατά την οποία εμφανίζεται μία αίρεσις.

вернуться

116

Κατ’ αλήθειαν βέβαια συμβαίνει ακριβώς το αντίστροφο.