Βέβαια οι Πατέρες και οι Άγιοι δεν έχουν εμπειρία της ουσίας του Θεού, διότι κανένας άνθρωπος δεν είχε ποτέ την εμπειρία της ουσίας του Θεού, αλλά μόνο την εμπειρία της φυσικής ενεργείας της ουσίας του Θεού, που είναι η δόξα του Θεού[130]. Εξακρίβωσαν δηλαδή μέσα από την εμπειρία τους ότι έχομε τρίφωτο Θεότητα εν μια Θεότητι ή εν ενί Φωτί. Δηλαδή ένα Φως, το οποίο είναι τρία Φώτα, τα οποία όμως Φώτα δεν είναι τρία ξεχωριστά Φώτα. Ο θεούμενος εν ενί Φωτί μέσω του άλλου Φωτός βλέπει το αρχέτυπον Φως. Αυτή ήταν η βάσις της εμπειρίας τους.
Επίσης όμως εξακρίβωσαν ότι όλα τα κτιστά όντα προέρχονται εκ του μη όντος. Όλα τα κτιστά υπάρχουν κατά την βούλησι του Θεού· δεν προέρχονται όμως εκ του Θεού, δηλαδή εκ του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά προέρχονται εκ του μη όντος. Και αυτό εξακριβώνεται από την εμπειρία της θεώσεως.
Οπότε βλέπομε ότι υπάρχει ταυτότης εμπειρίας στους Πατριάρχες και στους Προφήτες με τους Πατέρες της Εκκλησίας και του Αγίους. Όλοι τους διεπίστωσαν τις ίδιες αλήθειες. Έτσι οι διακρίσεις, που υπάρχουν μεταξύ των υποστάσεων του Θεού, μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, μεταξύ του σαρκωθέντος Λόγου και του Θεού και μεταξύ της θεώσεως του σαρκωθέντος Λόγου σε σχέσι με την θέωσι των ανθρώπων, όλες αυτές οι διαφοροποιήσεις, που πήραν μετά μορφή ορολογίας μέσα στην Εκκλησία, όλα αυτά ως βασικό θεμέλιο έχουν την εμπειρία της θεώσεως. Γι’ αυτό η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού, που κάνει η Εκκλησία, δεν είναι φιλοσοφική, αλλά είναι καθαρά εμπειρική.
67. Οι αιρετικοί και η διδασκαλία τους
Ο αιρετικοί έκαναν, όπως είπαμε, φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας του Θεού, διότι πήραν την Αγιογραφική διάκρισι, που δεν είναι φιλοσοφική και την εφιλοσοφοποίησαν. Αυτοί είναι: Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ο Λουκιανός, οι Συλλουκιανισταί, δηλαδή οι Αρειανοί και μετά οι Νεστοριανοί, οι οποίοι ακολουθούν την ίδια παράδοσι των προηγουμένων.
Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς δίδασκε ότι στον Χριστό δεν υπάρχει φυσική ένωσις των δύο φύσεων, αλλά υπάρχει κατά βούλησιν ένωσις ή κατ’ ενέργειαν ένωσις ή, όπως ο ίδιος αναφέρει σε ωρισμένα σημεία, «ένωσις κατά ποιότητα». Δεν έγινε δηλαδή στον Χριστό ένωσις της φύσεως του Θεού με την ανθρωπίνη φύσι του Λόγου, αλλά ένωσις της ενεργείας του Θεού με την ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεως του Λόγου. Έτσι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς κατεδικάσθη ως αιρετικός.
Ήταν όμως αιρετικός όχι μόνον στον τρόπο με τον οποίο έκανε διάκρισι μεταξύ της ουσίας και της ενεργείας στον Θεό, αλλά ήταν αιρετικός και στην Τριαδολογία. Ηρνείτο δηλαδή την ύπαρξι των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν πίστευε ότι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι μόνιμες διακρίσεις στον Θεό, αλλά ότι είναι προσωρινές διακρίσεις και ότι υπάρχει μόνο μία ουσία και μία υπόστασις στον Θεό, η οποία έχει την ενέργεια. Η ενέργεια αυτή είναι είτε ο Λόγος είτε το Πνεύμα το Άγιο.
Οπότε έχομε την υπόστασι του Θεού Πατρός με την ενέργεια του Λόγου και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Συνεπώς ο Λόγος και το Πνεύμα το Άγιο γίνονται δύο άκτιστες ενέργειες του Θεού. Δηλαδή για τον Παύλο τον Σαμοσατέα έχομε Ενσάρκωσι της ενεργείας του Θεού και όχι της υποστάσεως του Θεού Λόγου. Οπότε ο Χριστός δεν είναι ο ένσαρκος Θεός, αλλά είναι ένας θεόπνευστος άνθρωπος, δηλαδή ένας άνθρωπος μέσα στον οποίο κατοικεί ο Θεός. Γι’ αυτό ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε ως αιρετικός όχι μόνο στην Χριστολογία του, αλλά και στην Τριαδολογία του. Είναι δηλαδή διπλά αιρετικός.
Μετά όμως ο μαθητής του ο Λουκιανός έκανε μία τροποποίησι της διδασκαλίας του Παύλου του Σαμοσατέως. Και αυτό μπορεί κανείς να το αναγνωρίση, μόνο όταν λάβη υπ’ όψιν ότι ο Παύλος ο Σαμοσατεύς ήταν αιρετικός. Ο Λουκιανός έκανε προσαρμογή στην παραπάνω διδασκαλία, επειδή ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε. Δηλαδή οι οπαδοί του Παύλου του Σαμοσατέως (ο Λουκιανός και οι μαθηταί του, που είναι οι Αρειανοί) πρόσθεσαν στον Θεό τις δύο υποστάσεις, δηλαδή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που δεν δεχόταν ο Σαμοσατεύς και τούτο για να μην ακολουθήσουν και εκείνοι την μοίρα εκείνου και καταδικασθούν και αυτοί ως αιρετικοί.
Το ότι έγινε αυτή η προσαρμογή, το πληροφορούμεθα από τα συγγράμματα των Αρειανών, που είναι μαθηταί του Λουκιανού, διότι δεν έχομε συγγράμματα του ιδίου του Λουκιανού. Το πληροφορούμεθα δηλαδή από τον Άρειο, τον Ευσέβιο Νικομηδείας κλπ. Επειδή λοιπόν ο Παύλος ο Σαμοσατεύς καταδικάσθηκε, διότι δεν δεχόταν την κατ’ ουσίαν ένωσι στον Χριστό με την υπόστασι του Λόγου, ως και την κατά φύσιν ένωσι του Χριστού με την ουσία του Θεού, πρόσθεσαν εκείνοι ενσάρκωσι κατά φύσιν και καθ’ υπόστασιν.