Выбрать главу

— Και βέβαια! είπε ο Γοργοπόδαρος ξαφνικά, βγαίνοντας μπροστά στο Φως. Και πολλά δε θα είχαν γίνει, αν τον άφηνες να μπει μέσα, Μπιρόχορτε.

Ο ξενοδόχος πήδηξε απ’ την έκπληξη.

— Εσύ! φώναξε. Εσύ πάντα ξεφυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν. Τι θες τώρα;

— Είναι εδώ με την άδενά μου, είπε ο Φρόντο. Ήρθε να μου προσφέρει τη βοήθειά του.

— Λοιπόν, εσύ μπορεί και να ξέρεις τι κάνεις, είπε ο κύριος Βουτυράτος, κοιτάζοντας καχύποπτα το Γοργοπόδαρο. Μα αν ήμουνα στη θέση σου, δε θα ’πιανα φιλία μ’ έναν Περιφερόμενο Φύλακα.

— Τότε με ποιον θα ’πιανε φιλία; ρώτησε ο Γοργοπόδαρος. Μ’ ένα χοντρό ξενοδόχο που δεν ξεχνάει τ’ όνομά του μόνο και μόνο γιατί ο κόσμος του το φωνάζει όλη μέρα; Δεν μπορούν να μείνουν στο Πόνυ για πάντα και δεν μπορούν να πάνε σπίτι τους. Έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους. Μήπως θα πας εσύ μαζί τους, να βαστήξεις μακριά τους μαύρους ανθρώπους;

— Εγώ; Ν’ αφήσω το Μπρι! Ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου, είπε ο κύριος Βουτυράτος, που φάνηκε στ’ αλήθεια να τρομάζει. Μα γιατί δεν μπορείς να καθίσεις εδώ ήσυχα για λίγο, κύριε Κατωλοφίτη; Τι είναι όλα τούτα τα παράξενα που γίνονται; Τι γυρεύουν αυτοί οι μαύροι άνθρωποι κι από πού έρχονται, θα ’θελα να ξέρω.

— Λυπάμαι που δεν μπορώ να τα εξηγήσω όλα, απάντησε ο Φρόντο. Είμαι κουρασμένος και πολύ ταραγμένος κι είναι μεγάλη ιστορία. Μα αν σκοπεύεις να με βοηθήσεις, πρέπει να σε προειδοποιήσω πως θα βρίσκεσαι σε κίνδυνο όσο εγώ θα είμαι σπίτι σου. Αυτοί οι Μαύροι Καβαλάρηδες: δεν είμαι σίγουρος, μα νομίζω, φοβάμαι πως έρχονται από ...

— Έρχονται από τη Μόρντορ, είπε ο Γοργοπόδαρος με χαμηλή φωνή. Απ’ τη Μόρντορ, Μπιρόχορτε, αν αυτό σου λέει κάτι.

— Αμάν τι πάθαμε! φώναξε ο κύριος Βουτυράτος χλωμιάζοντας. Το όνομα ήταν φανερό πως του ήταν γνωστό. Αυτά είναι τα χειρότερα νέα, που έχουν φτάσει στο Μπρι, απ’ όσα έχω ποτέ μου ακούσει.

— Ναι, είπε ο Φρόντο. Είσαι ακόμα πρόθυμος να με βοηθήσεις;

— Είμαι, είπε ο κύριος Βουτυράτος. Περισσότερο παρά ποτέ. Αν κι εγώ δεν ξέρω τι μπορούν να κάνουν μερικοί σαν κι εμένα ενάντια, ενάντια — τραύλίσε.

— Ενάντια στη Σκιά απ’ την Ανατολή, είπε ήσυχα ο Γοργοπόδαρος. Όχι και πολλά, Μπιρόχορτε, αλλά και το λίγο βοηθά. Μπορείς ν’ αφήσεις τον κύριο Κατωλοφίτη να μείνει εδώ απόψε, ως κύριος Κατωλοφίτης, και μπορείς να ξεχάσεις τ’ όνομα Μπάγκινς, μέχρι που να βρίσκεται μακριά.

— Αυτό θα κάνω, είπε ο Βουτυράτος. Μα θα το βρούνε πως είναι δω χωρίς τη βοήθειά μου, φοβάμαι. Είναι κρίμα που ο κύριος Μπάγκινς τράβηξε την προσοχή απάνω του απόψε, για να μην πω τίποτα παραπάνω. Η ιστορία της αναχώρησης του Μπίλμπο είχε ξανακουστεί και παλιότερα στο Μπρι. Ακόμα κι ο Νομπ κάτι μαντεύει με τ’ αργόστροφό του κεφάλι· κι είναι άλλοι στο Μπρι που τα παίρνουν πιο γρήγορα απ’ αυτόν.

— Λοιπόν, το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε είναι πως οι Καβαλάρηδες δε θα επιστρέψουν ακόμα, είπε ο Φρόντο.

— Κι εγώ το ίδιο, μακάρι! είπε ο Βουτυράτος. Αλλά, φαντάσματα - ξεφαντάσματα, δε θα μπουν στο Πόνο έτσι εύκολα, Μη στενοχωριέσαι ως το πρωί. Ο Νομπ δε θα βγάλει άχνα. Κανένας μαύρος άνθρωπος δε θα περάσει απ’ την πόρτα μου, όσο εγώ μπορώ να σταθώ στα πόδια μου. Εγώ κι οι δικοί μου θα φυλάξουμε απόψε· μα εσείς, καλά θα κάνετε να κοιμηθείτε λιγάκι, αν μπορείτε.

— Πάντως, οπωσδήποτε, πρέπει να μας φωνάξεις τα χαράματα, είπε ο Φρόντο. Πρέπει να φύγουμε όσο πιο νωρίς γίνεται. Πρωινό στις εξήμισι, παρακαλώ.

— Εντάξει! Θα το φροντίσω εγώ, είπε ο ξενοδόχος. Καληνύχτα, κύριε Μπάγκινς-Κατωλοφίτη, θα ’πρεπε να πω! Καληνύχτα — τώρα, μα τι στην ευχή! Πού είναι ο κύριος Μπράντιμπακ;

— Δεν ξέρω, είπε ο Φρόντο με ξαφνική ανησυχία. Τον είχαν εντελώς ξεχάσει το Μέρι κι η ώρα ήταν περασμένη. Φοβάμαι πως είναι έξω. Είπε κάτι πως θα ’βγαινε να πάρει καθαρό αέρα.

— Λοιπόν, σίγουρα σας χρειάζεται να σας προσέχουν: η παρέα σου κάνει λες και βρίσκονται σε διακοπές! είπε ο Βουτυράτος. Πρέπει να πάω και ν’ αμπαρώσω γρήγορα τις πόρτες, μα θα φροντίσω ν’ αφήσουν το φίλο σου να μπει, σαν έρθει. Και καλύτερα να στείλω το Νομπ να πάει να τον γυρέψει. Καληνύχτα σ’ όλους σας!

Τέλος, ο κυρ Βουτυράτος βγήκε έξω, ρίχνοντας μια ματιά όλο αμφιβολία στο Γοργοπόδαρο και κουνώντας το κεφάλι του. Τα βήματά του χάθηκαν στο βάθος του διαδρόμου.

— Λοιπόν; είπε ο Γοργοπόδαρος. Πότε θ’ ανοίξεις εκείνο το γράμμα;

Ο Φρόντο κοίταξε με προσοχή τη σφραγίδα πριν τη σπάσει. Φαινόταν σίγουρα πως είναι του Γκάνταλφ. Μέσα, γραμμένο με το δυνατό, μα κομψό χαρακτήρα του μάγου, βρισκόταν το παρακάτω μήνυμα: