Εμφανίζεται όμως ο Άρειος και λέγει: Στοπ. Όχι, δεν είναι έτσι. Ο Πατήρ έχει όλες αυτές τις ενέργειες, αλλά ο Λόγος δεν έχει όλες αυτές τις ενέργειες. Ο Λόγος έχει μόνο ωρισμένες ενέργειες. Μετά, λέγει, ούτε το Πνεύμα το Άγιο έχει όλες τις ενέργειες που έχει ο Λόγος. Έτσι προκλήθηκε η διαμάχη που κράτησε όλα αυτά τα χρόνια, από την Α' Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) μέχρι την Β' Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.).
Οι Πατέρες της Εκκλησίας απήντησαν στους Αρειανούς, ότι το κατ’ ουσίαν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην, όπως αυτοί υπεστήριζαν και επομένως το ότι ο Πατήρ γεννά τον Λόγον κατ’ ουσίαν δεν έχει καμμία σχέσι με το φιλοσοφικό πρόβλημα που έθεσε ο Άρειος. Διότι, όπως το κατά βούλησιν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό, έτσι ούτε το κατ’ ουσίαν σημαίνει το κατ’ ανάγκην στον Θεό. Και, όταν μιλάμε για κατ’ ουσίαν, μιλάμε εξ επόψεως της εμπειρίας της θεώσεως και όχι εξ επόψεως κάποιου φιλοσοφικού προβλήματος.
Αλλά, έστω, και φιλοσοφικό να ήταν το πρόβλημα, εφ’ όσον ξέρωμε ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου, εκείνο που υπάρχει στην κτίσι δεν σημαίνει ότι υπάρχει και στον Θεό. Εμείς μιλάμε για τον Θεό με ανθρώπινη γλώσσα και με ανθρώπινα νοήματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτά εφαρμόζονται στον Θεό κυριολεκτικά. Διότι απλούστατα στην εμπειρία της θεώσεως καταργούνται όλες οι προφητείες και ερμηνείες της Αγίας Γραφής, όλες οι γλώσσες και τα νοήματα, καθώς και όλη η ανθρώπινη γνώσι που αφορά στον Θεό. Διότι ο Θεός υπερβαίνει όλα τα ανθρώπινα.
Υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος λέγει ότι στην εμπειρία της θεώσεως ο άνθρωπος διακρίνει ότι ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Τριάς είναι ούτε Ενάς είναι ούτε Θεός είναι ούτε Αγάπη είναι κλπ.! Διότι δεν υπάρχουν ονόματα ή νοήματα, που να μπορούν να αποδώσουν το τι είναι ο Θεός. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβη τον Θεό. Αυτό αποκλείεται. Τα νοήματα και οι λέξεις χρησιμοποιούνται μόνον ως οδηγοί προς τον Θεό και όχι για να αποδώσουν ή να εξηγήσουν κάτι από τον Θεό.
Η ουσία της Αρειανικής διδασκαλίας είναι ότι τα κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν σημαίνουν κατ’ ανάγκην, ενώ τα κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σημαίνουν ελευθερία στον Θεό. Οπότε, επειδή ο Θεός είναι ελεύθερος, γίνεται από αυτούς η διάκρισις μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό για να διαφυλάσσεται η ελευθερία στον Θεό. Έτσι, όταν ο Θεός δημιουργή τον κόσμο, τον δημιουργεί απόλυτα ελεύθερα, χωρίς να είναι της ουσίας Του ή της φύσεώς Του ανάγκη να δημιουργή τον κόσμο. Τον δημιούργησε δηλαδή επειδή το ήθελε και μόνο. Αν δε το ήθελε, δεν θα εδημιουργούσε τον κόσμο.
Έτσι δεν ισχύουν τα επιχειρήματα των Πλατωνικών και Αριστοτελικών (διότι δεν είναι υποχρεωμένος ο Θεός να δημιουργήση κάτι για να τελειοποιηθή ο ίδιος), καθώς και τα επιχειρήματα των Γνωστικών με τις απόρροιές τους εκ του υψίστου όντος, που η δημιουργία του κόσμου καταντά να είναι μία πτώσις από το ύψιστο ον προς τα κάτω ή μία άρνησις ή μία αδυναμία, ή μία άγνοια κλπ.
Αυτή λοιπόν η φιλοσοφική γραμμή που καθιερώθηκε από τους αιρετικούς στην περιοχή της Αντιοχείας ήταν πάρα πολύ ισχυρή. Γι’ αυτό έγιναν Χριστιανοί πάρα πολλοί ειδωλολάτρες εξ αιτίας αυτής της επιχειρηματολογίας. Παρά ταύτα η Εκκλησία απέρριψε αυτήν την γραμμή. Γιατί όμως;
Ο Άρειος κατηγορεί τον Μέγα Αθανάσιο ότι εισάγει ανάγκη στον Θεό, όταν λέγη ότι ο Πατήρ κατά φύσιν γεννά τον Λόγον και όχι κατά βούλησιν, όπως υπεστήριζε ο Άρειος. Τον κατηγορεί δηλαδή ότι, με αυτό που λέγει, είναι σαν να λέγη ότι ο Πατήρ κατ’ ανάγκην γεννά τον Λόγον και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Οι Πατέρες όμως θεωρούν την γέννησι του Λόγου και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος ότι είναι της φύσεως του Θεού. Όχι της βουλήσεως του Θεού. Η Ενσάρκωσις βέβαια είναι της βουλήσεως του Θεού, οπότε έχομε σ’ Αυτήν την φυσική ένωσι των δύο φύσεων του Χριστού. Γιατί λοιπόν οι Πατέρες απέρριψαν την διδασκαλία αυτήν του Αρείου;
Το πρόβλημα του Αρείου ποιο ήταν; Ο Άρειος συμφωνούσε με την Αποφατική Θεολογία στο ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση την ουσία του Θεού. Στην Πατερική παράδοσι ο Θεός είναι ακατάληπτος και άγνωστος κατά την ουσία Του. Στην Δυτική αρχαία παράδοσι το ίδιο ίσχυε με εξαίρεση όμως τον Αυγουστίνο. Όταν οι Πατέρες λένε ότι είναι γνωστός ο Θεός κατά την ενέργεια, δεν σημαίνει αυτό ότι έχομε νοησιαρχική γνώσι της ενεργείας του Θεού, αλλά ότι η ενέργεια μετέχεται από τους φωτισμένους και θεουμένους. Κατά του Πατέρες μπορούν να γίνουν γνωστές ωρισμένες ενέργειες του Θεού εξ επόψεως νοησιαρχικής από τα αποτελέσματα του Θεού επάνω στην κτιστή φύσι. Αλλά η πραγματική γνώσις των ενεργειών του Θεού βρίσκεται στην εμπειρία του φωτισμού και της θεώσεως και όχι στην νοησιαρχική γνώσι, η οποία είναι αποτέλεσμα παρατηρήσεως και φιλοσοφικού στοχασμού επάνω στις επενέργειες του Θεού στην κτίσι.