Λοιπόν ο Άρειος είναι οπαδός της Αποφατικής θεολογίας και επιμένει ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος και άγνωστος κατά την ουσία Του σε σημείο μάλιστα που να λέγη ότι και ο ίδιος ο Λόγος δεν γνωρίζει την ουσία του Θεού. Αλλά, εάν πούμε ότι ούτε ο Λόγος γνωρίζει την ουσία του Θεού, τότε βάσει αυτής της υποθέσεως, αφού δηλαδή ο Θεός δεν έχη κατ’ ουσίαν σχέσεις ούτε με τον Λόγο, γιατί το κατ’ ουσίαν να σημαίνη υποχρεωτικά το κατ’ ανάγκην στον Θεό; Επειδή αυτό συμβαίνει στον σπόρο, δηλαδή στη φύσι;
Εν τω μεταξύ όμως είχε εμφανισθή και η αίρεσις των Νεστοριανών. Και ενώ κατά τους Αρειανούς ο Θεός δεν μπορεί να έχη κατ’ ουσίαν σχέσι με ετερούσια ύπαρξι, με άλλη υπόστασι δηλαδή, ο Θεόδωρος Μοψουεστίας έλεγε ότι ο Θεός έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με την υπόστασι του Λόγου, καθώς και με την υπόστασι του Αγίου Πνεύματος, αλλά όχι με τα κτίσματα, τα οποία είναι εκ του μηδενός. Οπότε δέχθηκε ότι εντός της Αγίας Τριάδος ο Πατήρ έχει κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον Λόγον και με το Πνεύμα το Άγιον, αλλά όχι η Αγία Τριάδα με τα κτίσματα. Γι’ αυτόν τον λόγο δέχθηκε ένα τριαδολογικό σχήμα, το οποίο είναι κατά το μάλλον ή ήττον Ορθόδοξο, αλλά έπεσε έξω ως προς την Ενσάρκωσι. Διότι δεν μπορούσε να δεχθή ότι εν Χριστώ ο Λόγος ενώθηκε καθ’ υπόστασιν και κατά φύσιν με την ανθρωπίνη Του φύσι. Απορρίπτει δηλαδή την κατά φύσιν ένωσι των δύο φύσεων εν Χριστώ. Διότι κράτησε την φιλοσοφική προϋπόθεσι ότι οι κατ’ ουσίαν σχέσεις του Θεού είναι κατ’ ανάγκην σχέσεις και δέχθηκε ότι μόνον οι κατ’ ενέργειαν και κατά βούλησιν σχέσεις είναι ελεύθερες σχέσεις. Αυτή είναι η αίρεσις του Νεστοριανισμού, η οποία δεν δέχεται κατά φύσιν ένωσι του Λόγου με την ανθρωπίνη Του φύσι, αλλά κατά βούλησιν και κατ’ ευδοκίαν.
Μέχρις αυτού του σημείου έχομε μία ομοιομορφία στα επιχειρήματα εναντίον των αιρετικών. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και εναντίον των Αρειανών και εναντίον των Νεστοριανών αντέταξαν ότι το κατά φύσιν δεν σημαίνει το κατ’ ανάγκην, δεν σημαίνει δηλαδή εξαναγκασμό. Για ποιον λόγο όμως;
Ο σπόρος ενός δένδρου μπορεί να πη ποτέ, εφ’ όσον ποτίζεται και φροντίζεται, ότι εγώ δεν θα μεγαλώσω; Όχι, βέβαια. Διότι υπάρχει μέσα του, κατά τον Αριστοτέλη, η εσωτερική εντελέχεια, ώστε αυθόρμητα ο σπόρος εξελίσσεται σε δένδρο υπό τις κατάλληλες συνθήκες, είτε το θέλει είτε όχι. Ο σπόρος λειτουργεί έτσι κατά φύσιν, κατ’ ουσίαν. Δηλαδή υπάρχει μία εσωτερική ανάγκη που τον ωθεί να τελειοποιηθή γινόμενος δένδρο, όταν οι κλιματολογικές συνθήκες τον ευνοήσουν.
Ο Αριστοτέλης πήρε παράδειγμα από αυτήν την διδασκαλία της κτιστής φύσεως και την απέδωσε στο άκτιστο. Την στιγμή όμως που κάποιος πάρει κατηγορήματα από την κτιστή φύσι και τα αποδώσει στην άκτιστη φύσι, πλανάται. Αυτό είναι λάθος. Έτσι στην επιχειρηματολογία αυτή εναντίον της Εκκλησίας που προέβαλαν οι ειδωλολάτρες, ότι δηλαδή ο Θεός έχει ανάγκη από τον κόσμο για να τελειοποιηθή και τον έκτισε για να τελειοποιηθή, αντιτάχθηκε η επιχειρηματολογία των αιρετικών, οι οποίοι αντιμετώπισαν μεν την παραπάνω επιχειρηματολογία των ειδωλολατρών, βασιζόμενοι όμως στην φιλοσοφική διάκρισι μεταξύ της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Βάσει αυτής «απήλλαξαν» τον Θεό από τον εξαναγκασμό να δημιουργήση τον κόσμο, πράγμα που καθιστά τον Θεό ελεύθερο, αν θέλη να δημιουργήση, και τον διαφοροποιεί από τον σπόρο, που θέλει — δεν θέλει θα αναπτυχθή σε δένδρο, επειδή δεν μπορεί να κάνη διαφορετικά. Αυτήν όμως την επιχειρηματολογία, που προέβαλε η ομάδα του Παύλου του Σαμοσατέως και του Αρείου, οι Πατέρες την απέρριψαν. Γιατί όμως;
Κατά τους Αρειανούς το κατά βούλησιν σημαίνει ελεύθερη ενέργεια, ενώ το κατ’ ουσίαν σημαίνει αναγκαστική ενέργεια. Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας είπε ότι εξαιρούνται από τον κανόνα αυτόν τα ομοούσια. Δηλαδή, όταν υπάρχουν ομοούσια, όπως τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε αυτά μπορούν να έχουν κατ’ ουσίαν σχέσεις, εφ’ όσον ο Θεός είναι το αναγκαίον ον, εκείνο δηλαδή που υπάρχει αναγκαστικά. Έτσι οι Νεστοριανοί εδέχοντο ότι στην Αγία Τριάδα ο Πατήρ κατ’ ουσίαν γεννά τον Υιόν και κατ’ ουσίαν εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιο. Αλλά στην Ενσάρκωσι, έλεγαν, δεν μπορεί να υπάρχη κατ’ ουσίαν σχέσις του Λόγου με την ανθρωπίνη φύσι του Χριστού και γι’ αυτό η Ενσάρκωσις είναι μόνο κατ’ ευδοκίαν και κατ’ ενέργειαν. Γι’ αυτό και κατεδικάσθησαν.