Οπότε οι Συλλουκιανισταί διδάσκουν ότι ο Θεός είναι τρεις υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, ότι ο Χριστός είναι Θεός και άνθρωπος και ότι η ένωσις των δύο φύσεων στον Χριστό είναι φυσική και μάλιστα κατ’ ουσίαν. Αν αντιμετωπίση κανείς εκ πρώτης όψεως αυτήν την προσαρμογή, λέγει: Μπα, αυτοί διδάσκουν όπως διδάσκουν και οι Ορθόδοξοι! Τι παράπονο μπορούμε να έχωμε από αυτούς και από τον μαθητή τους τον Άρειο; Και τούτο, διότι και ο Άρειος έλεγε ότι ο Λόγος γεννάται εκ του Πατρός προ των αιώνων, πράγμα που το λένε επίσης όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Οπότε γιατί οι Αρειανοί και ο Άρειος να είναι αιρετικοί;
Όμως, επειδή οι Αρειανοί, δηλαδή οι Συλλουκιανισταί, έκαναν φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό, ωδηγήθηκαν στο να διδάξουν ότι δεν μπορεί να υπάρχη κατ’ ουσίαν σχέσις μεταξύ του Πατρός και του Υιού. Διότι κατ’ ουσίαν σχέσι σημαίνει κατ' ανάγκην σχέσι. Γι’ αυτό ο Θεός δεν μπορεί να γεννήση κατά φύσιν τον Λόγον, αλλά δημιουργεί τον Λόγον κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν, επειδή ο Θεός δεν μπορεί να έχη αναγκαστικές σχέσεις με ετερούσια. Εφ’ όσον δηλαδή οι Αρειανοί δέχθηκαν ότι ο Λόγος είναι υπόστασις και ότι ο Πατήρ είναι υπόστασις, μεταξύ των δύο υποστάσεων, όταν είναι προδημιουργικές υποστάσεις, δηλαδή υποστάσεις που υπάρχουν πριν την δημιουργία του κόσμου, μεταξύ δηλαδή του Θεού Πατρός και της υποστάσεως του Λόγου, δεν μπορεί να υπάρχουν κατ’ ουσίαν σχέσεις, αλλά οι σχέσεις πρέπει να είναι κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν. Ο Θεός Πατήρ, έλεγαν αυτοί, με όλες τις υποστάσεις, με όλα τα όντα έχει κατά βούλησιν και κατ’ ενέργειαν σχέσεις, αλλά όχι κατ’ ουσίαν. Διότι ο Θεός είναι απόλυτα ελεύθερος και δεν υπόκειται σε καμμίαν ανάγκη. Έτσι, εφ’ όσον το κατ’ ουσίαν σημαίνει κατ’ ανάγκην γι’ αυτό ο Πατήρ δεν γεννά τον Λόγον κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν.
Αυτή είναι η καρδιά της διδασκαλίας του Αρείου. Αυτή η θεωρία όμως προέρχεται από τον Παύλο τον Σαμοσατέα, ο οποίος δεν δεχόταν το δόγμα περί Αγίας Τριάδος ούτε την πραγματική Ενσάρκωσι. Διότι για τον Παύλο τον Σαμοσατέα ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα δεν δηλώνουν τρεις υποστάσεις. Το όνομα Πατήρ δηλώνει μία υπόσταση. Εκείνη του Πατρός. Οπότε στον Θεό υπάρχει μία υπόστασις και μία ουσία. Και αυτή η μία υπόστασις, δηλαδή η ουσία του Θεού έχει μία ενέργεια, που λέγεται Λόγος και άλλη μία ενέργεια που λέγεται Άγιον Πνεύμα. Ο Λόγος γι’ αυτόν είναι η λογική ενέργεια του Θεού και το Πνεύμα το Άγιον είναι η αγαπητική ενέργεια του Θεού.
Οπότε στην διδασκαλία του Παύλου του Σαμοσατέως έχομε μία υπόστασι, μία ουσία, με μία ενέργεια, η οποία είναι λογική, δημιουργική, συντηρητική, αγαπητική κλπ. Αυτές όμως είναι ενέργειες του Θεού και βασίζονται στην φιλοσοφική διάκριση που κάνει ο Παύλος ο Σαμοσατεύς μεταξύ ουσίας και ενεργείας του Θεού. Κάνει βέβαια την διάκρισι αυτή, αλλά τι κάνει επίσης; Ταυτίζει τον Πατέρα με την ουσία, με την υπόστασι, και διαχωρίζει την ενέργεια, που είναι ο Λόγος και το Άγιον Πνεύμα.
Για τον Παύλο τον Σαμοσατέα, επειδή ο Θεός δεν έχει σχέσεις κατ’ ουσίαν με τίποτε, δεν δημιουργείται πρόβλημα για την ενέργεια του Λόγου και για την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, διότι αυτές είναι άκτιστες ενέργειες για τον Παύλο τον Σαμοσατέα. Αλλά δημιουργείται πρόβλημα στην Ενσάρκωσι. Πως ο Θεός ενσαρκώνεται; Διότι εδώ έχομε ενσάρκωσι της ακτίστου ενεργείας του Θεού που λέγεται Λόγος και γεννάται ένας άνθρωπος από την Παρθένο, που ονομάζεται Χριστός και που μέσα σ’ αυτόν τον άνθρωπο κατοικεί αυτός ο Λόγος. Ποιος Λόγος; Ο άκτιστος Λόγος. Και ποιος είναι αυτός ο άκτιστος Λόγος; Είναι η ενέργεια του Θεού για τον Παύλο τον Σαμοσατέα.
Οπότε κατ’ αυτόν ο Χριστός έχει ιδική Του ανθρωπίνη φύσι και υπόστασι και μέσα Του κατοικεί η ενέργεια του Θεού, που λέγεται Λόγος. Γι’ αυτό ο Χριστός είναι ο Λόγος. Όμως, δεν είναι η Ενσάρκωσις της υποστάσεως και της φύσεως, αλλά η Ενσάρκωσις της ενεργείας του Θεού.
Όταν ζούσε βέβαια ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ουσία και υπόστασις σήμαιναν το ίδιο πράγμα. Διότι αυτή η διάκρισις είναι μεταγενέστερη, μεταξύ δηλαδή της ουσίας και της υποστάσεως, καθώς και μεταξύ της φύσεως και της υποστάσεως. Ο Παύλος ο Σαμοσατεύς λοιπόν καταδικάσθηκε σε δύο Συνόδους της Αντιοχείας περίπου το 277. Και καταδικάσθηκε, διότι δεν δεχόταν την αλήθεια των τριών Προσώπων της Αγία Τριάδος. Επειδή υπεβίβαζε τα δύο Πρόσωπα σε ενέργειες και δεν παραδεχόταν εν Χριστώ κατ’ ουσίαν ένωσι των δύο φύσεων.