Выбрать главу

Έγινε σιωπή για ώρα πολλή. Τέλος, ο Φρόντο μίλησε διστάζοντας.

— Σε πίστεψα πως ήσουν φίλος πριν να ’ρθει το γράμμα, είπε, ή, τουλάχιστο, ήθελα να σε πιστέψω. Με τρόμαξες αρκετές φορές απόψε, μα ποτέ όπως οι υπηρέτες του Εχθρού θα με τρόμαζαν, ή έτσι φαντάζομαι. Νομίζω πως ένας δικός του κατάσκοπος θα — να, θα φαινόταν ωραιότερος, μα θα τον ένιωθα πιο απαίσιο, αν καταλαβαίνεις.

— Καταλαβαίνω, γέλασε ο Γοργοπόδαρος. Εγώ φαίνομαι απαίσιος, μα με νιώθετε ωραίο. «Το χρυσάφι, αν είναι κρυφό, δε γυαλίζει. Ούτε όσοι πλανιόνται στη γη είν’ χαμένοι».

Οι στίχοι ήταν για σένα, λοιπόν; ρώτησε ο Φρόντο. Δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημά τους. Μα πώς ήξερες πως ήταν στο γράμμα του Γκάνταλφ, αφού δεν το ’χεις δει;

— Δεν το ήξερα, απάντησε. Μα εγώ είμαι ο Άραγκορν κι οι στίχοι πάνε με τ’ όνομα.

Τράβηξε το σπαθί του κι είδαν πως η λάμα του ήταν στ’ αλήθεια σπασμένη ένα πόδι κάτω απ’ τη λαβή.

— Δεν κάνει για τίποτα, έτσι, Σαμ; είπε ο Γοργοπόδαρος. Μα ο καιρός πλησιάζει που θα ξανακολληθεί.

Ο Σαμ δεν είπε τίποτα.

— Λοιπόν, είπε ο Γοργοπόδαρος, με την άδεια του Σαμ, θα πούμε πως η υπόθεση τακτοποιήθηκε. Ο Γοργοπόδαρος θα γίνει οδηγός σας. Θα έχουμε άσχημο δρόμο αύριο. Ακόμα κι αν μας αφήσουν να φύγουμε απ’ το Μπρι ανεμπόδιστοι, τώρα δεν μπορούμε διόλου να ελπίζουμε πως θα φύγουμε απαρατήρητοι. Αλλά θα προσπαθήσω να χαθούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ξέρω ένα δυο δρόμους, που βγάζουν πέρα απ’ την περιοχή του Μπρι, εκτός απ’ τον κύριο δρόμο. Και μόλις ξεφύγουμε την καταδίωξη, θα τραβήξουμε για την Κορυφή των Καιρών.

— Την Κορυφή των Καιρών; είπε ο Σαμ. Τι είναι αυτό;

— Είναι ένας λόφος ακριβώς στα βορινά του Δρόμου, περίπου στη μέση Γης διαδρομής από δω ως το Σκιστό Λαγκάδι. Δεσπόζει σ’ όλη την περιοχή κι απ’ εκεί θα έχουμε την ευκαιρία να κοιτάξουμε γύρω μας. Ο Γκάνταλφ για εκεί Θα το βάλει, αν μας ακολουθεί. Μετά την Κορυφή των Καιρών το ταξίδι μας θα γίνει πιο δύσκολο και θα χρειάζεται να διαλέγουμε ανάμεσα σε διάφορους κινδύνους.

— Πότε είδες για τελευταία φορά τον Γκάνταλφ; ρώτησε ο Φρόντο. Ξέρεις πού βρίσκεται και τι κάνει;

Η όψη του Γοργοπόδαρου έγινε σοβαρή.

— Δεν ξέρω, είπε. Ήρθα δυτικά μαζί του την άνοιξη. Έχω συχνά φυλάξει τα σύνορα του Σάιρ τα τελευταία χρόνια, όταν εκείνος είχε δουλειές αλλού. Σπάνια το άφηνε αφρούρητο. Τελευταία συναντηθήκαμε την πρώτη του Μάη: στο Σαρν Φορντ χαμηλά στο Μπράντιγουάιν. Μου είπε πως η δουλειά του με σένα είχε πάει καλά και πως θα ξεκινούσες για το Σκιστό Λαγκάδι την τελευταία βδομάδα του Σεπτέμβρη. Επειδή ήξερα πως βρισκόταν στο πλευρό σου, έφυγα σ’ ένα δικό μου ταξίδι. Κι αυτό δε βγήκε σε καλό· γιατί είναι φανερό πως έμαθε νέα κι εγώ δεν ήμουν κοντά να βοηθήσω.

» Ανησυχώ, για πρώτη φορά απ’ τον καιρό που τον γνωρίζω. Θα ’πρεπε να είχε στείλει μηνύματα ακόμα κι αν δεν μπορούσε να ’ρθει ο ίδιος. Όταν γύρισα, εδώ και πολλές μέρες, έμαθα τα άσχημα νέα. Παντού είχαν απλωθεί τα νέα πως ο Γκάνταλφ δε βρισκόταν πουθενά και πως οι Καβαλάρηδες είχαν κάνει την εμφάνιση τους. Αυτά μου τα είπαν τα Ξωτικά του Γκίλντορ· κι αργότερα μου είπαν πως είχατε ξεκινήσει· μα δεν είχα νέα πως φύγατε απ’ το Μπάκλαντ. Φύλαγα τον Ανατολικό Δρόμο όλος ανησυ— Νομίζεις πως οι Μαύροι Καβαλάρηδες έχουν σχέση με — με την απουσία του Γκάνταλφ, θέλω να πω; ρώτησε ο Φρόντο.

— Δε γνωρίζω τίποτ’ άλλο, που θα μπορούσε να τον εμποδίσει, εκτός απ’ τον ίδιο τον Εχθρό, είπε ο Γοργοπόδαρος. Μα μη χάνετε τις ελπίδες σας! Ο Γκάνταλφ είναι πιο μεγάλος απ’ ό,τι ξέρετε εσείς στο Σάιρ — κατά κανόνα εσείς μπορείτε μόνο να δείτε τ’ αστεία και τα παιγνίδια του. Μα αυτή εδώ η δική μας υπόθεση θα είναι το πιο μεγάλο του έργο.

Ο Πίπιν χασμουρήθηκε.

— Συγνώμη, είπε, μα είμαι ψόφιος απ’ την κούραση. Μ’ όλο τον κίνδυνο και την ανησυχία, πρέπει να πάω για ύπνο, αλλιώς θα κοιμηθώ εδώ που κάθομαι. Πού ’ν’ τος αυτός ο ανόητος ο Μέρι; Αυτό μας έλειπε τώρα να πρέπει να βγούμε στο σκοτάδι και να τον γυρεύουμε.

Εκείνη τη στιγμή άκουσαν μια πόρτα να χτυπά· ύστερα ακούστηκαν πόδια να τρέχουν στο διάδρομο. Ο Μέρι μπήκε μέσα ορμητικά με το Νομπ στο κατόπι του. Έκλεισε την πόρτα βιαστικά κι έγειρε πάνω της. Του ’χε κοπεί η ανάσα. Τον κοίταζαν φοβισμένοι με γουρλωμένα μάτια για μια στιγμή· κι ύστερα αυτός τους είπε λαχανιασμένα:

— Τους είδα, Φρόντο! Τους είδα! Μαύροι Καβαλάρηδες!

— Μαύροι Καβαλάρηδες! φώναξε ο Φρόντο. Πού;