Προσπαθώντας να βρει διέξοδο ο Μπίλμπο, κατέβηκε στα ριζά του βουνού, μέχρι που δεν μπορούσε να πάει παραπέρα. Στο κάτω μέρος του διαδρόμου υπήρχε μια παγωμένη λίμνη μακριά απ’ το φως. Σ’ ένα πέτρινο νησί στο νερό ζούσε το Γκόλουμ. Ήταν ένα αηδιαστικό μικρό πλάσμα: κυβερνούσε ένα μικρό βαρκάκι με τα μεγάλα πλατιά του πόδια και γούρλωνε τα χλωμά φωσφορικά μάτια του κι έπιανε τυφλά ψάρια με τα μακριά του δάχτυλα και τα ’τρωγε ωμά. Έτρωγε οτιδήποτε ζωντανό, ακόμη και Ορκ, αρκεί να το ’πιανε και να μπορούσε να το στραγγαλίσει χωρίς αντίσταση. Είχε ένα μυστικό θησαυρό που του είχε πέσει στα χέρια από πολύ παλιά, όταν ζούσε ακόμα στο φως: ένα χρυσό δαχτυλίδι που έκανε αόρατο αυτόν που το φορούσε. Ήταν το μοναδικό πράγμα που αγαπούσε, το «πολύτιμό» του, και του μιλούσε ακόμα κι όταν δεν το είχε μαζί του. Γιατί το είχε κρυμμένο κι ασφαλισμένο σε μια τρύπα στο νησί του, εκτός απ’ τις περιπτώσεις που κυνηγούσε ή κατασκόπευε τους Ορκ των ορυχείων.
Μπορεί και να ’χε επιτεθεί στον Μπίλμπο αμέσως, αν είχε το δαχτυλίδι απάνω του όταν συναντήθηκαν. Αλλά δεν το ’χε, κι ο Χόμπιτ κρατούσε στο χέρι του ένα ξωτικομαχαίρι, που το χρησιμοποιούσε σαν σπαθί. Έτσι, για να κερδίσει καιρό το Γκόλουμ, πρότεινε στον Μπίλμπο ένα Παιγνίδι με Αινίγματα, λέγοντας πως, αν ρωτούσε ένα αίνιγμα που ο Μπίλμπο δε θα μπορούσε να μαντέψει, τότε θα τον σκότωνε και θα τον έτρωγε, αλλά, αν ο Μπίλμπο το νικούσε, θα έκανε ό,τι ήθελε ο Μπίλμπο, δηλαδή θα τον οδηγούσε σε μια διέξοδο των στοών.
Μια κι ήτανε χαμένος στο σκοτάδι χωρίς ελπίδα, και δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, ο Μπίλμπο δέχτηκε το διαγωνισμό. Έτσι είπαν ο ένας στον άλλο πολλά αινίγματα. Στο τέλος ο Μπίλμπο κέρδισε το παιγνίδι περισσότερο με την τύχη. όπως φάνηκε, παρά με το μυαλό. Γιατί στο τέλος τα είχε χαμένα μην μπορώντας να βρει αίνιγμα να ρωτήσει και φώναξε, καθώς το χέρι του έπιασε το δαχτυλίδι που είχε περιμαζέψει και λησμονήσει: Τι έχω στην τσέπη μου; Αυτό το Γκόλουμ δεν πέτυχε να το βρει, παρ’ όλο που ζήτησε να μαντέψει τρεις φορές.
Ο: γνώμες των ειδικών, είναι αλήθεια, διχάζονται μήπως αυτή η τελευταία ερώτηση ήταν μια απλή «ερώτηση» κι όχι «αίνιγμα» σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες του παιγνιδιού. Όλοι όμως συμφωνούν ότι, αφού το Γκόλουμ δέχτηκε και προσπάθησε να βρει την απάντηση, ήταν δεμένο με την υπόσχεση του. Κι ο Μπίλμπο το πίεσε να κρατήσει το λόγο του, γιατί του πέρασε απ’ το μυαλό ότι αυτό το γλοιώδες πλάσμα θα μπορούσε να τον ξεγελάσει, παρ’ όλο που μερικές υποσχέσεις θεωρούνται ιερές και από παλιά, όλα, εκτός από τα κακοποιά όντα, φοβόντουσαν να τις καταπατήσουν. Αλλά. μετά από τόσους αιώνες μόνο του στο σκοτάδι, η καρδιά του Γκόλουμ ήταν μαύρη και η προδοσία φώλιαζε μέσα της. Γλίστρησε το Γκόλουμ κι έφυγε κι επέστρεψε στο νησί του, που ο Μπίλμπο δεν το ήξερε, όχι μακριά μες στο σκοτεινό νερό. Εκεί, σκεπτόταν, βρισκόταν το δαχτυλίδι του. Τώρα πεινούσε και ήταν θυμωμένο. Μόλις θα ’παιρνε μαζί του το «πολύτιμο» του. δε θα φοβόταν καθόλου κανένα όπλο.
Το Δαχτυλίδι όμως δεν ήταν στο νησί· το είχε χάσει, είχε χαθεί. Η στριγκλιά που έβγαλε έκανε τον Μπίλμπο ν’ ανατριχιάσει, αν κι ακόμα δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Το Γκόλουμ είχε βρει τη λύση επιτέλους, ήταν πολύ αργά όμως. Τι έχει στιςς τσέπεςς του; έσκουξε. Το φως των ματιών του ήταν σαν μια πράσινη φλόγα, όπως έτρεξε πίσω για να δολοφονήσει το Χόμπιτ και να ξαναπάρει το «πολύτιμό» του. Ο Μπίλμπο πήρε εγκαίρως είδηση το μεγάλο κίνδυνο και το ’βαλε τυφλά στα πόδια, ανηφορίζοντας το διάδρομο φεύγοντας μακριά απ’ το νερό. Και γι’ άλλη μια φορά τον έσωσε η τύχη του. Γιατί εκεί που έτρεχε έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και το δαχτυλίδι γλίστρησε ήσυχα στο δάχτυλό του. Έτσι το Γκόλουμ τον προσπέρασε χωρίς να τον δει και προχώρησε για να φυλάξει την έξοδο, μην τυχόν και ξεφύγει ο «κλέφτης». Με πολλή προσοχή ο Μπίλμπο το ακολούθησε όπως αυτό πήγαινε βρίζοντας και μιλώντας στον εαυτό του για το «πολύτιμό» του. Απ’ τα λόγια του τέλος, ακόμα κι ο Μπίλμπο μάντεψε την αλήθεια και μες στο σκοτάδι βρήκε ελπίδα: αυτός ο ίδιος είχε βρει το θαυμαστό δαχτυλίδι κι έτσι του δινόταν η ευκαιρία να ξεφύγει και απ’ τους ορκ και απ’ το Γκόλουμ.