Выбрать главу

Μόλις ο Γοργοπόδαρος τους ξύπνησε όλους, τους πήγε στα δωμάτιά τους. Όταν τα είδαν χάρηκαν που είχαν ακολουθήσει τις συμβουλές του: τα παράθυρα παραβιασμένα ανοιγόκλειναν και οι κουρτίνες ανέμιζαν· τα κρεβάτια ήταν άνω κάτω και οι μαξιλάρες ξεκοιλιασμένες στο πάτωμα· το καφετί χαλάκι ήταν σκισμένο κουρέλι.

Ο Γοργοπόδαρος αμέσως πήγε κι έφερε τον ξενοδόχο. Ο φτωχός κυρ Βουτυράτος φαινόταν νυσταγμένος και τρομαγμένος. Ούτε που ’χε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα (έτσι έλεγε), μα δεν είχε ακούσει τον παραμικρό θόρυβο.

— Ποτέ, σ’ όλη μου τη ζωή, δε μου ξανάτυχε τέτοιο πράγμα! φώναξε, σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, συγχυσμένος. Οι ξένοι μου να μην μπορούν να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους και οι καλές μου οι μαξιλάρες για πέταμα κι όλα τούτα δω! Πού θα καταλήξουμε έτσι;

— Σε μαύρες μέρες, είπε ο Γοργοπόδαρος. Αλλά, για την ώρα, μπορείς να ησυχάσεις, σα μας ξεφορτωθείς. Πρέπει να φύγουμε αμέσως. Μη σε νοιάζει για το πρωινό: κάτι να πιούμε και μια μπουκιά στο πόδι θα ’ναι ό,τι πρέπει. Θα είμαστε έτοιμοι σε λίγα λεπτά.

Ο κυρ Βουτυράτος έφυγε βιαστικός για να κοιτάξει να ετοιμάσουν τα πόνυ τους και να τους φέρει μια «μπουκιά». Μα πολύ γρήγορα γύρισε πίσω καταστενοχωρημένος. Τα πόνυ είχαν εξαφανιστεί! Όλες οι πόρτες του σταύλου είχαν ανοιχτεί τη νύχτα, κι είχαν φύγει, όχι μονάχα τα πόνυ του Μέρι, μα κι όλα τ’ άλλα άλογα και τα ζωντανά του σταύλου.

Ο Φρόντο απελπίστηκε απ’ τα νέα. Πώς μπορούσαν να ελπίζουν πως θα φτάσουν στο Σκιστό Λαγκάδι με τα πόδια, τη στιγμή που τους κυνηγούσαν εχθροί καβάλα; Ήταν σαν να θέλανε να πάνε στο Φεγγάρι. Ο Γοργοπόδαρος κάθισε σιωπηλός για λίγο κοιτάζοντας τους χόμπιτ, λες και ζύγιζε τη δύναμη και το κουράγιο τους.

— Τα πόνυ δε θα μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε τους Καβαλάρηδες, είπε τέλος σκεφτικά, λες κι είχε μαντέψει τη σκέψη του Φρόντο. Δε θα προχωρούμε και πολύ πιο αργά με τα πόδια, στους δρόμους που σκοπεύω να πάρουμε. Εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα περπατούσα. Εκείνο που με απασχολεί είναι τα τρόφιμα και οι αποσκευές. Δεν μπορούμε να υπολογίζουμε πως θα βρούμε τίποτα να φάμε στο δρόμο, από δω ως το Σκιστό Λαγκάδι, εκτός ό,τι πάρουμε μαζί μας· και πρέπει να πάρουμε τόσα ώστε να μας περισσεύουν- γιατί μπορεί να καθυστερήσουμε ή ν’ αναγκαστούμε να πάμε γύρω γύρω, πολύ έξω απ’ τον κατευθείαν δρόμο. Πόσα είσαστε σε θέση να κουβαλήσετε στις πλάτες σας;

— Όσα χρειαστεί, είπε ο Πίπιν κι η καρδιά του βούλιαξε, αν και προσπαθούσε να δείξει πως ήταν πιο σκληρός απ’ ό,τι έδειχνε (ή ένιωθε).

— Εγώ μπορώ να κουβαλήσω όσα δυο μαζί, είπε ο Χαμ πολεμικά.

— Δεν μπορεί να γίνει τίποτα, κύριε Βουτυράτε; ρώτησε ο Φρόντο. Δεν μπορούμε να βρούμε κανά δυο πόνυ στο χωριό, ή κι ένα μόνο για τα μπαγκάζια; Δεν πιστεύω πως μπορούμε να τα νοικιάσουμε, μα ίσως μπορέσουμε να τ’ αγοράσουμε, πρόσθεσε μ’ αμφιβολία· και μέσα του αναρωτιόταν αν θα του έφταναν τα λεφτά.

— Πολύ αμφιβάλλω, είπε ο ξενοδόχος λυπημένος. Τα δυο τρία πόνυ που είναι για καβάλα στο Μπρι, σταβλίζονταν στην αυλή μου και είναι φευγάτα. Τώρα, για άλλα ζώα, άλογα ή πόνυ που να τα ’χουν για υποζύγια και τέτοιες δουλειές, υπάρχουν ελάχιστα στο Μπρι και δε θα ’ναι για πούλημα. Μα θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου. Πάω να ξετρυπώσω τον Μπομπ και να τον στείλω ένα γύρο, όσο πιο γρήγορα γίνεται.

— Ναι, είπε ο Γοργοπόδαρος απρόθυμα, καλά θα κάνεις. Φοβάμαι πως θα πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε ένα πόνυ τουλάχιστο. Έτσι όμως πάνε οι ελπίδες μας να ξεκινήσουμε νωρίς και να ξεγλιστρήσουμε χωρίς θόρυβο! Τώρα είναι λες και βάλαμε ντελάλη να διαλαλήσει την αναχώρησή μας. Αυτό θα ’ταν και μέρος του σχεδίου τους, χωρίς αμφιβολία.

— Υπάρχει όμως ένα ψιχουλάκι παρηγοριάς, είπε ο Μέρι, και κάτι παραπάνω από ψιχουλάκι, ελπίζω: θα μπορέσουμε να πάρουμε το πρωινό μας όσο περιμένουμε — και μάλιστα όχι στο πόδι. Για να βρούμε το Νομπ!

Στο τέλος είχαν πάνω από τρεις ώρες καθυστέρηση. Ο Μπομπ γύρισε πίσω και είπε πως δε βρισκόταν άλογο ή πόνυ για όλα τα λεφτά του κόσμου στη γειτονιά — εκτός από ένα: Ο Μπιλ Φτεριάς είχε ένα που μπορεί και να το πουλούσε.

— Κι αυτό είναι ένα κακομοιριασμένο ζωντανό, γέρικο, πετσί και κόκαλο, είπε ο Μπομπ, μ’ αυτός δεν τ’ αποχωρίζεται με λιγότερα από το τριπλάσιο της αξίας του, επειδή βλέπει την ανάγκη σας. Δε θα σας το δώσει για λιγότερα. Τον ξέρω καλά τον Μπιλ το Φτεριά εγώ!