Выбрать главу

Οι χόμπιτ τυλίχτηκαν στις κουβέρτες τους με τα πόδια προς το τζάκι· μα ο Γοργοπόδαρος βολεύτηκε στην καρέκλα πίσω απ’ την πόρτα. Κουβέντιασαν λιγάκι, γιατί ο Μέρι είχε ακόμα να κάνει μερικές ερωτήσεις.

— «Πηδάει στο Φεγγάρι!» χαχάνισε ο Μέρι και τυλίχτηκε στην κουβέρτα του. Πολύ γελοίο από μέρους σου, Φρόντο! Αλλά θα ’θελα να ήμουνα εκεί και να το ’βλεπα. Οι αξιότιμοι κύριοι του Μπρι θα το κουβέντιαζαν για εκατό χρόνια.

— Το ελπίζω, είπε ο Γοργοπόδαρος.

Μετά όλοι σώπασαν κι ένας ένας οι χόμπιτ αποκοιμήθηκαν.

Κεφάλαιο XI

ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Την ώρα που ετοιμάζονταν για ύπνο στο πανδοχείο του Μπρι, το σκοτάδι απλωνόταν στο Μπάκλαντ. Μια ψιλή ομίχλη πλανιόταν στις μικρές κοιλάδες και στην ακροποταμιά. Το σπίτι στο Κρικχόλοου στεκόταν σιωπηλό. Ο χοντρός Μπόλγκερ άνοιξε την πόρτα προσεκτικά και κρυφοκοίταξε έξω. Ένα αίσθημα φόβου μεγάλωνε μέσα του όλη τη μέρα και του ήταν αδύνατο να ησυχάσει ή να πάει για ύπνο: ο άπνοος αέρας της νύχτας έκρυβε κάποια απειλή. Εκεί που κοίταζε έξω στη σκοτεινιά, μια μαύρη σκιά κουνήθηκε κάτω απ’ τα δέντρα· η εξώπορτα φάνηκε ν’ ανοίγει από μόνη της και να ξανακλείνει δίχως τον παραμικρό θόρυβο. Τον έπιασε τρομάρα. Μαζεύτηκε πίσω και για μια στιγμή στάθηκε τρέμοντας στο χολ. Έπειτα έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα.

Η νύχτα προχώρησε, Ακούστηκε ο μαλακός θόρυβος αλόγων, που τα οδηγούν κρυφά στο δρομάκι. Έξω απ’ την εξώπορτα σταμάτησαν, και τρεις μαύρες σιλουέτες μπήκαν μέσα, σαν ίσκιοι της νύχτας, σέρνοντας στο χώμα. Ένας πήγε στην πόρτα κι οι άλλοι δυο πιάσαν τις γωνιές του σπιτιού· κι εκεί στάθηκαν ακίνητοι σαν τους ίσκιους από πέτρες, ενώ η νύχτα προχωρούσε αργά. Το σπίτι και τα ήσυχα δέντρα φαίνονταν να περιμένουν με κομμένη την ανάσα.

Τα φύλλα αναταράχτηκαν ανεπαίσθητα κι ένας κόκορας λάλησε μακριά. Η παγωμένη ώρα πριν το χάραμα περνούσε. Η σιλουέτα στην πόρτα κουνήθηκε. Στο σκοτάδι, το δίχως αστέρια και φεγγάρι, μια γυμνή λάμα άστραψε λες κι ένα κρυφό φως είχε ξεσκεπαστεί. Ακούστηκε ένα χτύπημα μαλακό μα βαρύ, κι η πόρτα σείστηκε. — Ανοίξτε, εν ονόματι της Μόρντορ! είπε μια φωνή λεπτή κι απειλητική.

Σ’ ένα δεύτερο χτύπημα η πόρτα υποχώρησε κι έπεσε πίσω, με σπασμένα ξύλα και κλειδαριά. Οι μαύρες σιλουέτες μπήκαν γρήγορα μέσα.

Τη στιγμή εκείνη, ανάμεσα στα δέντρα εκεί κοντά, αντήχησε ένα βούκινο. Έσκισε τη νύχτα σαν φωτιά σε λοφοκορφή.

ΞΥΠΝΑΤΕ! ΦΟΒΟΣ! ΦΩΤΙΑ! ΕΧΘΡΟΙ! ΞΥΠΝΑΤΕ!

Ο χοντρός Μπόγκερ δεν είχε κάτσει με τα χέρια δεμένα. Μόλις είδε τις μαύρες σκιές να σέρνονται στον κήπο, ήξερε πως έπρεπε να το βάλει στα πόδια γιατί αλλιώς ήταν χαμένος. Και το ’βαλε στα πόδια. Βγήκε απ’ την πίσω πόρτα, πέρασε τον κήπο και τα χωράφια. Σαν έφτασε το πιο κοντινό σπίτι, πάνω από ’να μίλι μακριά, σωριάστηκε στο κατώφλι. — Όχι, όχι, όχι! φώναζε. Όχι, όχι εμένα! Δεν το ’χω!

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που να καταλάβει κανείς τι έλεγε. Στο τέλος κατάλαβαν πως εχθροί βρίσκονταν στο Μπάκλαντ, κάποια παράξενη εισβολή απ’ το Παλιό το Δάσος. Και τότε δεν έχασαν περισσότερη ώρα.

ΦΟΒΟΣ! ΦΩΤΙΑ! ΕΧΘΡΟΙ!

Οι Μπράντιμπακ φυσούσαν το Βούκινο του Συναγερμού του Μπάκλαντ, που είχε ν’ ακουστεί εδώ κι εκατό χρόνια, από τότε που οι άσπροι λύκοι είχαν έρθει τον Κακό Χειμώνα, τότε που ο Ποταμός Μπράντιγουάιν είχε παγώσει.

ΞΥΠΝΑΤΕ! ΞΥΠΝΑΤΕ!

Μακριά ακούστηκαν βούκινα που απαντούσαν. Ο συναγερμός απλωνόταν.

Οι μαύρες σιλουέτες έτρεξαν να φύγουν απ’ το σπίτι. Η μια απ’ αυτές άφησε να πέσει ένας χομπιτο-μανδύας στο σκαλί, όπως έτρεχε. Στο δρομάκι ακούστηκαν πέταλα που έγιναν ποδοβολητό κι έφυγαν βροντοκοπώντας στο σκοτάδι. Παντού γύρω στο Κρικχόλοου ακούγονταν βούκινα, φωνές και τρεχαλητά. Αλλά οι Μαύροι Καβαλάρηδες έτρεξαν σαν τον άνεμο στη Βορινή πύλη. Άσε τους μικρούληδες να φυσάνε! Ο Σόρον θα τους τακτοποιούσε αργότερα. Στο μεταξύ είχαν άλλη αποστολή: ήξεραν τώρα πως το σπίτι ήταν άδειο και το Δαχτυλίδι φευγάτο. Κυνήγησαν τους φύλακες στην πύλη κι εξαφανίστηκαν απ’ το Σάιρ.

Νωρίς τη νύχτα ο Φρόντο ξύπνησε από ύπνο βαθύ, απότομα, λες και κάποιος θόρυβος ή παρουσία να τον είχε ενοχλήσει. Είδε πως ο Γοργοπόδαρος καθόταν ξάγρυπνος στην καρέκλα του: τα μάτια του γυάλιζαν στο φως της φωτιάς, που την είχε περιποιηθεί κι έκαιγε ζωηρά· μα δεν του έκανε νόημα ούτε κουνήθηκε.

Ο Φρόντο γρήγορα αποκοιμήθηκε πάλι· μα τα όνειρά του ξαναήταν ταραγμένα απ’ το θόρυβο του ανέμου και το ποδοβολητό αλόγων. Ο άνεμος λες και τυλιγόταν γύρω από το σπίτι και το τράνταζε· και πολύ μακριά άκουσε ένα βούκινο ν’ αντηχεί άγρια. Άνοιξε τα μάτια του κι άκουσε έναν κόκορα να λαλεί μ’ όλη του τη δύναμη στην αυλή του πανδοχείου. Ο Γοργοπόδαρος είχε τραβήξει τις κουρτίνες κι έσπρωξε τα παντζούρια με θόρυβο. Το πρώτο γκρίζο φως της μέρας μπήκε στο δωμάτιο κι ένας παγωμένος αέρας ερχόταν απ’ το ανοιχτό παράθυρο.