Τζον Ρόναλντ Ρόιελ Τόλκιν
Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών
Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού
Πρόλογος του συγγραφέα
Αυτή η διήγηση όλο και μεγάλωνε, ώσπου έγινε η ιστορία του Μεγάλου Πολέμου του Δαχτυλιδιού και συγκεντρώθηκαν μέσα της πολλά κομμάτια από ακόμα πιο αρχαία ιστορία, που είχε συμβεί παλιότερα. Άρχισε λίγο μετά το γράψιμο του «Χόμπιτ» και πριν την έκδοσή του το 1937. Δεν προχώρησα όμως μ’ αυτόν τον επίλογο, γιατί ήθελα πρώτα να τελειώσω και να βάλω στη σειρά τη μυθολογία και τις παραδόσεις των Παλιών Ημερών, που, εδώ κι αρκετά χρόνια, έπαιρναν σάρκα και οστά. Ήθελα να το κάνω αυτό για δική μου ικανοποίηση και, πολύ λίγο έλπιζα πως άλλοι άνθρωποι θα έδειχναν ενδιαφέρον γι’ αυτή τη δουλειά, ιδιαίτερα επειδή ήταν αρχικά μια έμπνευση που ξεκίνησε από τις γλωσσολογικές μου μελέτες και την άρχισα για να δώσω το αναγκαίο φόντο «ιστορίας» για τις γλώσσες των Ξωτικών.
Όταν εκείνοι, που τους ζήτησα τη συμβουλή και τη γνώμη, διόρθωσαν το πολύ λίγο έλπιζα, σε δεν έλπιζα καθόλου, ξαναγύρισα στον επίλογο παίρνοντας κουράγιο από τα γράμματα αναγνωστών μου, που ζητούσαν περισσότερες πληροφορίες για τους Χόμπιτ και τις περιπέτειές τους. Η διήγηση όμως τραβούσε ακαταμάχητα προς την αρχαιότερη ιστορία του κόσμου κι έγινε μια αναδρομή, κατά κάποιο τρόπο, του τέλους και της δύσης του πριν να έχει εξιστορηθεί η αρχή και η μέση του. Η αρχή είχε γίνει με το γράψιμο του «Χόμπιτ», που μέσα του βρίσκονταν κιόλας νύξεις της αρχαιότερης υπόθεσης: ο Έλροντ, η Γκοντόλιν, τα Ανώτερα Ξωτικά και οι Ορκ, όπως και υπαινιγμοί που είχαν γίνει χωρίς ιδιαίτερη πρόθεση για πράγματα ψηλότερα, βαθύτερα ή σκοτεινότερα απ’ την επιφανειακή ιστορία: ο Ντούριν, η Μόρια, ο Γκάνταλφ, ο Νεκρομάντης και το Δαχτυλίδι. Η ανακάλυψη της σημασίας αυτών των υπαινιγμών και η σχέση τους με τις αρχαίες ιστορίες, αποκάλυψαν την Τρίτη Εποχή και το αποκορύφωμά της στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού.
Εκείνοι που είχαν ζητήσει περισσότερες πληροφορίες για τους χόμπιτ τις πήραν τελικά, αλλά χρειάστηκε να περιμένουν πολύ καιρό, γιατί το γράψιμο του «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» προχωρούσε με διακοπές ανάμεσα στο 1936 ως το 1949, μια περίοδο που είχα πολλά καθήκοντα, που δεν παραμελούσα, και πολλά άλλα ενδιαφέροντα σαν ερευνητής και καθοδηγητής, που συχνά με απορροφούσαν. Η καθυστέρηση, βέβαια, μεγάλωσε με την έκρηξη του πολέμου του 1939, έτσι, που με το τέλος εκείνης της χρονιάς, η διήγηση δεν είχε ακόμα φτάσει στο τέλος του Πρώτου Βιβλίου. Παρά τη σκοτεινιά των πέντε χρόνων που ακολούθησαν, ανακάλυψα πως τώρα δεν μπορούσα να εγκαταλείψω τελείως την ιστορία κι έτσι προχωρούσα σιγά σιγά, κυρίως τη νύχτα, μέχρι που στάθηκα στον τάφο του Μπάλιν στη Μόρια. Εκεί σταμάτησα για αρκετό καιρό. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα συνέχισα κι έτσι, στο τέλος τον 1941, έφτασα στο Λοθλόριεν και στο Μεγάλο Ποταμό. Την επόμενη χρονιά έγραψα τα πρώτα σχέδια αυτού, που τώρα είναι το Τρίτο Βιβλίο και τις αρχές των Κεφαλαίων 1 και 3 του Τέταρτου Βιβλίου· κι εκεί, την ώρα που οι προειδοποιητικές φωτιές έκαιγαν στην Ανόριεν κι ο Θέοντεν έφτασε στο Χάροουντέηλ (Σβάρνα) σταμάτησα. Η έμπνευσή μου μ’ εγκατέλειψε και δεν είχα καιρό να σκεφτώ.
Ήταν κατά τη διάρκεια του 1944 που, εγκαταλείποντας τις ατέλειες και τις δυσκολίες ενός πολέμου που ήταν η δουλειά μου να τον κάνω ή τουλάχιστο να τον εξιστορήσω, ανάγκασα τον εαυτό μου να καταπιαστεί με το ταξίδι του Φρόντο στη Μόρντορ. Εκείνα τα κεφάλαια, που έγιναν τελικά το Τέταρτο Βιβλίο, τα έγραψα και τα ταχυδρομούσα σαν σήριαλ στο γιο μου, Χριστόφορο, που ήταν τότε με τη ΡΑΦ στη Νότιο Αμερική. Πάντως, ούτε λίγο ούτε πολύ, χρειάστηκαν άλλα πέντε χρόνια μέχρι να φέρω την ιστορία στο σημερινό της τέλος. Σ’ εκείνο το χρονικό διάστημα είχα αλλάξει σπίτι, έδρα και κολέγιο, κι εκείνες οι μέρες, αν και λιγότερο σκοτεινές, δεν ήταν λιγότερο κοπιαστικές. Κι έπειτα, όταν το «τέλος» είχε επιτέλους φτάσει, ολόκληρη η ιστορία χρειάστηκε να ξανακοιταχτεί απ’ την αρχή και μάλιστα να ξαναγραφτεί από τα πίσω προς τα εμπρός. Έπρεπε να δακτυλογραφηθεί και να ξαναδακτυλογραφηθεί: από μένα· γιατί στοίχιζε πολύ να τη δώσω έξω. «Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών» είχε διαβαστεί από πολλούς ανθρώπους πριν να παρουσιαστεί τελικά τυπωμένος εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Κι εδώ θα ’θελα να πω κάτι σχετικά με τις πολλές γνώμες ή προβλέψεις που είχα ακούσει ή διαβάσει σχετικά με τα κίνητρα και τη σημασία της ιστορίας. Το πρώτο κίνητρο ήταν η επιθυμία ενός παραμυθά να δοκιμάσει να γράψει μια αληθινά μεγάλη ιστορία, που να κρατούσε το ενδιαφέρον των αναγνωστών, να τους διασκέδαζε, να τους ευχαριστούσε και που, ίσως μερικές φορές, να τους ενθουσίαζε ή να τους συγκινούσε βαθιά. Σαν οδηγό μου είχα μόνο τα δικά μου συναισθήματα για το τι είναι ελκυστικό ή συγκινητικό. Για πολλούς ο οδηγός μου ήταν συχνά αναπόφευκτα λανθασμένος. Μερικοί που έχουν διαβάσει το βιβλίο, ή τουλάχιστον το έχουν σχολιάσει (κριτικάρει), το έχουν βρει βαρετό, παράλογο ή αξιοπεριφρόνητο· και δεν έχω λόγο να παραπονιέμαι, αφού κι εγώ έχω παρόμοια γνώμη για τα έργα τους ή το είδος γραψίματος που δείχνουν να προτιμούν. Αλλά ακόμα κι από την άποψη πολλών, που τους έχει αρέσει η ιστορία μου, υπάρχουν πολλά σημεία που δεν είναι ικανοποιητικά. Δεν είναι ίσως δυνατό μια μεγάλη ιστορία να ικανοποιεί όλους σ’ όλα τα σημεία, ούτε και να μην ικανοποιεί κανένα σ’ αυτά τα ίδια τα σημεία. Γιατί ανακαλύπτω, από τα γράμματα που έχω λάβει, πως τα κομμάτια ή χα κεφάλαια, που για μερικούς είναι ελαττώματα, για άλλους είναι ιδιαίτερα καλά. Ο πιο επικριτής αναγνώστης, δηλαδή εγώ, βρίσκει τώρα πολλά ελαττώματα, μικρότερα και μεγαλύτερα, αλλά επειδή, για καλή μου τύχη, δεν είμαι υποχρεωμένος ούτε να σχολιάσω το βιβλίο ούτε να το ξαναγράψω, τα περνάω σιωπηλά, εκτός από ένα που το έχουν προσέξει κι άλλοι: το βιβλίο είναι πάρα πολύ σύντομο.