Выбрать главу

— Εδώ. Στο χωριό. Έμεινα μέσα για καμιά ώρα. Μετά, επειδή δε γυρνούσατε, βγήκα για μια βόλτα. Είχα μόλις ξαναγυρίσει και στεκόμουνα ακριβώς έξω απ’ τον κύκλο που φώτιζε το φανάρι και κοίταζα τ’ αστέρια. Ξαφνικά ανατρίχιασα κι ένιωσα πως κάτι απαίσιο σερνόταν κοντά: ήταν μια κάπως πιο σκοτεινή σκιά ανάμεσα στους ίσκιους, στο δρόμο απέναντι, ακριβώς εκεί που τελείωνε το φως του φαναριού. Ξεγλίστρησε μακριά αμέσως στο σκοτάδι χωρίς θόρυβο. Άλογο δεν είχε.

— Προς τα πού πήγε; ρώτησε ο Γοργοπόδαρος, άξαφνα κι απότομα. Ο Μέρι τινάχτηκε, βλέποντας τον ξένο για πρώτη φορά.

— Συνέχισε! είπε ο Φρόντο. Είναι ένας φίλος του Γκάνταλφ. Θα σου εξηγήσω αργότερα.

— Φάνηκε να πηγαίνει κατά το Δρόμο, ανατολικά, συνέχισε ο Μέρι. Προσπάθησα ν’ ακολουθήσω. Φυσικά, εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως· μα εγώ έστριψα τη γωνία και πήγα μέχρι το τελευταίο σπίτι στο Δρόμο.

Ο Γοργοπόδαρος κοίταξε το Μέρι με θαυμασμό.

— Έχεις γενναία καρδιά, είπε· αλλ’ αυτό που έκανες ήταν ανόητο.

— Δεν ξέρω, είπε ο Μέρι. Δεν ήταν ούτε γενναίο ούτε ανόητο, νομίζω. Δεν μπορούσα σχεδόν να κάνω αλλιώς. Μου φαινόταν κάπως πως με τραβούσαν. Όπως και να ’ναι, εγώ πήγα και, ξαφνικά, άκουσα φωνές κοντά στο φράχτη. Η μια μουρμούριζε κι η άλλη ψιθύριζε, ή μάλλον σφύριζε. Δεν μπορούσα να πιάσω κουβέντα απ’ ό,τι λεγόταν. Δε γλίστρησα πιο κοντά γιατί άρχισα να τρέμω ολόκληρος. Ύστερα ένιωσα τέτοια τρομάρα, που γύρισα πίσω κι ήμουνα έτοιμος να το βάλω στα πόδια, όταν κάτι ήρθε πίσω μου κι εγώ... εγώ έπεσα κάτω.

— Εγώ τον βρήκα, κύριε, μπήκε στη μέση ο Νομπ. Ο κυρ Βουτυράτος μ’ έστειλε έξω μ’ ένα φανάρι. Κατέβηκα στη Δυτική πύλη κι ύστερα γύρισα προς τη Νότια πύλη. Ακριβώς στο σπίτι του Μπιλ του Φτεριά κοντά, νόμισα πως είδα κάτι στο Δρόμο. Δεν παίρνω όρκο, μα μου φαινόταν λες και δυο άνθρωποι έσκυβαν πάνω σε κάτι για να το σηκώσουν. Έβαλα μια φωνή, μα σαν έφτασα κοντά αυτοί δεν φαίνονταν πουθενά και μόνο ο κύριος Μπράντιμπακ ήταν πεσμένος στην άκρη στο Δρόμο. Έμοιαζε να κοιμάται. «Νόμισα πως είχα πέσει σε βαθιά νερά», μου λέει σαν τον σκούντησα. Ήταν πολύ παράξενος και μόλις τον ξύπνησα, σηκώθηκε κι ήρθε δω τρέχοντας σαν το λαγό.

— Φοβάμαι πως αυτή ’ναι η αλήθεια, είπε ο Μέρι, αν και δε θυμάμαι τι είπα. Είδα ένα απαίσιο όνειρο, που δεν μπορώ να το θυμηθώ. Έχασα την αυτοκυριαρχία μου. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε.

— Εγώ ξέρω, είπε ο Γοργοπόδαρος. Η Μαύρη Ανάσα. Οι Καβαλάρηδες θα πρέπει ν’ άφησαν τ’ άλογά τους απέξω και να πέρασαν κρυφά τη Νότια πύλη. Τώρα θα τα ξέρουν όλα τα νέα μιας κι επισκέφτηκαν τον Μπιλ το Φτεριά· κι είναι πιθανό πως κι εκείνος ο Νότιος ήταν κατάσκοπος. Κάτι μπορεί να γίνει τη νύχτα, πριν φύγουμε απ’ το Μπρι.

— Τι θα γίνει; είπε ο Μέρι. Θα επιτεθούνε στο πανδοχείο;

— Οχι, δε νομίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος. Δεν είναι όλοι εδώ ακόμα. Και, οπωσδήποτε, δεν είναι αυτός ο τρόπος τους. Είναι πιο δυνατοί στο σκοτάδι και στη μοναξιά· δε θα επιτεθούν ανοιχτά σ’ ένα σπίτι, που υπάρχουν φώτα και κόσμος πολύς — όχι, εκτός κι απελπιστούν, πράγμα που δε συμβαίνει όμως όσο οι αμέτρητες λεύγες του Έριαντορ βρίσκονται ακόμα μπροστά μας. Αλλά η δύναμη τους βρίσκεται στο φόβο· και μερικούς στο Μπρι τους έχουν κιόλας βάλει στο χέρι. Θ’ αναγκάσουν αυτούς τους άθλιους να κάνουν κάτι κακό: το Φτεριά και μερικούς απ’ τους ξένους κι ίσως και το φύλακα της πύλης. Κουβέντιαζαν με το Χάρι στη Δυτική πύλη τη Δευτέρα. Τους παρακολουθούσα. Σαν τον άφησαν, αυτός είχε πανιάσει κι έτρεμε.

— Φαίνεται πως έχουμε εχθρούς παντού γύρω μας, είπε ο Φρόντο. Τι θα κάνουμε;

— Θα μείνετε εδώ και δε θα πάτε στα δωμάτιά σας! Είναι βέβαιο πως αυτοί θα έχουν μάθει ποια είναι. Τα δωμάτια για χόμπιτ έχουν παράθυρα που βλέπουν στο βοριά κι είναι στο ισόγειο. Θα μείνουμε όλοι μαζί και θ’ αμπαρώσουμε το παράθυρο και την πόρτα. Μα πρώτα ο Νομπ κι εγώ θα φέρουμε εδώ τα πράγματά σας.

Την ώρα που έλειπε ο Γοργοπόδαρος, ο Φρόντο είπε γρήγορα στο Μέρι όλα όσα είχαν γίνει απ’ την ώρα του φαγητού και μετά. Ο Μέρι διάβαζε ακόμα και ζύγιζε το γράμμα του Γκάνταλφ, όταν ο Γοργοπόδαρος κι ο Νομπ γύρισαν.

— Λοιπόν, κύριοι, είπε ο Νομπ, ανακάτεψα τα στρωσίδια κι έβαλα οτη μέση κάθε κρεβατιού από μια μαξιλάρα. Κι έκανα μια ωραία απομίμηση του κεφαλιού σου μ’ ένα καφετί μάλλινο χαλάκι, κύριε Μπάγκ — Κατωλοφίτη, κύριε, προσθεσε χαμογελώντας πλατιά.

Ο Πίπιν γέλασε.

— Πολύ πετυχημένο! είπε. Μα τι θα γίνει σαν καταλάβουν τη μεταμφίεση;

— Θα δούμε! είπε ο Γοργοπόδαρος. Ας ελπίσουμε πως θα βαστήξουμε το φρούριο ως το πρωί.

— Καλή σας νύχτα, είπε ο Νομπ κι έφυγε για να πάει να φυλάξει τη βάρδια του στις πόρτες.

Σώριασαν τους σάκους τους και τα πράγματά τους στο πάτωμα της τραπεζαρίας. Έσπρωξαν μια χαμηλή καρέκλα πίσω απ’ την πόρτα κι έκλεισαν το παράθυρο. Κρυφοκοιτάζοντας έξω, ο Φρόντο είδε πως η νύχτα ήταν ακόμα ξάστερη. Το Δρεπάνι[8] κουνιόταν λαμπερό πάνω απ’ τις ράχες του Λόφου του Μπρι. Ύστερα έκλεισε κι αμπάρωσε τα βαριά εσωτερικά παντζούρια και τράβηξε τις κουρτίνες. Ο Γοργοπόδαρος έριξε ξύλα στη φωτιά κι έσβησε όλα τα κεριά.

вернуться

8

Το όνομα που δίνουν οι Χόμπιτ στη Μεγάλη Άρκτο.