Έτσι η δύναμις αυτής της διακρίσεως ήταν μεγάλη, και εξακολουθεί να είναι μεγάλη. Διότι και εγώ χρησιμοποιούσα αυτήν την διάκρισι για χρόνια. Το Προπατορικό Αμάρτημα στην πρώτη του έκδοση ήταν βασισμένο σ’ αυτήν την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, από την αρχή μέχρι του τέλους του, αλλά στην νέα έκδοσι[125] θα τακτοποιηθή το βιβλίο ως προς το σημείο αυτό. Αλλά και πολλούς ετεροδόξους, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν την εμπειρική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, έπεισα για την ανάγκη να γίνεται αυτή η διάκρισις χρησιμοποιώντας την φιλοσοφική διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βέβαια, ναι μεν τους έπεισα, αλλά τους έπεισα στραβά επάνω στο θέμα αυτό. Διότι μετά ανεκάλυψα ότι οι Πατέρες δεν κάνουν φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, αλλά κάνουν εμπειρική διάκριση. Δηλαδή Βιβλική διάκριση, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως και όχι στην φιλοσοφία.
Ο Ωριγένης σ’ αυτά τα θέματα είναι πολύ Ορθόδοξος. Είναι αιρετικός σε άλλα θέματα, διότι δέχθηκε την προΰπαρξι της ψυχής του Χριστού, την αποκατάστασι των πάντων στην αιρετική μορφή αυτής της διδασκαλίας, την προΰπαρξι των ψυχών των ανθρώπων κλπ. Είχε ο Ωριγένης κάτι τέτοιες δεισιδαιμονικές ιδέες. Αλλά δεν είναι ο πατέρας του Αρειανισμού. Ο πατέρας του Αρειανισμού είναι καθαρά ο Παύλος ο Σαμοσατεύς.
Η πηγή του κακού ήταν πρώτα οι δυναμικοί Μοναρχιανοί (Παύλος ο Σαμοσατεύς κλπ.) και μετά οι τροπικοί Μοναρχιανοί. Από τους δυναμικούς Μοναρχιανούς ξεφυτρώνουν από το ένα μέρος οι Αρειανοί (Άρειος, Συλλουκιανισταί κλπ.), των οποίων η εμφάνισις οφείλεται στον Λουκιανό και από το άλλο μέρος όσοι έγιναν αιρετικοί στα Χριστολογικά θέματα (Διόδωρος Ταρσού, Θεόδωρος Μοψουεστίας, Νεστόριος), δηλαδή οι Νεστοριανοί. Τα φιλοσοφικά θεμέλια του Αρειανισμού και του Νεστοριανισμού είναι τα ίδια ακριβώς. Και τα δύο βασίζονται στην φιλοσοφοποίησι της διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό.
Πριν λίγα χρόνια επικρατούσε η άποψις ότι αρχικά μόνον οι Καππαδόκες Πατέρες έκαναν περιωρισμένα διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, βασισμένη στην εμπειρία τους της θεώσεως και ότι αργότερα μόνον ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έκανε την ξεκάθαρη διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Όμως και ο Άρειος κάνει διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Οπότε αποκαλύφθηκε ότι εκτός από την Πατερική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που βασίζεται στην εμπειρία της θεώσεως, υπάρχει και η αιρετική διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας, που είναι όμως φιλοσοφική και την περιγράψαμε παραπάνω.
Εδώ έχομε ένα κλασσικό παράδειγμα, του ότι μπορεί κάποιος να πάρη μία διδασκαλία της Εκκλησίας, που βασίζεται επάνω στην εμπειρία της θεώσεως, και να κάνη φιλοσοφία επάνω σ’ αυτήν την διδασκαλία και να βρεθή στο τέλος ζημιωμένος και να γίνη πηγή πολλών αιρέσεων. Έτσι και αυτή η φιλοσοφική διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό έγινε η βάσις της αιρέσεως του Παύλου Σαμοσατέως και του Λουκιανού, που είναι ένας από τους οπαδούς του Παύλου Σαμοσατέως, των εγγονών του, που ήταν οι Αρειανοί και των δισεγγονών του, που ήταν οι Νεστοριανοί. Οπότε έχομε το αξιοσημείωτο φαινόμενο οι τρεις πρώτες Οικουμενικές Σύνοδοι να ασχολούνται με τις ίδιες φιλοσοφικές διακρίσεις, που ξεφυτρώνουν και στα ανωτέρω τρία είδη των αιρέσεων.
Στην περιοχή της Αντιοχείας ήταν που διαμορφώθηκε αυτή η φιλοσοφική γραμμή, που βασίσθηκε επάνω στην διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που έκαναν οι παλαιοί Εβραίοι, αλλά και οι αρχαίοι Χριστιανοί. Βάσει αυτής της φιλοσοφικής διακρίσεως μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού αντιμετωπίσθηκαν οι Αριστοτελικοί και οι Πλατωνικοί από τους Χριστιανούς της αρχαίας Εκκλησίας και φαίνεται ότι κατατροπώθηκαν με αυτά τα επιχειρήματα.
Λεπτομέρειες αυτών των επιχειρημάτων βρίσκει κανείς σε συγγράμματα, τα οποία αποδίδονται στον Ιουστίνο, τον φιλόσοφο και μάρτυρα, έχει όμως αποδειχθή ότι δεν είναι δικά του. Τέτοια επιχειρήματα βρίσκει επίσης κανείς στο «Κατά Κέλσου» του Ωριγένους, ο οποίος απήντησε σε έναν φιλοσοφούντα ειδωλολάτρη, ο οποίος κορόϊδευε τις Χριστιανικές διδασκαλίες. Ένα από τα σημεία που ενέπαιζε ο ειδωλολάτρης ήταν η Χριστιανική διδασκαλία περί δημιουργίας του κόσμου.
Βέβαια σήμερα αυτό ίσως να φαίνεται αστείο σε έναν ο οποίος μεγάλωσε σε Ορθόδοξο περιβάλλον, στο οποίο περιφρουρείται η Ορθοδοξία από αεροπορία, στρατό και ναυτικό[126] και ο οποίος δεν καταλαβαίνει την δύναμι αυτής της φιλοσοφικής σκέψεως, ως και της αντιρρήσεως στην Ορθόδοξη διδασκαλία περί της δημιουργίας του κόσμου. Αυτό το θέμα όμως απασχόλησε όλους τους Σχολαστικούς θεολόγους και ήταν καθοριστικό στην ανάπτυξι της Σχολαστικής παραδόσεως. Απασχόλησε τους Μετασχολαστικούς φιλοσόφους της Δύσεως και ακόμη μέχρι των ημερών μας απασχολεί και μερικούς φιλοσοφούντας και θεολόγους, οι οποίοι ασχολούνται με αυτά τα θέματα.
126
Αυτό που λέγει εδώ ο π. Ιωάννης για «περιφρούρησι» της Ορθοδοξίας, ίσως ίσχυσε σε άλλες εποχές, όχι όμως σήμερα.